22 Ιουνίου 2014

Μεθοριακά- 22/06/2014


 Μαρμαρωμένοι...

Ησυχάζουν τρυφερά οι τόποι στο Νότο, Νότο με τα όλα του και άγρια Δύση μαζί, ζέχνει ο κάμπος θερμοκηπιοστρωμένος, λικνίζεται η θάλασσα στις ακτές και τα δεντροπερίβολα έχουν έτοιμους καρπούς. Βερίκοκα ή καϊσιά, βανίλιες, δαμάσκηνα, μούσμουλα, ροδάκινα...

Αυτά έχει το θέρος το ελληνικό, ένα μεγαλείο που όσο κι αν το παραλλάξεις κραυγάζει χαρά κι ευλογία, δεν μπορεί να κρυφτεί... Γουστάρω το ήθος της χλωρίδας μέσα στη συνολική φτώχεια, αυτή την αρχοντιά μέσα στο... σκουπίδι, την τελειότητα μέσα στην ευτέλεια. Ενα εκρηκτικό θράσος «ρευστότητας», που σωρεύω στις τσανάκες μου κάθε πρωί, ξορκίζοντας την έλλειψη παράδων, θέσεων και αρχών, που κι αυτές μοιάζουν πια να διακινούνται από «οίκους» με τραπεζικά κριτήρια.
Τα κάλλη και τα ελέη του δικού μας θέρους νομίζω ότι φτιάχνουν την Ελλάδα που αντιστέκεται! Ακριβώς αυτό! Την «πατρίδα», απέναντι από την τάξη εμπόρων κάθε λογής, έναν τόπο κι έναν «τρόπο» που έχει σφραγίδα και ταυτότητα. Την Ελλάδα και τη Μεσόγειο που ξέρω, ό,τι καταπίνω επί χρόνια με ιδέες και ονειρώξεις, αυτό το χειροπιαστό που αλείφω στα αντιγόνα της τάξης και συνομοταξίας μου, στους καταλύτες που με διδάσκουν.
Η γιαγιά καθόταν στην πεζούλα της Νικαριάς και κοίταζε το Αιγαίο. Αμα είχε καλοσύνη, έδειχνε απέναντι τη Σάμο, τους Φούρνους, τ' Αλατσονήσι, την Πάτινο κι έλεγε: «Βλέπεις εκεδά; Είναι πατρίδα. Θέλω να πάω μια φορά εκεί, να δω, να προσκυνήσω τον Αϊ-Γιάννη, να αγοράσω λαήνια». Ποτέ δεν πήγε...
Και οι Θρακιώτισσες γερόντισσες, καθισμένες στα πεζούλια της παραλίας στην Αλεξανδρούπολη, κάτω απ' το φάρο, έδειχναν απέναντι την Αίνο και ψιθύριζαν. «Εβλεπαν» κι αυτές πατρίδα...
Από αυτούς τους ψίθυρους στήθηκε το ιδεολόγημά μου... «Πατρίδα είναι κάτι φωτάκια που τρεμοσβήνουν το δειλινό, σηματωροί της μνήμης». Της αλγεινής υπερμνησίας, συμπληρώνω, καθώς τα χρόνια που πέρασαν άλλαξε η θέα, αλλάξαμε τόπους κι εμείς, στριμωχτήκαμε σε κλισέ και θεωρίες, μπολιάσαμε τη χημεία και τις ιδέες μας με παράξενα πάθη.
Είδα τα φώτα της Αίνου καθαρά κι εγώ, κάτι όμορφες νύχτες. Ανεβασμένη με τη μονάκριβή μου στο μύλο του Λούνα Παρκ που είχε στρωθεί στην παραλία. Στο πιο ψηλό σημείο του μύλου, μέσα στο καλάθι που λικνιζόταν, στράφηκα ανατολικά και θάμπωσα. Πέρα μακριά κάτι τρεμουλιαστά φωτάκια λαμπύριζαν μαζεμένα σε ασαφή σχηματισμό με τεθλασμένο περίγραμμα στη δεξιά όχθη του Εβρου. Παίρνω όρκο πως είδα και προβολείς να σέρνονται κατά μήκος της ακτής, ταξιδεύοντας. «Είναι τόσο κοντά η Αίνος;», αναρωτιόμουν ζαλισμένη όταν τελείωσαν οι φούρλες. «Τι είναι "Αίνος", μαμά;» ρωτούσε η μικρή μου κι εγώ άρχισα να της λέω την ιστορία του Γιωργή της Μιχαλιέσσας: «Ο τόπος που είναι οι άνθρωποι οι μαρμαρωμένοι... Αν δεν τον είδες στη ζωή σου, τίποτε δεν είδες...»

Η φάρα μας είδε ένα σωρό πατρίδες. Αν βάλω στη σειρά τα μίλια που διασχίσαμε τα τελευταία εκατό χρόνια, φτιάχνω μια μεγάλη οτρά να ζώσει τον ισημερινό. Αμερική, Κάναδας, Κάιρο, Αλεξάνδρεια, Αργεντίνα, Γερμανία, Αραπιά... Φεύγαν πεινασμένα τα παλικαράκια από το 1900 και κανείς δεν ήξερε αν θα τα ξαναδεί. Εφευγαν και τα κοπελούδια για Σμύρνη ή Αίγυπτο, «δούλες» και φαντέσκες στα σπίτια πασάδων ή Ρωμιών βαμβακάδων. Πρώιμα φύγαμε κι εμείς από τα χωριά, γυρίσαμε την Ελλάδα, αλλού βρεθήκαμε να νοσταλγούμε. Οψιμα φεύγουν τα παιδάκια μας διωγμένα, εκτός συνόρων για δουλειά... Η ιστορία που συνεχίζεται με μικρές παραλλαγές δείχνει πως και στους μοντέρνους καιρούς τίποτε δεν αλλάζει, ούτε οι προορισμοί. Μένει απαράλλακτο μόνο το πάτριον θέρος, με λειψή την... ευλογία του. Κατά βάθος είμαστε οι τελευταίοι Ελλαδίτες, που «πετρώνουμε» σιγά σιγά. Διατηρώντας μια ανόητη ρητορεία περί πατρίδας και κυριαρχίας, στον τόπο που οι άνθρωποι είναι μαρμαρωμένοι. Ολα τα είδαμε πια.
ΕΛΕΝΗ ΣΚΑΒΔΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου