Ενας από τους θεμελιώδεις άξονες της πολιτικής πρότασης του ΣΥΡΙΖΑ, με μεγάλη έμφαση από τη στιγμή που η προοπτική της κυβέρνησης της Αριστεράς άρχισε να τίθεται ως πραγματικό και άμεσο επίδικο και αίτημα, υπήρξε η ανάγκη μιας βαθιάς φορολογικής μεταρρύθμισης στο πλαίσιο της απαίτησης για ριζική αναδιανομή του εισοδήματος και του πλούτου υπέρ των κατώτερων κοινωνικών τάξεων και κατηγοριών του πληθυσμού.
Το κεντρικό σύνθημα «να πληρώσουν την κρίση οι πλούσιοι και το κεφάλαιο» είναι άμεσα συναρτημένο με αυτό, όπως επίσης και η πρωταρχικότητα που απέκτησε, από την εποχή της παρουσίασης του προγράμματος, την άνοιξη του 2012, η θεσμική πρόταση για το περιουσιολόγιο ως βασικού εργαλείου οποιασδήποτε πραγματικά ριζοσπαστικής -και αποτελεσματικής ταυτόχρονα- παρέμβασης μιας κυβέρνησης της Αριστεράς.
Σήμερα, μάλιστα, είναι ακόμη περισσότερο εμφανής αυτή η αναγκαιότητα στο μέτρο που η έκταση της ανθρωπιστικής κρίσης και η επιτακτικότητα της ανθρωπιστικής αποκατάστασης από την πρώτη στιγμή της πολιτικής ανατροπής κάνει sine qua non προϋπόθεση μια μεγάλη επίθεση στο συσσωρευμένο πλούτο. Άλλωστε και ιστορικά έχει αποδειχτεί πως δεν μπορεί να γίνει αλλιώς η περίπτωση Ρούζβελτ, πολύ μετριοπαθέστερη και καθόλου αντικαπιταλιστική σχετικά με τη σημερινή ριζοσπαστική Αριστερά, βεβαιώνει καλύτερα από οποιαδήποτε άλλη του λόγου το αληθές. Γι’ αυτό όσοι και ανάμεσά μας θεωρούν πως μια κυβέρνηση της Αριστεράς θα σημαίνει μείωση των φόρων γενικώς ή απαλλαγή του συνόλου σχεδόν του πληθυσμού από φορολογικά βάρη δεν κατανοούν θεμελιώδη στοιχεία της κατάστασης.
Η ασάφεια θα πληρωθεί
Ως προς αυτό δεν επιτρέπεται καμία σύγχυση. Η θέση μας θα πρέπει να είναι απολύτως καθαρή. Οποιαδήποτε ασάφεια θα πληρωθεί πολύ ακριβά κατά την εφαρμογή του κυβερνητικού προγράμματος. Ως συμβολή σε αυτήν την αναγκαία αποσαφήνιση καταθέτουμε τις παρακάτω θέσεις.
Θέση 1 Η μείωση της φορολογίας και/ή η εφαρμογή λιγότερο προοδευτικής φορολογίας (επιχειρήσεων και ατομικού εισοδήματος), στη διάρκεια των δύο δεκαετιών που προηγήθηκαν της κρίσης, στις περισσότερες χώρες του ΟΟΣΑ συνεισέφεραν καθοριστικά στην αύξηση του δημόσιου χρέους και την όξυνση των δημοσιονομικών προβλημάτων. Η ιδέα πως ήταν οι κοινωνικές πιέσεις, τα συνδικάτα ή οι «συντεχνίες» εν γένει που προκάλεσαν τη δημοσιονομική κρίση του κράτους δεν αντέχει στοιχειωδώς στον έλεγχο της πραγματικότητας. Η νεοφιλελεύθερη περίοδος κατεξοχήν χαρακτηρίστηκε από συγκριτικά αδύναμα συνδικάτα, μικρότερη συμμετοχή των φτωχότερων τάξεων στην εκλογική διαδικασία, πολύ λιγότερες απεργίες και προχωρημένη απομείωση του κοινωνικού κράτους.
Θέση 2 Η άποψη, την ίδια περίοδο, πως η μείωση της φορολογίας και/ή η εφαρμογή λιγότερο προοδευτικής φορολογίας θα βοηθούσε στη βελτίωση της παραγωγικότητας δεν υποστηρίζεται, κατά κανένα τρόπο, τόσο στην θεωρία όσο και από τα αντικειμενικά δεδομένα. Όπως το έθετε ο ύστερος liberal οικονομολόγος John Kenneth Galbraith καιρό πριν, τότε που ο όρος liberal ή σοσιαλδημοκράτης είχε ακόμη κάποιο νόημα, η ιδέα πως τα σκληρά εργαζόμενα επιχειρηματικά στελέχη θα αποτρέπονταν από την σκληρή προσπάθεια όσο δεν εφαρμόζονταν μειώσεις στους οριακούς φορολογικούς συντελεστές είναι πραγματικά για γέλια. Στην ορθόδοξη θεωρία οι φόροι είναι προβληματικοί (distortionary), εξ υποθέσεως - η ύπαρξή τους καθεαυτή διαταράσσει τη διαδικασία των ατομικών αποφάσεων. Στην πραγματικότητα η φορολογική ελάφρυνση των πλουσίων φαίνεται να έχει πολύ δραστικότερες επιπτώσεις στην προσπάθεια των φτωχών παρά των πλούσιων. Παρόλα αυτά οι νεοφιλελεύθερες φορολογικές περικοπές έχουν επικεντρωθεί στους πρώτους παρά στους δεύτερους.
Όπως και νάχει, πάντως, τα μικροοικονομικά οφέλη από τη μείωση των φόρων είναι συνήθως εντελώς δεύτερης τάξης. Αυτό που γνωρίζουμε σήμερα είναι πως δεν υπήρξε, τα τριάντα χρόνια πριν από το 2008, σημαντική άνοδος της παραγωγικότητας που να οφείλεται σε χαμηλότερους φόρους ή σε οποιαδήποτε άλλη από τις νεοφιλελεύθερες συνταγές, οι οποίες, ωστόσο, είχαν προταθεί ακριβώς για να επιτύχουν αυτό.
Θέση 3 Η μείωση της φορολογίας και/ή η εφαρμογή λιγότερο προοδευτικής φορολογίας έχουν συμβάλλει τα μέγιστα στην ραγδαία άνοδο των ανισοτήτων, όπως έχει τεκμηριωθεί μέσα από την δουλειά πλείστων όσων οικονομολόγων –συχνά, κάθε άλλο παρά μαρξιστών. Το τελευταίο βιβλίο του Thomas Piketty είναι το πιο πρόσφατο παράδειγμα.
Αυτές υποστηρίζονται από τους πλούσιους και ισχυρούς απλώς γιατί τους κάνουν πιο πλούσιους και πιο ισχυρούς. Οι φορολογικοί παράδεισοι, η φοροδιαφυγή και η φοροκλοπή στηρίζονται από τις συγκεκριμένες συντεχνίες –να πού ταιριάζει κατεξοχήν ο όρος- για όμοιους λόγους και με όμοια αποτελέσματα.
Θέση 4 Η μείωση της φορολογίας και/ή η εφαρμογή λιγότερο προοδευτικής φορολογίας ακόμη ασκούν διαρκή πίεση στις κυβερνήσεις προκειμένου να αναλαμβάνουν όλο και περισσότερες περικοπές στις δημόσιες δαπάνες και ιδίως σε εκείνες τις δαπάνες που είναι περισσότερο χρήσιμες στους εργαζόμενους και τους φτωχούς. Στις ΗΠΑ αυτή η στρατηγική έχει το όνομα «κάνε το θηρίο να πεινάσει μέχρι θανάτου», που σημαίνει αντί να προχωράς σε άμεσες περικοπές στις κοινωνικές υπηρεσίες ή στην εκπαίδευση είναι καλύτερα να περικόπτεις αρχικά τους φόρους οδηγώντας σε επιδείνωση των δημοσιονομικών προβλημάτων και, εν συνεχεία, να υποστηρίζεις εμφατικά και πειστικά πως δεν υπάρχει εναλλακτική έναντι των περικοπών. Αυτή είναι μια κεντρική στρατηγική προκειμένου να οικοδομούνται συμμαχίες υπέρ των περικοπών στο κοινωνικό κράτος.
Σε οποιαδήποτε περίπτωση, ενώ αυτές οι συμμαχίες κατασκευάζονται, οι πλούσιοι προτιμούν να δανείζουν το κράτος παρά να του πληρώνουν φόρους. Αντικαθιστώντας τους φόρους με ομόλογα κερδίζουν τόκους και έχουν τη δυνατότητα να τα ανταλλάσσουν προς όφελός τους. Έχουμε, λοιπόν, να κάνουμε με ένα παιχνίδι win-win για τους πλούσιους.
Θέση 5 Η περικοπή φόρων αποτελεί ένα εντελώς αναποτελεσματικό εργαλείο πολιτικής κατά τη διάρκεια μιας ύφεσης. Ο λόγος είναι πως οι πολλαπλασιαστές των κυβερνητικών δαπανών είναι κατά πολύ υψηλότεροι από αυτούς των φόρων. Στις περιόδους ύφεσης ο κόσμος είναι φοβισμένος και είναι πολύ λογικό να αποφασίσει να αποταμιεύσει κάθε περικοπή φόρου ή να πληρώσει κάποιο χρέος μάλλον παρά να δαπανήσει. Η άμεση κυβερνητική δαπάνη είναι κατά πολύ αποτελεσματικότερη –αποδίδει πολύ περισσότερα για κάθε δαπανώμενο ευρώ και αυτό δίνει πρόσθετη αξιοπιστία στη στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ για την αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης και του μετασχηματισμού της παραγωγικής βάσης της οικονομίας.
Μετά το 2008 στις ΗΠΑ, στη Βρετανία και την Ιαπωνία οι ελίτ προτίμησαν την ποσοτική χαλάρωση ως απάντηση στην κρίση αντί μιας επενδυτικής στρατηγικής, που θα χρηματοδοτούταν από μια περισσότερο προοδευτική φορολογία. Η ΕΕ φαίνεται να στρέφεται σε έναν παρόμοιο προσανατολισμό. Δεν είναι δύσκολο να καταλάβουμε γιατί. Οι ελίτ νιώθουν πολύ λιγότερη ανάγκη για το είδος εκείνο του κεϊνσιανισμού που συμπιέζει, έστω και παροδικά, τα κέρδη των πλουσιότερων τμημάτων της κοινωνίας προς όφελος των φτωχότερων προσφέροντας είτε αυξήσεις στις αμοιβές είτε αύξηση των θέσεων εργασίας. Αντίθετα, το εύκολο χρήμα επιτρέπει στους πλούσιους να επενδύουν στον χρηματοπιστωτικό τομέα και, ευρύτερα, σε κερδοσκοπικές παρά σε παραγωγικές δραστηριότητες, αυξάνοντας έτσι τις ανισότητες.
Εν συνόψει, η Αριστερά πρέπει να συνεχίσει να επιχειρηματολογεί υπέρ της άποψης πως η κυβερνητική δαπάνη και η δημόσια επένδυση –και όχι η μείωση των φόρων- συνιστά την πιο αποτελεσματική στρατηγική για την έξοδο από την κρίση.
Θέση 6 Η Αριστερά στην Ελλάδα θα πρέπει να επιμείνει πως η φορολογική μεταρρύθμιση και η διεύρυνση της φορολογικής βάσης είναι κατά πολύ σημαντικότερες από οποιαδήποτε συνολική μείωση φόρων. Ειδικά στη βραχυχρόνια περίοδο η πίεση για δαπάνες, οι οποίες θα αντιμετωπίζουν την ανθρωπιστική κρίση και τις ανάγκες της πραγματικής οικονομίας θα είναι κάτι περισσότερο από επιτακτική. Αυτό δεν αποκλείει μέτρα φορολογικής ανακούφισης για συγκεκριμένες κοινωνικές κατηγορίες, που προσωρινά αδυνατούν να πληρώσουν, αλλά αναμένεται να συμβάλλουν περισσότερο όταν οι γενικές οικονομικές συνθήκες βελτιωθούν.
Η συμμαχία εναντίον των περικοπών του κοινωνικού κράτους δεν μπορεί να οικοδομηθεί πάνω σε μια αντι-φορολογική πλατφόρμα. Δεν μπορεί να επαναλάβει το σύμφωνο που είχαν συνομολογήσει οι κυρίαρχες τάξεις στην Ελλάδα με μεσοστρώματα στη βάση των χαμηλών φόρων, της φοροδιαφυγής, ακόμη και της πλήρους αποφυγής της φορολογίας. Όπως έχουμε υποστηρίξει αλλού, η συμμαχία μπορεί να οικοδομηθεί σε ισχυρότερα θεμέλια. Στην εσωτερική ζήτηση, τη ρευστότητα και την παραγωγική ανασυγκρότηση.
Θέση 7 Μεσοπρόθεσμα η αριστερή στρατηγική εξαρτάται περισσότερο από ένα ισοζύγιο υψηλών φόρων –υψηλών κοινωνικών δαπανών παρά χαμηλών φόρων –χαμηλών κοινωνικών δαπανών. Αυτό προκύπτει από τη θεμελιώδη μας δέσμευση για συλλογικές λύσεις στα συλλογικά προβλήματα. Για να δώσουμε ένα τετριμμένο παράδειγμα, δεν μπορούμε να υποσχεθούμε στον κόσμο σπίτια με πισίνες, αλλά είμαστε υποχρεωμένοι να δουλέψουμε ώστε κάθε δήμος στη Θεσσαλονίκη και στην Αθήνα, όπως και σε κάθε άλλη περιοχή, να διαθέτει μία.
Η θεμελιώδης αυτή δέσμευση στη συλλογικότητα απαιτεί μια έντονη ιδεολογική αντιπαράθεση με τις αξίες του ατομικισμού και του καταναλωτισμού. Είναι δύσκολο να φανταστούμε πως θα μπορούσε η Αριστερά, που υπόσχεται μια συμμαχία για έξοδο από την κρίση, πολύ περισσότερο τη ριζική αλλαγή στην Ελλάδα και τον κόσμο, να αποφύγει αυτή τη μεγάλη σύγκρουση στο πεδίο των αξιών. Οποιαδήποτε υπαναχώρηση μπροστά σε αυτήν την αντιπαράθεση το μόνο που θα φέρει θα είναι η διασπορά έντονων –και δίκαιων- αμφιβολιών για τη συνολική μας σοβαρότητα.
Το κεντρικό σύνθημα «να πληρώσουν την κρίση οι πλούσιοι και το κεφάλαιο» είναι άμεσα συναρτημένο με αυτό, όπως επίσης και η πρωταρχικότητα που απέκτησε, από την εποχή της παρουσίασης του προγράμματος, την άνοιξη του 2012, η θεσμική πρόταση για το περιουσιολόγιο ως βασικού εργαλείου οποιασδήποτε πραγματικά ριζοσπαστικής -και αποτελεσματικής ταυτόχρονα- παρέμβασης μιας κυβέρνησης της Αριστεράς.
Σήμερα, μάλιστα, είναι ακόμη περισσότερο εμφανής αυτή η αναγκαιότητα στο μέτρο που η έκταση της ανθρωπιστικής κρίσης και η επιτακτικότητα της ανθρωπιστικής αποκατάστασης από την πρώτη στιγμή της πολιτικής ανατροπής κάνει sine qua non προϋπόθεση μια μεγάλη επίθεση στο συσσωρευμένο πλούτο. Άλλωστε και ιστορικά έχει αποδειχτεί πως δεν μπορεί να γίνει αλλιώς η περίπτωση Ρούζβελτ, πολύ μετριοπαθέστερη και καθόλου αντικαπιταλιστική σχετικά με τη σημερινή ριζοσπαστική Αριστερά, βεβαιώνει καλύτερα από οποιαδήποτε άλλη του λόγου το αληθές. Γι’ αυτό όσοι και ανάμεσά μας θεωρούν πως μια κυβέρνηση της Αριστεράς θα σημαίνει μείωση των φόρων γενικώς ή απαλλαγή του συνόλου σχεδόν του πληθυσμού από φορολογικά βάρη δεν κατανοούν θεμελιώδη στοιχεία της κατάστασης.
Η ασάφεια θα πληρωθεί
Ως προς αυτό δεν επιτρέπεται καμία σύγχυση. Η θέση μας θα πρέπει να είναι απολύτως καθαρή. Οποιαδήποτε ασάφεια θα πληρωθεί πολύ ακριβά κατά την εφαρμογή του κυβερνητικού προγράμματος. Ως συμβολή σε αυτήν την αναγκαία αποσαφήνιση καταθέτουμε τις παρακάτω θέσεις.
Θέση 1 Η μείωση της φορολογίας και/ή η εφαρμογή λιγότερο προοδευτικής φορολογίας (επιχειρήσεων και ατομικού εισοδήματος), στη διάρκεια των δύο δεκαετιών που προηγήθηκαν της κρίσης, στις περισσότερες χώρες του ΟΟΣΑ συνεισέφεραν καθοριστικά στην αύξηση του δημόσιου χρέους και την όξυνση των δημοσιονομικών προβλημάτων. Η ιδέα πως ήταν οι κοινωνικές πιέσεις, τα συνδικάτα ή οι «συντεχνίες» εν γένει που προκάλεσαν τη δημοσιονομική κρίση του κράτους δεν αντέχει στοιχειωδώς στον έλεγχο της πραγματικότητας. Η νεοφιλελεύθερη περίοδος κατεξοχήν χαρακτηρίστηκε από συγκριτικά αδύναμα συνδικάτα, μικρότερη συμμετοχή των φτωχότερων τάξεων στην εκλογική διαδικασία, πολύ λιγότερες απεργίες και προχωρημένη απομείωση του κοινωνικού κράτους.
Θέση 2 Η άποψη, την ίδια περίοδο, πως η μείωση της φορολογίας και/ή η εφαρμογή λιγότερο προοδευτικής φορολογίας θα βοηθούσε στη βελτίωση της παραγωγικότητας δεν υποστηρίζεται, κατά κανένα τρόπο, τόσο στην θεωρία όσο και από τα αντικειμενικά δεδομένα. Όπως το έθετε ο ύστερος liberal οικονομολόγος John Kenneth Galbraith καιρό πριν, τότε που ο όρος liberal ή σοσιαλδημοκράτης είχε ακόμη κάποιο νόημα, η ιδέα πως τα σκληρά εργαζόμενα επιχειρηματικά στελέχη θα αποτρέπονταν από την σκληρή προσπάθεια όσο δεν εφαρμόζονταν μειώσεις στους οριακούς φορολογικούς συντελεστές είναι πραγματικά για γέλια. Στην ορθόδοξη θεωρία οι φόροι είναι προβληματικοί (distortionary), εξ υποθέσεως - η ύπαρξή τους καθεαυτή διαταράσσει τη διαδικασία των ατομικών αποφάσεων. Στην πραγματικότητα η φορολογική ελάφρυνση των πλουσίων φαίνεται να έχει πολύ δραστικότερες επιπτώσεις στην προσπάθεια των φτωχών παρά των πλούσιων. Παρόλα αυτά οι νεοφιλελεύθερες φορολογικές περικοπές έχουν επικεντρωθεί στους πρώτους παρά στους δεύτερους.
Όπως και νάχει, πάντως, τα μικροοικονομικά οφέλη από τη μείωση των φόρων είναι συνήθως εντελώς δεύτερης τάξης. Αυτό που γνωρίζουμε σήμερα είναι πως δεν υπήρξε, τα τριάντα χρόνια πριν από το 2008, σημαντική άνοδος της παραγωγικότητας που να οφείλεται σε χαμηλότερους φόρους ή σε οποιαδήποτε άλλη από τις νεοφιλελεύθερες συνταγές, οι οποίες, ωστόσο, είχαν προταθεί ακριβώς για να επιτύχουν αυτό.
Θέση 3 Η μείωση της φορολογίας και/ή η εφαρμογή λιγότερο προοδευτικής φορολογίας έχουν συμβάλλει τα μέγιστα στην ραγδαία άνοδο των ανισοτήτων, όπως έχει τεκμηριωθεί μέσα από την δουλειά πλείστων όσων οικονομολόγων –συχνά, κάθε άλλο παρά μαρξιστών. Το τελευταίο βιβλίο του Thomas Piketty είναι το πιο πρόσφατο παράδειγμα.
Αυτές υποστηρίζονται από τους πλούσιους και ισχυρούς απλώς γιατί τους κάνουν πιο πλούσιους και πιο ισχυρούς. Οι φορολογικοί παράδεισοι, η φοροδιαφυγή και η φοροκλοπή στηρίζονται από τις συγκεκριμένες συντεχνίες –να πού ταιριάζει κατεξοχήν ο όρος- για όμοιους λόγους και με όμοια αποτελέσματα.
Θέση 4 Η μείωση της φορολογίας και/ή η εφαρμογή λιγότερο προοδευτικής φορολογίας ακόμη ασκούν διαρκή πίεση στις κυβερνήσεις προκειμένου να αναλαμβάνουν όλο και περισσότερες περικοπές στις δημόσιες δαπάνες και ιδίως σε εκείνες τις δαπάνες που είναι περισσότερο χρήσιμες στους εργαζόμενους και τους φτωχούς. Στις ΗΠΑ αυτή η στρατηγική έχει το όνομα «κάνε το θηρίο να πεινάσει μέχρι θανάτου», που σημαίνει αντί να προχωράς σε άμεσες περικοπές στις κοινωνικές υπηρεσίες ή στην εκπαίδευση είναι καλύτερα να περικόπτεις αρχικά τους φόρους οδηγώντας σε επιδείνωση των δημοσιονομικών προβλημάτων και, εν συνεχεία, να υποστηρίζεις εμφατικά και πειστικά πως δεν υπάρχει εναλλακτική έναντι των περικοπών. Αυτή είναι μια κεντρική στρατηγική προκειμένου να οικοδομούνται συμμαχίες υπέρ των περικοπών στο κοινωνικό κράτος.
Σε οποιαδήποτε περίπτωση, ενώ αυτές οι συμμαχίες κατασκευάζονται, οι πλούσιοι προτιμούν να δανείζουν το κράτος παρά να του πληρώνουν φόρους. Αντικαθιστώντας τους φόρους με ομόλογα κερδίζουν τόκους και έχουν τη δυνατότητα να τα ανταλλάσσουν προς όφελός τους. Έχουμε, λοιπόν, να κάνουμε με ένα παιχνίδι win-win για τους πλούσιους.
Θέση 5 Η περικοπή φόρων αποτελεί ένα εντελώς αναποτελεσματικό εργαλείο πολιτικής κατά τη διάρκεια μιας ύφεσης. Ο λόγος είναι πως οι πολλαπλασιαστές των κυβερνητικών δαπανών είναι κατά πολύ υψηλότεροι από αυτούς των φόρων. Στις περιόδους ύφεσης ο κόσμος είναι φοβισμένος και είναι πολύ λογικό να αποφασίσει να αποταμιεύσει κάθε περικοπή φόρου ή να πληρώσει κάποιο χρέος μάλλον παρά να δαπανήσει. Η άμεση κυβερνητική δαπάνη είναι κατά πολύ αποτελεσματικότερη –αποδίδει πολύ περισσότερα για κάθε δαπανώμενο ευρώ και αυτό δίνει πρόσθετη αξιοπιστία στη στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ για την αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης και του μετασχηματισμού της παραγωγικής βάσης της οικονομίας.
Μετά το 2008 στις ΗΠΑ, στη Βρετανία και την Ιαπωνία οι ελίτ προτίμησαν την ποσοτική χαλάρωση ως απάντηση στην κρίση αντί μιας επενδυτικής στρατηγικής, που θα χρηματοδοτούταν από μια περισσότερο προοδευτική φορολογία. Η ΕΕ φαίνεται να στρέφεται σε έναν παρόμοιο προσανατολισμό. Δεν είναι δύσκολο να καταλάβουμε γιατί. Οι ελίτ νιώθουν πολύ λιγότερη ανάγκη για το είδος εκείνο του κεϊνσιανισμού που συμπιέζει, έστω και παροδικά, τα κέρδη των πλουσιότερων τμημάτων της κοινωνίας προς όφελος των φτωχότερων προσφέροντας είτε αυξήσεις στις αμοιβές είτε αύξηση των θέσεων εργασίας. Αντίθετα, το εύκολο χρήμα επιτρέπει στους πλούσιους να επενδύουν στον χρηματοπιστωτικό τομέα και, ευρύτερα, σε κερδοσκοπικές παρά σε παραγωγικές δραστηριότητες, αυξάνοντας έτσι τις ανισότητες.
Εν συνόψει, η Αριστερά πρέπει να συνεχίσει να επιχειρηματολογεί υπέρ της άποψης πως η κυβερνητική δαπάνη και η δημόσια επένδυση –και όχι η μείωση των φόρων- συνιστά την πιο αποτελεσματική στρατηγική για την έξοδο από την κρίση.
Θέση 6 Η Αριστερά στην Ελλάδα θα πρέπει να επιμείνει πως η φορολογική μεταρρύθμιση και η διεύρυνση της φορολογικής βάσης είναι κατά πολύ σημαντικότερες από οποιαδήποτε συνολική μείωση φόρων. Ειδικά στη βραχυχρόνια περίοδο η πίεση για δαπάνες, οι οποίες θα αντιμετωπίζουν την ανθρωπιστική κρίση και τις ανάγκες της πραγματικής οικονομίας θα είναι κάτι περισσότερο από επιτακτική. Αυτό δεν αποκλείει μέτρα φορολογικής ανακούφισης για συγκεκριμένες κοινωνικές κατηγορίες, που προσωρινά αδυνατούν να πληρώσουν, αλλά αναμένεται να συμβάλλουν περισσότερο όταν οι γενικές οικονομικές συνθήκες βελτιωθούν.
Η συμμαχία εναντίον των περικοπών του κοινωνικού κράτους δεν μπορεί να οικοδομηθεί πάνω σε μια αντι-φορολογική πλατφόρμα. Δεν μπορεί να επαναλάβει το σύμφωνο που είχαν συνομολογήσει οι κυρίαρχες τάξεις στην Ελλάδα με μεσοστρώματα στη βάση των χαμηλών φόρων, της φοροδιαφυγής, ακόμη και της πλήρους αποφυγής της φορολογίας. Όπως έχουμε υποστηρίξει αλλού, η συμμαχία μπορεί να οικοδομηθεί σε ισχυρότερα θεμέλια. Στην εσωτερική ζήτηση, τη ρευστότητα και την παραγωγική ανασυγκρότηση.
Θέση 7 Μεσοπρόθεσμα η αριστερή στρατηγική εξαρτάται περισσότερο από ένα ισοζύγιο υψηλών φόρων –υψηλών κοινωνικών δαπανών παρά χαμηλών φόρων –χαμηλών κοινωνικών δαπανών. Αυτό προκύπτει από τη θεμελιώδη μας δέσμευση για συλλογικές λύσεις στα συλλογικά προβλήματα. Για να δώσουμε ένα τετριμμένο παράδειγμα, δεν μπορούμε να υποσχεθούμε στον κόσμο σπίτια με πισίνες, αλλά είμαστε υποχρεωμένοι να δουλέψουμε ώστε κάθε δήμος στη Θεσσαλονίκη και στην Αθήνα, όπως και σε κάθε άλλη περιοχή, να διαθέτει μία.
Η θεμελιώδης αυτή δέσμευση στη συλλογικότητα απαιτεί μια έντονη ιδεολογική αντιπαράθεση με τις αξίες του ατομικισμού και του καταναλωτισμού. Είναι δύσκολο να φανταστούμε πως θα μπορούσε η Αριστερά, που υπόσχεται μια συμμαχία για έξοδο από την κρίση, πολύ περισσότερο τη ριζική αλλαγή στην Ελλάδα και τον κόσμο, να αποφύγει αυτή τη μεγάλη σύγκρουση στο πεδίο των αξιών. Οποιαδήποτε υπαναχώρηση μπροστά σε αυτήν την αντιπαράθεση το μόνο που θα φέρει θα είναι η διασπορά έντονων –και δίκαιων- αμφιβολιών για τη συνολική μας σοβαρότητα.
Χρήστος Λάσκος, Ευκλείδης Τσακαλώτος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου