23 Φεβρουαρίου 2015

ΜΕΘΥΣΜΕΝΕΣ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΑΠ΄ΤΑ ΜΠΑΡ ΤΗΣ ΜΠΑΡΜΠΑΡΙΑΣ...


Ένα βράδυ, στο Teranga-bar στο Ντακάρ, τάχε πιεί για καλά. Βρήκε πάτο.
Έπινε ουίσκια “μαύρα”, χωρίς νερό και πάγο.
-Να μη ξεπιάσει η “σεντίνα” (η αντλία).  Έλεγε, και τάπινε απανωτά.
Λύθηκε η γλώσσα του. Τον είδα σαν να δάκρυσε λίγο. Μου εμπιστεύθηκε ότι ήθελε πια να ξεμπαρκάρει.
-Διώξε τις πουτάνες από το τραπέζι μας. Θέλω νάμαστε μόνοι.
Όταν κλείνω τα μάτια μου, ονειρεύομαι το βαρκάκι μου στο χωριό μου, κι ότι ψαρεύω στα “ρέζικα ” (πυθμένας με ξέρες και βράχια), σπάρους και τσέρουλες.
Κάθε που κλείνω τα μάτια μου το ίδιο όνειρο. Το βαρκάκι μου και το χωρίο μου.
Γέλασα μέσα μου, σκέφθηκα ότι μάλλον δεν θα συνέβαινε αυτό, τα επόμενα πενήντα χρόνια.
Ήταν ψαράς ανεμοτρατάρης ως το κόκαλο. Ναι θα πήγαινε στο χωριό του, στο βαρκάκι του, και το πολύ σε δέκα μέρες θα έφευγε πάλι για τον Ατλαντικό.
Στα βαπόρια του, και στα πληρώματά του, που ήταν τα παιδιά του.
Ένα άλλο ξημέρωμα, μπήκαμε παρέα, στο λιμάνι του Κόνακρυ (Γουινέα), να πάρουμε πετρέλαια. Πριν καλά-καλά δέσουμε, μ΄άρπαξε από το μανίκι.
-Έλα μαζί μου. Έχουμε είκοσι μέρες στο πέλαγος.
Θα σε πάω κάπου να “μαϊνάρουμε από το μπότζι” (να χαλαρώσουμε απτήν θάλασσα).
Θα μείνουμε λίγες ώρες, βιάσου…. Μπήκαμε στο Ramadu, ένα κωλόμπαρο (ένα κοντέινερ σκουρια-σμένο με στέγη από καλάμια για να δείχνει Αφρικάνικο).
Μια φωτεινή επιγραφή “Ramadu Bar” Girls τρεμόσβηνε στην πρωινή άχνα του λιμανιού.
Μια Λιβανέζα γριά παλιοπουτάνα, η Ζιζέλ, με τις βυζάρες απ΄έξω.
Φίλη του Κυριαζή απ΄τα παλιά. H κωλόγρια, που κρατούσε το μαγαζί, πουλούσε αλκόλ, χασίσι και πουτάνες, στους ναυτικούς. Το άρωμα της μαζί με την μυρουδιά του ιδρώτα της, μούφερνε ναυτία. Ένας ανεμιστήρας στη γωνία, μας φύσαγε καυτό αέρα, μαζί με τα αρώματα της Ζιζέλ.
Βάλε και τα δικά μας αρώματα που ήταν πετρέλαιο, μουτζούρα, και ψαρίλα, όλα μαζί.
Κάτσαμε στην άκρη του μπάρ. Στην άλλη άκρη, πέντε μαύρες, προσπαθούσαν να ξελιμπάρουν το μυαλό τους από την βραδινή μαστούρα. Ούτε που μας είδαν.
Ήρθε η Ζιζέλ, με το βυζί απ΄έξω. Τα δόντια της ήταν κόκκινα απ΄το κραγιόν.
-Ετικέτα Νέγκρα Κάπτεν? (μαύρο ουίσκι).
– Ουί, Ετικέτα Νέγκρα, απάντησε….
Ο Κυριαζής άρχισε πρωί-πρωί, με τρία ουίσκια απανωτά.  Στα επόμενα, βρήκε τον πάτο γρήγορα και μέσα στο μεθύσι του, άρχισε να μου λέει την ιστορία της Ζιζέλ.
-Πιτσιρίκα ακόμα, το μουνί της το δούλεψε έξυπνα.
Τριόροφη οικοδομή είχε στην Ρούε Ντε Γιουσμάν, στο Παρίσι.
 Έκανε ένα γάμο όταν ήταν νέα με ένα Πορτουγέζο Μηχανικό καραβίσιο, που την παράτησε με ένα παιδί.
Το αγοράκι, ημερών ακόμα το έδωσε σε ένα ίδρυμα στην Μασσαλία. Το υιοθέτησε ένας Γάλλος πρώην λεγεωνάριος, που είχε δυο-τρία καμπαρέ στο λιμάνι. Όταν πήγε στο ίδρυμα, το αγοράκι ήταν τριών ετών, έκοψε ένα λουλουδάκι από τον κήπο, και του τόδωσε.
Ο Λεγεωνάριος  γονάτισε, έκλαψε, το αγκάλιασε, το φίλησε και το πήρε. Το αγόρι μεγάλωσε μέσα στο μπουρδέλο και δεκάξι χρονώ, είχε πουτάνα στο δρόμο, που έκανε πιάτσα για την πάρτη του. Δούλευε το στιλέτο, όπως δουλεύεις εσύ την σαϊτα στο δίχτυ.
Η Ζιζέλ βρήκε τον γιό της μετά από χρόνια, αλλά δεν σμίξανε ποτέ. Την βλέπεις, είναι γεννημένη πουτάνα, δουλεύει ακόμα, κι ας γέρασε, κι ας είναι φορτωμένη CFA (φράγκα Σενεγαλέζικα).
-Κυριαζή, αυτά μου τα ξανάπες για την Ζιζέλ. Άρχισες να ξεχνάς. Πες μου για σένα. 
Λένε στα βαπόρια, ότι αυτό είναι το τελευταίο σου μπάρκο. Ότι θα δώσεις το “Σπύρος Κ“ να το καπτανέψει ο γαμπρός σου ο Καπτάν-Γιάννης. Ότι δεν θα ξαναγυρίσεις στην Αφρική.
Πές μου είναι αλήθεια!
Δεν μπορούσα να σκεφθώ τον Ατλαντικό, χωρίς τον Κυριαζή.
Αν έφευγε, θα τα παρατούσα και εγώ, δεν θα άντεχα τον ωκεανό.
Ήταν για μένα ο δάσκαλός μου, ο πατέρας  μου, η οικογένειά μου. Εκεί στην μέση του Ωκεανού, ένιωθα την παρουσία του πίσω στην προπελιά μου. Ένιωθα σαν τον μαθητή που πάει στο σχολειό. Είχα τον Κυριαζή στο ραδιοτηλέφωνο, κάτι να μου λέει, κάτι να μαθαίνω κάθε μέρα. Είχα ένα τετράδιο και έγραφα, έγραφα. Οι κουβέντες του λίγες, αλλά πολύτιμες σαν χρυσός.
Τον είδα σα να μπλοκάρισε λίγο, σαν να έκανε “ανάποδη προπελιά”.
Αλλά σε μένα δεν δεν μπορούσε να μην απαντήσει.
-Στο είπα κι άλλες φορές. Ο καλύτερος τόπος για να πεθάνεις είναι το πέλαγος, και όχι στο Νοσοκομείο με σωληνάκια. Και να με φουντάρουν στις πεντακόσιες οργιές, να δω τον πάτο. Απ΄τον πάτο της θάλασσας έκανα τα σπίτια και τα βαπόρια, στον πάτο θέλω να ξεκουραστώ.
-Αστα αυτά τώρα Καπτάν-Κυριαζή, δεν θέλω να ακούω τέτοια. Εσύ έχεις πεθάνει πολλές φορές στα πέλαγα, δεν ξαναπεθαίνεις.
Δεν μ΄απάντησες όμως για αυτά που λένε στα βαπόρια.
-Είναι μαλάκες. Βλέπω φίλους μου καπετανέους που γερνάνε και παραιτούνται.
Που ξεμπαρκάρουν, που φεύγουν απτήν θάλασσα. Και μετά μαραζώνουν, πατώνουν.
Εγώ όσο γερνάω επιταχύνω. Βάζω πιο πολλές στροφές στη μηχανή. Επειδή τα χρόνια μου πέρασαν, γκαζώνω για να ζήσω πιο πολλές “πεσκάδες”. (ψαριές) 
Η αλμύρα του πελάγους είναι  σαν το “μαύρο”. Μπαίνει στις φλέβες σου. Έχω χιλιάδες μίλια ακόμα να αρμενίσω. Γράφτο αυτό να το θυμάσαι, δεν θα ξεμπαρκάρω ποτέ. Μην φοβάσαι, θα είμαι πίσω στην προπελιά σου, για πολλά χρόνια.
-Αυτό ήθελα ν΄ακούσω Καπτάν-Κυριαζή, ότι θάσε πίσω στην προπελιά μου για πολλά χρόνια.
, ναι..στο υπόσχομαι. Δεν την χόρτασα μωρέ την Θάλασσα, δεν την χόρτασα.
Εγώ δεν χόρταινα να τον ακούω. Προσπαθούσα να κρατώ όσα πιο πολλά μπορούσα μέσα στο μυαλό μου, να τα διηγούμαι κάποτε στα παιδιά μου και ίσως κάποτε και στα εγγόνια μου.
Ήταν ένα σπάνιο είδος Άντρα.


 Τάκης Σιμσιρίκης

Ο Τ.Σιμσιρίκης είναι ένας γνωστός Αλεξανδρουπολίτης επιχειρηματίας.
Πολλοί γνωρίζουν ότι έφαγε τη ζωή του στη θάλασσα, στα "ψαράδικα".
Ακόμη λιγότεροι όμως γνωρίζουν ότι έχει το χάρισμα να αποδίδει με τον γραπτό του λόγο
φωτογραφίες των αναμνήσεών του και το εμπειριών του.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου