Θεοπούλα Γκαιδατζή
(φιλόλογος)
«Μπαμπά μου, μη τα λες αυτά τα λόγια, σε παρακαλώ! Έχεις μικρό παιδί, δεν πρέπει να μιλάς έτσι, καταλαβαίνεις;
Η φωνούλα της εννιάχρονης κορούλας μου πνίγηκε στα αναφιλητά και τους λυγμούς… Κι εγώ δεν μπόρεσα να αρθρώσω άλλη λέξη, γιατί με παρέσυρε το απελπισμένο της κλάμα σε λυγμούς! Έκλαιγα και ντρεπόμουν για όσα συνέβαιναν! Είχα πει τρομακτικά και απαίσια λόγια! Η Εύχαρις , το εύθραυστο κοριτσάκι μου, με είχε αγκαλιάσει σφιχτά από το λαιμό και συγκλονιζόταν ολόκληρο! Λες και προσπαθούσε με τα μικρά της χεράκια να με κρατήσει σε αυτό τον κόσμο!
Τι χάλια ήταν αυτά με μένα; Ήθελα να αυτοκτονήσω, εγώ ένας σαράντα τριών χρόνων εκπαιδευτικός, πατέρας ενός κοριτσιού. Η μάνα του, η πολυαγαπημένη μου Ζωή , η δικιά μου Εύα, η ζωή μου όλη, μου το άφησε ορφανό να το μεγαλώνω μόνος μου, χωρίς αυτήν! Ναι, είχα κάνει απόπειρα για το απονενοημένο και τώρα στην κλινική φώναζα πως δε θέλω άλλο να ζήσω, ήθελα η ζωή μου να τελειώσει το γρηγορότερο!
Μόλις δυόμιση χρόνια την έζησα τη Ζωίτσα μου, τα καλύτερα όλης της ζωής μου! Ήμασταν ερωτευμένοι, ψυχή τε και σώματι! Άργησα να τη βρω, στα τριάντα δυο μου τη γνώρισα και άλλαξε όλη μου τη ζωή.
-Άντε, πού ήσουν και κρυβόσουν τόσα χρόνια, της είπα και την αγάπησα πολύ. Είχαν περάσει κάποιες σχέσεις πιο μπροστά από τη ζωή μου, αλλά δε με είχαν αγγίξει. Με τη Ζωή με χτύπησε κατακούτελα ο Έρωτας! Κι εκείνη παθιάστηκε μαζί μου, την παρέσυρε κι ο δικός μου ενθουσιασμός. Στο χρόνο επάνω κάναμε το γάμο μας και σε εύλογο χρόνο ήρθε και ο καρπός της αγάπης μας, η χαριτωμένη μας Εύχαρις! Τώρα είχα δυο «γυναίκες» να αγαπάω! Ποιος στη χάρη σου, μου λέγανε όλοι!
Τίποτε δε μαρτυρούσε τη συμφορά που με περίμενε! Ότι θα ανέβαινα στον έβδομο ουρανό και σύντομα θα έκανα βουτιά στο γκρεμό! Η ζωή είναι αγρίως απίθανη! Η δυστυχία ήρθε χωρίς να με προετοιμάσει σταλιά… Μου τράβηξε το χαλί την ώρα που χόρευα ανέμελος και μεθυσμένος από το κρασί της ζωής…
Μια νύχτα, γύρω στις τρεις τα ξημερώματα αναρωτήθηκα γιατί η Ζωή δεν σηκώνεται να φροντίσει το μωρό που πάντα κλαψούριζε τέτοια ώρα. Την έσπρωξα απαλά μια και δυο και τρεις… και πετάχτηκα ξαφνικά επάνω με φρίκη ! Πολύ βαρύ το σώμα της. Καμιά ανταπόκριση… Ααααα! Δεν θέλω να ανακαλώ εκείνες τις φρικτές στιγμές…
Οι γιατροί είπαν ανεύρυσμα! Αυτό σκότωσε τη γυναίκα μου, τη δική μου Ζωίτσα, τη μανούλα της κόρης μου! Ήταν κεραυνός εν αιθρία, ήταν κάτι που αρνιόμουν να δεχτώ, να πιστέψω , να συμβιβαστώ! Το χτύπημα αυτό έφερε ασήκωτο πένθος και θλίψη! Αυτή έφερε την κατάθλιψη και τους αυτοκτονικούς ιδεασμούς! Από κει και μετά το μόνο που σκεφτόμουν ήταν ο θάνατος, η ζωή μού ήταν εντελώς αδιάφορη και δυσάρεστη.
Η καινούρια πραγματικότητα ήταν πως ένα μωρό πέντε μηνών εξακολουθούσε να χρειάζεται άγρυπνη φροντίδα νύχτα και μέρα. Ο μόνος γονιός που είχε η Ζωή, ο πατριός της, ζούσε σε γηροκομείο τετρακόσια χιλιόμετρα μακριά μας. Η μάνα της είχε φύγει από τη ζωή πριν χρόνια. Οι γονείς μου ήρθαν κι έμειναν κοντά μου αμέσως από το ακριτικό τους νησί. Εγκαταστάθηκαν στο σπίτι μου για να με βοηθήσουν στο μεγάλωμα του παιδιού.
Καλό για το παιδί μου, κακό για μένα, γιατί μου άφηνε περιθώριο να φλερτάρω την ιδέα της φυγής, αφού ένιωθα πως το μωρό ήταν εξασφαλισμένο ως προς τη φροντίδα του. Οι γονείς μου φρόντιζαν κι εμένα, ωστόσο αυτό που είχα χάσει δεν μπορούσαν να το αντικαταστήσουν. Οι κρίσεις πανικού άρχισαν να γίνονται όλο και πιο τακτές και η κατάθλιψη σαν μαύρος λύκος είχε κάνει μέσα μου τη φωλιά του.
Ήταν πολύ επώδυνο να ζω και να εργάζομαι έτσι, ένιωθα πόσο κακό και λάθος ήταν αυτό που συντηρούσα και αγωνιζόμουν να το αποτινάξω. Υποκρινόμουν, προσποιούμουν, έπαιζα το ρόλο του γενναίου που ξεπέρασε την απώλεια! Στην πραγματικότητα τον περισσότερο καιρό ένιωθα μέσα μου απέραντη μοναξιά, πελώρια αγανάκτηση και οργή για την αδικία που μου έλαχε. Δεν είχα μάτια να κοιτάξω την ευτυχία των άλλων, μεγάλωνε ο πόνος μου. Σε κάποιους που τόλμησαν να με συμβουλέψουν να ξαναφτιάξω τη ζωή μου, όταν πέρασαν δυο τρία χρόνια από το θάνατο της Ζωής μου, έκοψα την καλημέρα. Τους θεώρησα εχθρούς μου.
Εγώ είχα πια κλείσει τον κύκλο της πραγματικής μου ύπαρξης στον κόσμο αυτό, ζούσα πλέον από καθήκον, δεν είχα αφήσει περιθώρια να χαίρομαι, να γελώ με την ψυχή μου, να απολαμβάνω αυτά που ξετυλίγονταν στη ζωή μου. Έπρεπε να παρατείνω την ύπαρξή μου με συμβατικό τρόπο, από υποχρέωση, για το χατίρι του παιδιού που έμεινε στα χέρια μου. Καμιά φορά περνούσε από το μυαλό μου να κόψω το νήμα της ζωής του και μετά το δικό μου. Να γλιτώσει το παιδί που δε γνώρισε τη μάνα του, να γλιτώσω κι εγώ! Αλλά ευτυχώς αυτές οι παράλογες σκέψεις ήταν φευγαλέες. Ποτέ μου δεν τις ομολόγησα σε κανέναν, τις έκρυβα με επιμέλεια μέσα μου! Θα με έκλειναν αλυσοδεμένο σε κλινική το δίχως άλλο!
Και να που στα σαράντα τρία μου πια, έντεκα χρόνια μετά τον αθέλητο αποχωρισμό μου από την αγαπημένη μου, έκανα την πρώτη μου απόπειρα. Τότε αποκαλύφθηκε στον περίγυρό μου το δράμα που κουβαλούσα μέσα μου, το μαύρο σκοτάδι που είχε σκεπάσει τη ζωή μου.
Δεύτερη μέρα στο νοσοκομείο, ο κίνδυνος είχε περάσει για το σώμα μετά την απόπειρα, αλλά η ψυχή μου κουβαλούσε τις πληγές της ανοιχτές. Καλύτερα να είχα «φύγει», κρίμα που δεν πέτυχε, σκεφτόμουν καθώς κατάπινα τη ντροπή να αντικρίζω την αποδοκιμασία της κοινωνίας. Θα το πετύχω την επόμενη φορά, θα κρυφτώ καλύτερα σκεφτόμουν.
Μα , λογάριαζα μόνος μου! Το σπαρακτικό κλάμα του τρομαγμένου μου παιδιού, όταν ήρθε με τους γονείς μου στο νοσοκομειακό θάλαμο, το τράνταγμά του καθώς μ΄ αγκάλιαζε προστατευτικά και με παιδική απόγνωση, τα απίστευτά του λόγια, μου χαστούκισαν τη συνείδηση και με ξύπνησαν από το λήθαργο της λιποταξίας. Ένιωσα έντονα πόσο απαραίτητος είμαι για την κορούλα μου και τους κοντινούς μου ανθρώπους. Αποφάσισα να δεχτώ κάθε είδους βοήθεια ώστε να κάνω ένα νέο ξεκίνημα στη στάση μου απέναντι στη ζωή
Δίπλα μου στάθηκαν φιλότιμοι γιατροί που με έβαλαν σε έναν κλοιό συμβουλευτικής και φαρμάκων, όπως γίνεται σε τέτοιες περιπτώσεις. Μέρα με τη μέρα το άρρωστο κλίμα μέσα μου άλλαζε.
Πόσο εγωιστικά λοιπόν σκεφτόμουν ως τότε και δεν το καταλάβαινα; Ήθελα να ξεφορτωθώ τον πόνο μου αμελώντας τον πόνο που η εκούσια φυγή μου θα προκαλούσε στους δικούς μου;
Η αυτοκτονία ισοδυναμεί με δολοφονία των ανθρώπων που σε αγαπούν, διαβάζω σε ένα σχετικό άρθρο. Είχα εγώ ανθρώπους να με αγαπούν; Είχα, αλλά μετά το θάνατο της Ζωής μου δεν μπορούσα να νιώσω την αγάπη κανενός, ούτε των δικών μου, ούτε της κορούλας μου! Εθελοτυφλούσα! Δεν είχα επομένως κίνητρο να συνεχίσω τη ζωή μου! Παρέτεινα έτσι τη δυστυχία μου και το μαρτύριό μου! Όταν δε σε αγαπάει πια κανείς- ή έτσι νομίζεις- δεν έχεις πια λόγο να ζεις, δεν έχεις πια καύσιμα για το όχημα που λέγεται ψυχή και το ταξίδι που λέγεται ζωή. Έτσι ένιωθα τότε!
Σταδιακά, αισθάνθηκα ότι τα τέρατα που είχαν εισβάλει μέσα μου βρήκαν την πόρτα κι ένα-ένα έβγαιναν έξω. Τα έβλεπα να τρέχουν προς το γκρεμό όπως οι δαιμονισμένοι χοίροι στη χώρα των Γεργεσηνών..
Στο πρότερο μακρύ διάστημα της βαριάς μου θλίψης και κατάθλιψης τίποτε δε στέκονταν ικανό να με «λογικέψει». Οι σκοτεινές δυνάμεις είχαν μεγαλύτερη εξουσία μέσα μου. Θυμόμουν συχνά με απορία μεγάλη τον παππού μου που μέχρι τα ενενήντα πέντε του έζησε με μια απίστευτη διάθεση για ζωή. Μια φορά τον είχα ρωτήσει θυμωμένος πού βρίσκει αυτή την εκνευριστική όρεξη να ζει και γιατί δεν θέλει να πεθάνει πια, τόσο γέρος που ήταν και μάλιστα χήρος από τα εβδομήντα του. Τότε εκείνος με κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια και με παιδική απλότητα μου απάντησε με ερώτηση!
-Και γιατί να πεθάνω; Γιατί να βιαστώ πάω στο σκοτάδι του θανάτου; Να σταματήσω να βλέπω κάθε πρωί αυτό τον όμορφο ήλιο; Τα λουλούδια, τα πουλιά, τα παιδιά; Εσάς που αγαπώ; Όσο ο Θεός μου δίνει χρόνια, εγώ χαίρομαι που ζω, παιδί μου!
- Παππού, εγώ νομίζω πως ο Θεός σε ξέχασε εδώ στη γη!
-Και καλά έκανε, απάντησε προς μεγάλη μου έκπληξη ο αιωνόβιος! Εγώ λέω δεν με ξέχασε, Μου κλήρωσε διακοπές! Και όσο με χρειάζονται τα παιδιά μου έχω λόγο να ζω!
Με είχε προβληματίσει η φιλοσοφία του παππού! Τα μισά του χρόνια είχα εγώ, αλλά δεν ήθελα άλλο τη ζωή! Ο κατοστάρης την ήθελε!
Συνειδητοποίησα τότε πως δε ζούμε μόνο για τον εαυτό μας, ζούμε και για τους άλλους! Δεν μπορούμε ελαφρά τη καρδία να σπαταλούμε την προσωπική μας ζωή όπως μας κάνει κέφι! Αν το ξεχάσουμε αυτό θα προκαλέσουμε ένα ντόμινο δυστυχίας, όπου ο ένας θα συμπαρασύρει στον όλεθρο τον άλλο! Ο καθένας που παρηγορείται στη σκέψη μιας εκούσιας λιποταξίας από τη ζωή, αγνοεί πως ή μαζί ευτυχούν οι άνθρωποι ή μαζί πάνε προς τη δυστυχία! Αν αγαπάς τον άνθρωπό σου, τους ανθρώπους σου δε λες εγώ αποχωρώ από το παιχνίδι, βγάλτε τα πέρα μόνοι σας. Εγώ να γλιτώσω και για τους άλλους δε με νοιάζει! Γαία πυρί μιχθείτω!
Σφίγγεις τα δόντια και λες «θα ζήσω για σένα»! Θα αντισταθώ στο μαύρο λύκο με νύχια και με δόντια για σένα παιδί μου, για σένα σύντροφέ μου, για σένα αδερφέ μου, μάνα μου, πατέρα μου, συγγενή μου, φίλε μου, συνάνθρωπέ μου! Δε θέλω να σε αφήσω μόνο στο μυστήριο αυτόν κόσμο. Θα καταπίνω το δάκρυ μου, θα αντικρίζω το φόβο μου, θα αντέχω τον πόνο μου για να πιάνεις το χέρι μου όποτε το χρειαστείς! Δεν το αντέχω να σε αφήσω μόνο στο δρόμο.
Αν φύγω όταν εγώ θελήσω, θα προσφέρω ανακούφιση σε έναν, τον εαυτό μου! Την ίδια στιγμή όμως θα έχω ανοίξει τους ασκούς του πόνου για όσους αφήνω πίσω μου και συνδέονται με μένα.
Έχουν περάσει είκοσι χρόνια από τη ζοφερή μέρα στο νοσοκομείο με την Εύχαρη! Ευτυχώς που επέζησα και σηκώθηκα στα πόδια μου! Είδα το παιδί μου να χαίρεται τα δώρα του στη δική του ζωή! Ευτυχώς δεν το έσκασα από τη ζωή του! Ευτυχώς, είμαι εδώ και μοιράζεται μαζί μου τη χαρά της δικής της μητρότητας πια. Μετά το θάνατο της δικής μητέρας μου, ένα χρόνο μετά την απόπειρά μου, η παρουσία μου έγινε ακόμα πιο σημαντική!
Έπρεπε να είμαι και πατέρας και μάννα στη διπλά ορφανεμένη μου θυγατέρα! Φορούσα πια σταθερά και την ποδιά στην κουζίνα και τις αθλητικές φόρμες και τη «στολή» εργασίας! Ανέλαβα πλήρως την Εύχαρι αλλά και το χήρο πατέρα μου. Δυο χήροι κι ένα ορφανό κορίτσι, κι όμως ζούμε!
Στο κάτω κάτω δεν είμαι ούτε ο πρώτος ούτε ο τελευταίος που στάθηκε άτυχος στη ζωή του! Κάθε άνθρωπος, αν το ψάξεις, έχει στη ζωή του την Κυριακή των Βαϊων αλλά και το Γολγοθά με τη Σταύρωση να βιώσει! Συνήθως αυτά έρχονται μόνα τους, χωρίς να τα προσκαλέσεις. Η Ανάστασή σου όμως θέλει προσπάθεια, αν τη χάσεις είναι γιατί δε θέλησες να βγεις τριήμερος εκ τάφου σαν το Χριστό.
Έχω γνωρίσει τον Κώστα, που έχασε σε τροχαίο τριανταπέντε χρονών τη γυναίκα του και μεγάλωσε τρία παιδιά χωρίς αυτήν. Και σαν να μην έφτανε αυτό, μεγαλώνει τώρα και δυο εγγόνια της χωρισμένης κόρης του. Εβδομήντα πέντε χρόνων, έγινε ο βράχος δυο γενεών. Με εμπνέει αυτός ο άνθρωπος, έχει γίνει ο ήρωας και το παράδειγμά μου. Αφού παλεύει αυτός με τόσο φορτίο στους ώμους του πώς να παραιτηθώ εγώ;
-Μας χρειάζονται τα εγγόνια μας ακόμα! Έχουμε λόγους να είμαστε όρθιοι! Βάστα γερά, Νικολάκη! Μου είπε προχτές και μου έκλεισε το μάτι με νόημα!
Τώρα έχω ετοιμάσει το σπίτι μου να υποδεχτώ την Εύχαρι με τη φαμίλια της. Η παραθαλάσσια πόλη μου προσφέρεται για τις διακοπές των δύο εγγονών μου. Κάθε καλοκαίρι κοντά μου τους έχω.
Θέλω να είμαι στο αεροδρόμιο στις δύο ακριβώς να τους παραλάβω!
Ευτυχώς το τραπέζι το ετοίμασα κιόλας. Σνίτσελ με τηγανητές πατάτες για τον εξάχρονο Νικολή και σπαγγέτι με τυρί για τον τετράχρονο Πάνο.
-Ναι, γιατί άμα φάω μακαρόνια, θα βάλω πολλά γκολ στο γήπεδο! Θα μας πας το απόγευμα παππού;
- Θα σας πάω και θα είμαι στο τέρμα, αγόρι μου, είπα και φόρεσα τα καινούρια μου αθλητικά παπούτσια!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου