5 Νοεμβρίου 2015

Μαμά, πετάω


Μια ανάγλυφη ουλή που έχω στη μέσα πλευρά του κάτω χείλους  μού θυμίζει σαράντα πέντε χρόνια τώρα μια παιδική μου απερισκεψία.
Περίπου δυο ώρες είχαμε το μεσημέρι για φαγητό όταν ήμουν στο δημοτικό σχολείο. Πηγαίναμε σπίτι για μεσημεριανό και ξανά πίσω για μάθημα! Διπλή βάρδια στη δεκαετία του 1960. Καλό για τους γονείς, κακό για τους δασκάλους! Για τα παιδιά; Μεσημβρινό πανηγύρι!
Mια μεγάλη παρέα εμείς τα ξαδέρφια, αγόρια και κορίτσια σαν συμμορία,  παίρναμε το δρόμο για τα σπίτια μας. Aυτό το δίωρο διάλειμμα κάθε μέρα έκρυβε και μια διαφορετική περιπέτεια...
Φεύγοντας από το σχολείο κάναμε μια πρώτη στάση στην αυλή της καλόψυχης και γλυκομίλητης γιαγιάς του Πέτρου του ξαδέρφου μας, της γιαγιάς Μαρίας. Είχε  μια μεγάλη μουριά στη μέση της αυλής της, που από τα τέλη Μαϊου ήταν γεμάτη άσπρα μούρα. Πεινασμένα τα παιδιά σκαρφαλώναμε στα κλαδιά της γέρικης μουριάς και την τρυγούσαμε λαίμαργα.
Μου άρεσε πολύ η αναρρίχηση στα δέντρα, γιατί ανταγωνιζόμουν τα αγόρια και κέρδιζα το σιωπηλό θαυμασμό τους. Ήμουν τολμηρή και ριψοκίνδυνη, αν και χαμηλών τόνων και συνεσταλμένη.  Απολάμβανα επίσης το ύψος. Έτσι, ανέβαινα όσο πιο ψηλά μπορούσα στη μουριά και άραζα σε ένα κλαδί τρώγοντας μούρα και παρατηρώντας  τα άλλα παιδιά.
Τα αγόρια είχαν καθιερώσει  κατάβαση από τη μουριά με τη μέθοδο της κατακόρυφης πτώσης, σαν αλεξιπτωτιστές. Πώς τα κατάφερναν και προσγειώνονταν πάντα στα πόδια τους  χωρίς να χτυπήσουν, δεν μπορούσα να το καταλάβω. Εγώ  πάντα κατέβαινα  δια της πεπατημένης, ένα ένα τα κλαδιά μέχρι να φτάσω στον κορμό , δυο μέτρα ψηλά από το έδαφος. Από  ΄κει  πηδούσα άφοβα, δεν ήταν δα και κατόρθωμα! Το δύσκολο ήταν να πέσω από τα ψηλότερα κλαδιά, τρία μέτρα και πάνω, σαν  τα αγόρια, και μάλιστα να σταθώ στα πόδια μου όρθια.
Κάποια στιγμή μού έγινε εμμονή να δοκιμάσω την πτώση του αλεξιπτωτιστή κι εγώ! Στην αρχή φοβόμουν, σιγά σιγά το ξεπέρασα. Παρατηρούσα πώς έκαναν το salto mortale οι άρρενες της παρέας, πώς ορθοποδούσαν και προετοιμαζόμουν για την πρώτη φορά. Ψυχολογικά κυρίως,  γιατί ως προς την τεχνική χωρίς προπόνηση δε γίνεται … πρωταθλητισμός!
Καλομελέτα κι έρχεται και να που ήρθε η μεγάλη στιγμή της ελεύθερης πτώσης!  Σηκώθηκα όρθια στο κλαδί μου, συγκεντρώθηκα και … έκανα τη βουτιά με στόχο να πέσω στα πόδια μου και να σταθώ ακέραιη στα πόδια μου. Τι έμελε να πάθω ούτε περνούσε από το μυαλό μου!
Για δύο δευτερόλεπτα, όσο ήμουν στον αέρα,  είχα την αίσθηση «ναιιιιι, μαμά πετάωωωωω κι είναι υπέροχααααα!» Αμέσως μετά την  πρόσκρουση του σκάφους στο έδαφος είδα τον ουρανό με τα΄άστρα! Τα πόδια μου πάτησαν κάτω αλλά λύγισαν υπό το βάρος του σώματος και της επιτάχυνσης, με αποτέλεσμα τα γόνατά μου να χτυπήσουν με απίστευτη δύναμη  το κάτω σαγόνι . Τα δόντια μου έκοψαν το χείλος και λίγη γλώσσα. Αισθάνθηκα μιαν έκρηξη  στο κρανίο και αμέσως πλημμύρισε το στόμα μου αίμα που ξεχείλισε. Τα άλλα παιδιά αντιλήφθηκαν την κρίσιμη κατάσταση  και ζήτησαν τη βοήθεια τη γιαγιάς  Μαρίας. Με το που με είδε η καλή γιαγιάκα πανικόβλητη άρχισε να φωνάζει υστερικά.
 
-Aman yavrum, ne oldu sana?  Aman evladim, kan dolusun! Ah allahim, ne yapayim? Αμάν γιαβρί μου, τι έπαθες; Αμάν σπλάχνο μου, γέμισες αίματα! Αχ Θεέ μου, τι να κάνω;
Και δωσ΄του να χτυπάει υστερικά  τις παλάμες της πάνω στις γκαγκαβούζικες φουστάνες της! Ξαφνικά αλλάζει ύφος και γίνεται κακιά μάγισσα. Σαλτάρισε η γυναίκα και με έδιωχνε χωρίς να μου δώσει καμιά πρώτη βοήθεια!
-Def ol burdan,  cabuk manine git. Git dedim, cabuk git! Git git git, def ol dedim sana! Belyanizi versin kademsizler!
Φύγε από ΄δω γρήγορα να πας στη μάνα σου. Φύγε, είπα, φύγε γρήγορα! Φύγε φύγε, φύγε, εξαφανίσου σου είπα! Να σας πάρει και να σας σηκώσει άχρηστα!
 Με άρπαξαν οι καλές μου ξαδερφούλες παραμάσχαλα  και τρεχάτες φτάσαμε στο σπίτι μου που ήταν αρκετά μακριά, 5-6 τετράγωνα πέρα. Είχα την ελπίδα ότι θα εύρισκα τώρα παρηγοριά, μάνα μου ήταν και θα με φρόντιζε! Εμένα μου λες…
 Να με αντικρύσει σ΄αυτό το χάλι η μητέρα  μου και να βάλει μπροστά τη σειρήνα, σαν τη γιαγιά Μαρία! Από τη Σκύλα στη Χάρυβδη βρέθηκα.
- Παλιόπαιδο, τι πήγες κι έκανες πάλι, τι χάλια είναι αυτά, βρε άχρηστη (το συνήθιζε αυτό); Έκλαιγα γοερά κι ανεξέλεγκτα ως  εκείνη τη στιγμή.  Μετά την κατσάδα και το καταχέριασμά της έχασα πια εντελώς τον έλεγχο.
Ερμηνεύω σήμερα τον πανικό της λαϊκής γυναίκας, αλλά ακόμα νιώθω τον πόνο στο στόμα από το απίστευτο χτύπημα και στην ψυχή από τη σκληρότητα των μεγάλων. Έχω την ουλή στο χείλος αλλά και στην ψυχή μια χαρακιά! Η σκληρότητα αφήνει  βαθιά σημάδια πάντα στην παιδική ψυχή! Αν και με αγαπούσε πάρα πολύ, ήταν αμείλικτη μαζί μου στις αταξίες μου. Κατά κανόνα με στρίμωχνε στη γωνιά του κρεβατιού και μου χτυπούσε τα πόδια με τη σιδερένια μασιά της σόμπας φωνάζοντας αγανακτισμένη !
 -Παλιοκόριτσο, παλιόπαιδο, χοντροκέφαλη, πάλι με σύγχυσες! Θα το ξανακάνεις;
Η αυθόρμητη παιδική απάντησή μου ήταν «Δείρε με , χτύπα με κι άλλο, μαμά! Εγώ πάλι θα σε αγαπάωωωωω, γιατί είσαι η μαμά μουυυυ! Πάντα θα σε αγαπάω όσο κι αν με χτυπάς!» Ακόμα ηχούν αυτοί οι διάλογοι στα αυτιά μου μισόν αιώνα μετά και η ψυχή μου σπαράζει, πώς όχι;
Η μαμά πια έχει πετάξει «ένθα ουκ έστι πόνος, ου λύπη, ου στεναγμός»...
.............................................................................
Μαμά, κοίτα με, ακόμα  πετάω! Μαμά πετάω! Γιατί, μαμά,  σ΄ αγαπάω! 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου