20 Σεπτεμβρίου 2016

Η ιστορία της Σεβαστής Κορδώνια (το γένος Αϊβάζη)


Στο τέλος του 1820 ή αρχές του 1821 παντρεύονται ο Βασίλης Κορδώνιας από τον Προφήτη Ηλία, με την Σεβαστή Αϊβάζη (συγγενής των Αϊβάζηδων της Καμαριώτισσας). Ο Βασίλης δουλεύει στο δασαρχείο και στήνουν το νοικοκυριό τους στη Χώρα. Σύντομα η Σεβαστή μένει έγκυος και με ευχάριστη προσμονή το νέο ζευγάρι περιμένει τον ερχομό του καρπού της αγάπης τους.
Έρχονται όμως γεγονότα που δεν τα περίμενε το νεαρό ζευγάρι. Μεσολαβεί η τοπική επανάσταση τον Απρίλιο του 1821 και η εκστρατεία του τουρκικού στόλου την "πρωτοσταυρινιά" (1η Σεπτεμβρίου) του ίδιου χρόνου για την καταστολή της επανάστασης. Οι άνδρες μαζεύονται και αποκεφαλίζονται κατά εκατοντάδες. Οι γυναίκες και τα παιδιά μαζεύονται αλλά με άλλο προορισμό: τα σκλαβοπάζαρα, όπου ο αγοραστής θεωρούσε κτήμα του το εμπόρευμα, αυτό που αγόραζε με τα λεφτά του, τη γυναίκα ή το παιδί.
Ο Βασίλης είχε την τύχη που είχαν όλοι σχεδόν οι άνδρες της Σαμοθράκης. Αποκεφαλίστηκε στον Φκά. Και η Σεβαστή, αν και σε προχωρημένη εγκυμοσύνη και ψυχολογικά ένα ράκος, είχε την τύχη που είχαν όλες οι γυναίκες. Εκείνη μαζί με άλλο "εμπόρευμα" κατέληξε προς πώληση στο παζάρι της Καλλίπολης (ή του Τσανάκ Καλέ) στα Δαρδανέλια. Για όλο το "εμπόρευμα" βρέθηκαν αγοραστές αλλά τη Σεβαστή δεν την αγόραζε κανένας. Ήταν σε άθλια κατάσταση και κανένας Τούρκος δεν ήθελε να δώσει λεφτά για να αγοράσει ένα πρόβλημα.
Χριστιανοί της περιοχής πήγαν στον Δεσπότη και του πρότειναν να αγοράσει και να ελευθερώσει στη συνέχεια τη Σεβαστή. Επειδή όμως δεν ήταν δυνατό να αγοράζουν δούλους οι χριστιανοί απευθείας, έπρεπε να αγοράσει πρώτα ένας τούρκος και στη συνέχεια να την ελευθερώσει ή να την μεταπωλήσει. Επίσης και ο δουλέμπορος βιαζόταν να ξεπουλήσει και έκανε μια καλή έκπτωση. Έτσι η Σεβαστή ελευθερώθηκε αφού εμφανίστηκε, εικονικά και με το αζημείωτο, ως αγοραστής ένας τούρκος. Τα γεγονότα όμως που προηγήθηκαν και ιδιαίτερα ο αποκεφαλισμός του Βασίλη και των άλλων Σαμοθρακιτών δεν έφευγαν δευτερόλεπτο από το μυαλό της. Ταυτόχρονα με την εξαγορά και την ελευθερία της ο Δεσπότης κάλεσε ένα βαρκάρη, του έδωσε το ανάλογο ποσό για να τη μεταφέρει στη Σαμοθράκη. Στην ίδια είπε: "Πήγαινε στην πατρίδα σου και με το καλό να γεννήσεις. Το παιδί να το αναθρέψεις χριστιανικά. Θα είσαι και μάνα και πατέρας του. Αν είναι αγόρι και το θελήσει το ίδιο το παιδί, ας γίνει παππάς, επειδή οι Τούρκοι έσφαξαν όλους τους παππάδες στη Σαμοθράκη".
Ο βαρκάρης μετέφερε τη Σεβαστή στη Σαμοθράκη. Ήταν τέλος του 1821. Παντού υπήρχε η οσμή του θανάτου. Όλα ήταν κατεστραμμένα, πυρπολημένα και οι άνθρωποι σε όλο το νησί μετρημένοι και ο καθένας έκλαιγε για το κακό που τους βρήκε. Πιο πολύ η Σεβαστή έκλαιγε για τους ανθρώπους της, για τον άνδρα της που κάποιο γιαταγάνι του έκοψε το κεφάλι. Έκλαιγε για τις αδελφές της, για τα ανίψια της που πήρανε τον δικό τους δρόμο της αιχμαλωσίας.
Σε λίγο καιρό η Σεβαστή γέννησε ένα χαριτωμένο αγοράκι. Δεν δυσκολεύτηκε να βρει το όνομα που θα του δώσει: Βασίλης, για να της θυμίζει για πάντα τον αδικοχαμένο άνδρα της.
Ο Βασίλης μεγάλωνε και γινόταν χαριτωμένο παιδί. Καθώς σιγά-σιγά άρχισαν να επιστρέφουν κάποιοι, που απελευθερώθηκαν από την αιχμαλωσία, άρχισε να έχει και φίλους. Ιδιαίτερα, κατά μία παράδοση, γνωρίστηκε και συνδέθηκε με τον Γεώργιο που έμελε να γίνει ο νεότερος μάρτυρας, ένας από τους Αγίους Πέντε Μάρτυρες της Σαμοθράκης. Έζησε τις γενναίες αποφάσεις των Μαρτύρων και έμαθε για το μαρτύριο τους στη Μάκρη. Το μαρτύριο αυτό στιγμάτισε τη ζωή του.
Ο Βασίλης πήγε στην Κομοτηνή (Γκιουμουλτσίνα) να μάθει γράμματα επειδή στη Σαμοθράκη δεν υπήρχε δάσκαλος. Εκεί θα έρθει κοντά στην εκκλησία, θα μάθει ψαλτική και την εκκλησιαστική τάξη και αφού παντρευτεί θα χειροτονηθεί στην αρχή διάκος και στη συνέχεια ιερέας. Τοποθετείται στην εκκλησία της Μαρώνειας. Μου έχουν πει ότι στο ιερό της εκκλησίας της Μαρώνειας υπάρχει γραμμένο το όνομα του: ιερέας Βασίλειος Κορδώνιας.
Ήθελε να εκτελέσει την επιθυμία του Δεσπότη της Καλλίπολης (ή Τσανάκ Καλέ) αλλά ήθελε να είναι και κοντά στην πονεμένη μάνα του. Έτσι πήγε και ιεράτευσε στη Σαμοθράκη. Απέκτησε δύο παιδιά, τον Αθανάσιο και τη Μαριώ. Δυστυχώς η παπαδιά του πέθανε πολύ νωρίς , αφήνοντας ορφανά τα δύο μικρά παιδιά του. Ζούσε στον δεύτερο νερόμυλο της Κακιάς Μεριάς τον οποίο και δούλευε.
Ιεράτευσε καλώς επί πολλά χρόνια. Του απονεμήθηκε από τον Δεσπότη το οφίκιο του οικονόμου. Στην επιγραφή του Αη Στράτη στο Κουφόπετρο, αναφέρεται ότι το εκκλησάκι κτίστηκε το έτος 1874 όταν ιερέας ήταν ο οικονόμος παπά Βασίλης.
Η κόρη του η Μαριώ παντρεύτηκε τον Δημήτριο Μπαμπαλέλια ή Λύρα που είχε μαγαζί στη Χώρα (το Μπαμπαλέλιας ίσως ήταν παρατσούκλι). Δεν είχαν δυο ή τρία ή τέσσερα χρόνια από τον γάμο τους και ο Δημήτρης πήγε στην Κομοτηνή, τότε λεγόταν τότε Γκιουμουλτσίνα, να αγοράσει εμπόρευμα για το μαγαζί του. Κατά την επιστροφή του, όντας έφιππος, κοντά στις Σάπες του επιτέθηκαν Βούλγαροι κομιτατζήδες και τον σκότωσαν. Κρέμασαν στη συνέχεια το πτώμα του σε έναν πλάτανο. Ήταν η εποχή που οι Βούλγαροι ήθελαν να εδραιωθούν στη Θράκη και να έχουν πρόσβαση στο Αιγαίο. Στην επιγραφή στο σπίτι του Μπαμπαλέλια ή Λύρα (που είναι το πατρικό μου σπίτι) αναφέρεται ότι ο Δημήτριος Λύρας έκτισε το σπίτι το 1873. Η δολοφονία του από τους βούλγαρους κομιτατζήδες πρέπει να έγινε στα τέλη της δεκαετίας του 1870 ή ακόμα και στις αρχές της δεκαετίας του 1880. Για τη Μαριώ έρχεται και νέα συμφορά. Λίγο μετά την απώλεια του συζύγου της, πεθαίνει το παιδί τους, μάλλον από κάποια παιδική ασθένεια. Τότε δεν υπήρχε καμία ιατρική φροντίδα στη Σαμοθράκη και φυσικά δεν υπήρχαν φάρμακα.
Ένας καπετάνιος όμως από το Κρανίδι της Αργολίδας, ο Σταύρος Σαλαμούρης, σε ένα ταξίδι με το πλοίο του στη Σαμοθράκη, στα μέσα της δεκαετίας του 1880, είδε τη νεαρή χήρα, την αγάπησε και την παντρεύτηκε. Είναι ο "Κρανιδιώτης", ο επιρρεπής στο κρασί καραβοκύρης, που αναφέρεται στο βιβλίο του Ίωνα Δραγούμη για τη Σαμοθράκη. Ο Σταύρος και η Μαριώ απέκτησαν τρία παιδιά. Τον Βασίλη, την Ευφροσύνη και τον Κώστα. Ο Σταύρος, πιθανότατα μετά από κατανάλωση κρασιού, απευθυνόμενος σε έναν Τούρκο της Σαμοθράκης και υβρίζοντας τον, του λέει ότι σκοπός της ζωής του είναι να πολεμήσει για να ελευθερωθεί η Κωσταντινούπολη. Ο Τούρκος αμέσως τον πυροβόλησε και τον σκότωσε. Ήταν το 1908. Ήταν ο τελευταίος νεκρός της Σαμοθράκης από βόλι τούρκικο. Λίγο καιρό πριν τη δολοφονία είχε πεθάνει, ύστερα από μια σύντομη αρρώστια, η 18χρονη κόρη του Ευφρόσυνη. Η γυναίκα του η Μαριώ πέθανε το 1937 σε ηλικία 84 ετών.
Εγώ είμαι εγγονός του γιου του, του Βασίλη Σαλαμούρη (πατέρα του οδοντιάτρου Σταύρου Σαλαμούρη, του μακαρίτη Παναγή Σαλαμούρη και της μητέρας μου Ευφροσύνης Ρηγοπούλου). Από αυτόν πήρα το όνομά μου, και εκείνος είναι εγγονός του παπά Βασίλη του Κορδώνια, του γιου της Σεβαστής. Τελικά το όνομα Βασίλης ανάγεται στον αποκεφαλισθέντα από τους Τούρκους Βασίλη Κορδώνια σύζυγο της Σεβαστής.

Βασίλης Ρηγόπουλος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου