Η Κίνα επιχειρεί να δημιουργήσει μια νέα ζώνη ελεύθερου εμπορίου στη νοτιοανατολική Ασία
Μία από τις πρώτες αποφάσεις του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ ήταν η αποχώρηση από την οικονομική συμφωνία Trans - Pacific Partnership (TPP) (Δια-Ασιατική Συμφωνία, οικονομικού περιεχομένου). Οι αιτιάσεις του προέδρου Τραμπ συνίσταντο στις γνωστές του θέσεις: απώλεια θέσεων εργασίας στον μεταποιητικό τομέα λόγω της μετακίνησης και εγκατάστασης μεταποιητικών, κυρίως, δραστηριοτήτων εκτός ΗΠΑ).
Τη συμφωνία TPP είχαν υπογράψει 12 χώρες (Γραφική Παράσταση 1). Οι ΗΠΑ αποχώρησαν στις 23 Ιανουαρίου 2017. Παρέμειναν οι υπόλοιπες 11 χώρες. Όμως το μέλλον της συμφωνίας είναι αβέβαιο, για να μην πούμε καταδικασμένο εκ των προτέρων σε αποτυχία, από τη στιγμή που αποχώρησε η χώρα που είχε την πρωτοβουλία για τη δημιουργία της και παράλληλα αποτελούσε τη μεγαλύτερη παγκόσμια οικονομική δύναμη.
Η πρόθεση των ΗΠΑ με τη δημιουργία της TPP ήταν σαφής: συμμετοχή και διαμόρφωση των εμπορικών δεδομένων στην περιοχή σύμφωνα με τη δική τους αντίληψη. Μάλιστα, δεδομένου ότι είχαν αποκλειστεί οι δύο μεγάλες αναπτυσσόμενες οικονομίες της περιοχής, η Κίνα και η Ινδία, η πρόθεση των ΗΠΑ ήταν ξεκάθαρη.
Η συγκεκριμένη απόφαση του προέδρου Τραμπ, αφήνοντας ένα κενό στη διαμόρφωση των μελλοντικών εξελίξεων στη διαμόρφωση των εμπορικών σχέσεων της περιοχής, επιτρέπει στην Κίνα, μέσω των πρωτοβουλιών διαμέσου της συμφωνίας Regional Comprehensive Economic Partnership (RCEP) (Οικονομική Συμφωνία Περιφερειακής Κατανόησης) να επιχειρήσει την κάλυψη αυτού του κενού με βάση και τα δικά της συμφέροντα.
Η Regional Comprehensive Economic Partnership (RCEP) αποτελείται από τα δέκα μέλη που ανήκουν στο Association of Southeast Asian Nations (ASEAN) (Σύνδεσμος Χωρών της Νοτιοανατολικής Ασίας) και από ακόμη έξι μέλη που έχουν συμφωνίες ελεύθερου εμπορίου με το ASEAN. Η πρωτοβουλία για τη δημιουργία της Regional Comprehensive Economic Partnership (RCEP) αρχίζει από το 2013 και σε αυτή εμπλέκονται οι προαναφερόμενες χώρες της Νότιας και Νοτιοανατολικής Ασίας.Τη συμφωνία TPP είχαν υπογράψει 12 χώρες (Γραφική Παράσταση 1). Οι ΗΠΑ αποχώρησαν στις 23 Ιανουαρίου 2017. Παρέμειναν οι υπόλοιπες 11 χώρες. Όμως το μέλλον της συμφωνίας είναι αβέβαιο, για να μην πούμε καταδικασμένο εκ των προτέρων σε αποτυχία, από τη στιγμή που αποχώρησε η χώρα που είχε την πρωτοβουλία για τη δημιουργία της και παράλληλα αποτελούσε τη μεγαλύτερη παγκόσμια οικονομική δύναμη.
Η πρόθεση των ΗΠΑ με τη δημιουργία της TPP ήταν σαφής: συμμετοχή και διαμόρφωση των εμπορικών δεδομένων στην περιοχή σύμφωνα με τη δική τους αντίληψη. Μάλιστα, δεδομένου ότι είχαν αποκλειστεί οι δύο μεγάλες αναπτυσσόμενες οικονομίες της περιοχής, η Κίνα και η Ινδία, η πρόθεση των ΗΠΑ ήταν ξεκάθαρη.
Η συγκεκριμένη απόφαση του προέδρου Τραμπ, αφήνοντας ένα κενό στη διαμόρφωση των μελλοντικών εξελίξεων στη διαμόρφωση των εμπορικών σχέσεων της περιοχής, επιτρέπει στην Κίνα, μέσω των πρωτοβουλιών διαμέσου της συμφωνίας Regional Comprehensive Economic Partnership (RCEP) (Οικονομική Συμφωνία Περιφερειακής Κατανόησης) να επιχειρήσει την κάλυψη αυτού του κενού με βάση και τα δικά της συμφέροντα.
Τι είναι όμως ακριβώς η RCEP;
Στη Γραφική Παράσταση 2 παρουσιάζονται οι 16 χώρες που προτίθενται να είναι μέλη της νέας συμφωνίας ελεύθερου εμπορίου.
Ως γνωστόν οι χώρες που ανήκουν στη Association of Southeast Asian Nations (ASEAN) είναι οι ακόλουθες: Βιετνάμ, Λάος, Ταϊλάνδη, Φιλιππίνες, Μπρουνέι, Ινδονησία, Σιγκαπούρη, Μαλαισία, Καμπότζη, Μιανμάρ. Οι έξι χώρες που έχουν συμφωνίες ελεύθερου εμπορίου με τις χώρες αυτές είναι οι Κίνα, Νότιος Κορέα, Ιαπωνία, Ινδία, Αυστραλία και Νέα Ζηλανδία.
Η προτεινόμενη συμφωνία δεν περιλαμβάνει τις ΗΠΑ, αλλά την Ιαπωνία και την Αυστραλία, δύο χώρες που είχαν υπογράψει τη συμφωνία TPP. Εάν η συμφωνία RCEP επιτευχθεί, θα δημιουργηθεί μία από τις μεγαλύτερες παγκόσμιες ζώνες ελεύθερου εμπορίου.
Οι χώρες που θα ανήκουν σε αυτή τη ζώνη ελεύθερου εμπορίου θα κατέχουν το 24% του παγκόσμιου ΑΕΠ, ενώ ο πληθυσμός τους θα ανέρχεται στο 46% του παγκόσμιου πληθυσμού, δηλαδή περίπου 3,4 δισ. άνθρωποι. Επίσης ο όγκος του διεθνούς εμπορίου θα κυμαίνεται περίπου στα 10,6 δισ. δολάρια, δηλαδή κοντά στο 30% του παγκόσμιου εμπορίου.
Σημειώνουμε ότι πρόκειται μόνο για ζώνη ελεύθερου εμπορίου, χωρίς προεκτάσεις και αναφορές στην αγορά εργασίας, σε ζητήματα περιβάλλοντος, στο δίκαιο των επιχειρήσεων και στα ανθρώπινα δικαιώματα, όπως περιγραφόταν στη συμφωνία TPP.
Η υποστηριζόμενη εντόνως από την Κίνα ζώνη ελεύθερου εμπορίου σηματοδοτεί την προσπάθεια του Πεκίνου να θέσει τη σφραγίδα κυριαρχίας της στο εμπόριο της περιοχής. Η επιχειρούμενη επιτάχυνση των διαδικασιών συμφωνίας δεν είναι ανεξάρτητη από τις επιθετικές εξαγγελίες του προέδρου Τραμπ ενάντια στην εμπορική και τη συναλλαγματική πολιτική της Κίνας. Η Κίνα επιδιώκει «να πλημμυρίσει» την περιοχή με τα φθηνά προϊόντα της.
Δεδομένου ότι οι προσπάθειες της Κίνας για τη δημιουργία της Regional Comprehensive Economic Partnership (RCEP) αρχίζουν το 2013, γίνεται κατανοητό ότι πρόκειται για ένα εναλλακτικό σχέδιο στο αντίστοιχο των ΗΠΑ για τη δημιουργία της TPP. Δηλαδή η Κίνα επιχειρούσε πολύ πριν από την απόφαση του προέδρου Τραμπ να δημιουργήσει έναν περιφερειακό εμπορικό χώρο στον οποίο να κατέχει την πρωτοκαθεδρία. Η αποχώρηση των ΗΠΑ από τη συμφωνία TPP έχει αφήσει ένα κενό, το οποίο, όπως είναι φυσικό, θα το καλύψει η Κίνα με τον δικό της τρόπο.
Μάλιστα, από τη στιγμή που στη νέα, υπό διαμόρφωση, συμφωνία συμμετέχουν τρεις σημαντικές οικονομικές δυνάμεις ανήκουσες στη Δύση και αποτελούν παραδοσιακούς συμμάχους των ΗΠΑ, η Ιαπωνία, η Νότια Κορέα και η Αυστραλία, οι εξελίξεις αρχίζουν να αποκτούν μεγάλο ενδιαφέρον. Επίσης η πρόθεση για συμμετοχή της τρίτης μεγαλύτερης οικονομικής δύναμης της Ασίας, της Ινδίας, δίνει επιπλέον σημασία στο συγκεκριμένο εγχείρημα. Η παγκοσμιοποίηση αρχίζει όλο και περισσότερο να λαμβάνει τη μορφή της περιφερειοποίησης.
Πάντως, εκτός από την οικονομική διάσταση, είναι σαφές σε όλη αυτή τη διαδικασία ότι υπάρχει μια διπλωματική διάσταση και συνεπώς και μια πολιτική. Πρόκειται προφανώς για διπλωματική άσκηση εκ μέρους της κινεζικής διπλωματίας και ως τέτοια αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Είναι κατανοητό ότι το ενδιαφέρον προκύπτει τόσο από τη συμμετοχή της δεύτερης οικονομικής δύναμης του πλανήτη όσο και από τη συμμετοχή της τρίτης οικονομικής δύναμης του πλανήτη, της Ιαπωνίας, αλλά και της Νότιας Κορέας και της Αυστραλίας, παραδοσιακών συμμάχων των ΗΠΑ, οι οποίες αποτελούν τον έναν από τους δύο βασικούς πυλώνες του οικοδομήματος της Δύσης (ο άλλος είναι οι ευρωπαϊκές χώρες).
Η περιφερειοποίηση των οικονομιών του πλανήτη αρχίζει να λαμβάνει σαφή χαρακτηριστικά, τα οποία αντικειμενικά αποδυναμώνουν τις ανεξέλεγκτες παγκοσμιοποιητικές διαδικασίες των προηγούμενων χρόνων.
Όλοι φαίνεται ότι προετοιμάζονται για το επόμενο καθεστώς του διεθνούς εμπορίου δεδομένων των διαφαινόμενων αλλαγών στην προβληματική της σημερινής προεδρίας των ΗΠΑ, αλλά και της ίδιας της εξέλιξης των πραγμάτων, όπου οι πλανητικές δυνάμεις προσπαθούν συνεχώς να καταλάβουν θέσεις που να αυξάνουν και να κατοχυρώνουν το μερίδιο ισχύς τους. Και αυτό, κατ’ αρχάς, γίνεται με τη βελτίωση της οικονομικής τους ισχύος.
Μεγάλο στοίχημα η συμμετοχή της Ινδίας
Η συμμετοχή της Ινδίας στη Regional Comprehensive Economic Partnership (RCEP) αποτελεί το μεγάλο στοίχημα για τη κινεζική ηγεσία και ειδικά για τον πρόεδρο Xi Jinping, ο οποίος καταβάλλει μεγάλες προσπάθειες να πείσει τον Ινδό πρωθυπουργό Narendra Modi να αποφασίσει θετικά για την είσοδο της χώρας του στη νέα ζώνη ελεύθερου εμπορίου.Η συμμετοχή της Ινδίας θεωρείται απαραίτητη από την κινεζική πολιτική ηγεσία προκειμένου ολόκληρη η περιοχή της νότιας και νοτιοανατολικής Ασίας να αποκτήσει συγκεκριμένους εμπορικούς κανόνες και σχετική ολοκλήρωση. Βεβαίως η κινεζική ηγεσία στοχεύει, εξ αντικειμένου, στην κυριάρχηση της οικονομικής ζώνης ελεύθερου εμπορίου. Ακριβώς αυτός είναι ο λόγος που ο πρωθυπουργός της Ινδίας Narendra Modi φαίνεται πολύ διστακτικός στο να αποφασίσει τη συμμετοχή της χώρας του και να ανοίξει τα σύνορά της.
Η Ινδία έχει αρκετούς λόγους να είναι επιφυλακτική στο να συμμετάσχει στη νέα συμφωνία. Υπάρχει σαφής και θεμελιωμένη αντίληψη ότι η είσοδος στη ζώνη ελεύθερου εμπορίου θα προκαλέσει έναν μη επιθυμητό ανταγωνισμό. Σύμφωνα με τους Ινδούς ιθύνοντες αυτό θα συμβεί αν η χώρα εισέλθει στη ζώνη: η χώρα θα κατακλυστεί από φθηνά κινεζικά προϊόντα. Σήμερα το εμπορικό ισοζύγιο της χώρας με την Κίνα είναι ελλειμματικό: ανέρχεται στα 52 δισ. δολάρια το 2016.
Ο Narendra Modi δεν επιθυμεί να υπάρξει ανταγωνισμός στα προϊόντα που παράγονται από την εγχώρια οικονομία, ακόμη και αν ανοίξουν οι ξένες αγορές στις ινδικές επιχειρήσεις. Ο Ινδός πρωθυπουργός έχει θέσει ως απόλυτη προτεραιότητα της κυβέρνησής του την ανάπτυξη του μεταποιητικού τομέα της οικονομίας.
Μάλιστα τον Σεπτέμβριο του 2014 λάνσαρε την πρωτοβουλία «Make in India» σε μια προσπάθεια να μεγαλώσει το ποσοστό της μεταποίησης στο ΑΕΠ της χώρας, δεδομένου ότι αυτό βρισκόταν στο κατώτερο ποσοστό της δεκαετίας. Ο στόχος ήταν να καταστεί ο μεταποιητικός τομέας περισσότερο αποτελεσματικός και ελκυστικός στις Άμεσες Ξένες Επενδύσεις (ΑΞΕ). Αυτό φάνηκε ότι άρχισε να αποδίδει.
Πολυεθνικές επιχειρήσεις όπως οι General Electric, GE, Siemens, HTC, Toshiba και Boeing είτε δημιούργησαν εγκαταστάσεις είτε βρίσκονται σε διαδικασία εγκατάστασης σύμφωνα με την Indian Brand Equity Foundation. Ο Narendra Modi ελπίζει να αυξηθεί το ποσοστό συμμετοχής του μεταποιητικού τομέα στο ΑΕΠ, από 16% που είναι σήμερα, στο 25% το 2025.
Όλα τα παραπάνω δημιουργούν τεράστιες δυσκολίες στο κλείσιμο της συμφωνίας. Μάλιστα πολλοί αναλυτές που ασχολούνται με τις οικονομίες της Κίνας και της Ινδίας θεωρούν σχεδόν αδύνατον για την Ινδία να υποκύψει στις πιέσεις των Κινέζων και να αποδεχτεί το καθεστώς του πλήρους ελεύθερου εμπορίου. Αν τελικά το αποδεχτεί, αυτό θα γίνει υπό συγκεκριμένους όρους, οι οποίοι προφανώς θα προστατεύουν τον μεταποιητικό της τομέα.
avgi.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου