30 Αυγούστου 2017

Τάκης Σιμσιρίκης - Αναμνήσεις από την θάλασσα



Έξω στο ντόκο…πίσω στην πρύμη μας είδα έναν ψιλό ξερακιανό λευκό άνδρα γύρω στα εξήντα πέντε. Ψημένος απ την αλμύρα…ναυτικός….είπα μέσα μου. Φορούσε μια καθαρή άσπρη φόρμα μηχανικού. Στη φόρμα κάτι έγραφε στα ξένα..δεν μπόρεσα να διαβάσω.... Στα χείλια του διέκρινα ένα χαμόγελο. Διάβαζε την πρύμη μας και κουνούσε το κεφάλι του. Η πρύμη έγραφε….”Νηολογίου 61 Αλεξανδρούπολης” με μεγάλα γράμματα… Ζύγ...ωσα προς την πρύμη..
-Καλησπέρα….καλώς ήρθες…μου λέει…
-Καλησπέρα….Έλληνας;
-Έλληνας κι Αλεξανδρουπολίτης…
Έμεινα άφωνος…
-Τι… άκουσα καλά; Αλεξανδρουπολίτης; Ελάτε μέσα…
-Όχι… έλα έξω εσύ…..έμαθα πέρασες ιμιγκρέσιο* (Λιμενικές αρχές, Τελωνείο, και γιατρός)
Πετάχτηκα έξω στο ντόκο. Μου έσφιξε το χέρι με δύναμη....παραπάνω απ΄το κανονικό…
-Είμαι ο Κλέων…ο αρχιμηχανικός της Gold Fisher..
Αυτό έγραφε η φόρμα ….Gold Fisher.
-Είμαι ο Δημήτρης…είπα δειλά…απ΄την Αλεξανδρούπολη.
Γέλασε αλλά τον είδα σαν να δάκρυσε λίγο..γύρισε το πρόσωπό του αλλού..
-Εμείς οι δυο έχουμε να πούμε πολλά….Έχω τριάντα χρόνια στο Ντακάρ και στην πατρίδα δεν έχω πάει ποτέ…Από τώρα κι ύστερα είσαι ο γιός μου….να ξέρεις. Μην δεσμευτείς στο Ντακάρ μην υπογράψεις τίποτα αν δεν σου πω…
Ξεροκατάπια για λίγο μου κόπηκε η ανάσα…ψέλλισα μόνο..
-Μα Καπτάν-Κλέων… δεσμεύτηκα…. υπέγραψα….
-Θα τα πούμε ..θα τα πούμε. Να ξέρεις ότι μούδωσες μεγάλη χαρά. Είχα μάθει για σένα ότι ερχόσουν και σε περίμενα όμως ……φεύγω τώρα και θα τα πούμε..
Σήκωσε το χέρι του…έκανε ένα νεύμα και ξαφνικά εμφανίστηκε ένα μεγάλο μαύρο γυαλιστερό αυτοκίνητο. Αμερικάνικο Κάντιλακ…η κάτι τέτοιο….
Ένας νεαρός μαύρος οδηγός πετάχτηκε, του άνοιξε την πίσω πόρτα και μπήκε. Με κοίταξε μέσα απ το τζάμι και διέκρινα ένα χαμόγελο και ένα αδιόρατο χαιρετισμό….
Ο Κλέων ο μηχανικός…Δεν τον γνώρισα ποτέ, ήμουν μικρός τότε..αλλά τον ήξερα …άκουγα ιστορίες γι΄αυτόν στο λιμάνι. Νεαρός τότε…. τρίτος μηχανικός απ΄την σχολή της Μηχανιώνας.Έκανε λίγο στα ποντοπόρα πλοία κι ύστερα ήρθε στην Αλεξανδρούπολη να κάνει υπηρεσία στις ανεμότρατες…Καλός μηχανικός λέγανε αλλά μάγκας λέγανε….και μπελαλής…Ο Κλέων ο μηχανικός….. Λέγανε ότι τάμπλεξε με μια πουτάνα απ΄τον ‘Καραμάτσο” και έφυγε για την Αθήνα…..Ύστερα χάθηκε…κανείς ποτέ δεν άκουσε κάτι γι΄αυτόν….
Με τον Κλέων άρχισε μια ζεστή φιλία. Μια σχέση πατέρα και γιού. Με συμβούλευε με πρόσεχε με προστάτευε. Πάνω στον ναυτικό χάρτη μου σημείωνε καλάδες, μου μάθαινε τον Ατλαντικό οργια-οργιά……που είναι οι φικιάδες που οι τραγάνες και που τα ρέζικα. Μάθαινα για τους καιρούς τα ρέματα, πως και πότε έρχονται τα μπουρίνια. Μούλεγε να προσέχω ποιους να κάνω φίλους και ποιους όχι…
-Πρόσεχε εδώ στο Ντακάρ. Θα γνωρίσεις αξιόλογους Έλληνες ψαράδες αλλά και κατακάθια… φυγόδικους, χωρισμένους, κυνηγημένους, ακόμα και φονιάδες, αλήτες που δεν έχουν σπίτι στην Ελλάδα το σπίτι τους είναι τα γαριδάδικα….που τρώνε τον μισθό τους στο πιοτό στο χασίσι και στις πουτάνες…
Εγώ τον άκουγα χωρίς να αναπνέω….
Έστελνε τον οδηγό του στο λιμάνι να με πάρει να με πάει στο μπαρ “Pondy”… εκεί σύχναζε. Το Pondy ήταν ένα μεγάλο μπάρ στο κέντρο του Ντακάρ. Εκεί σύχναζαν ναυτικοί και οι Έλληνες ψαράδες. Μπαινόβγαιναν τουλάχιστον εκατό πουτάνες ψάχνοντας πελάτη. Τρουά μίλλ….(τρείς χιλιάδες CFA) ήταν η ταρίφα….ίδια τιμή όλες….
Το Pondy είχε μια αυλή στο δρόμο περιφραγμένη με κάγκελα και τροπικά φυτά…για να μην ενοχλούνται οι πελάτες απ΄τους μαύρους που πουλούσαν μαιμούνια, παπαγάλους, δέρματα από φίδια και ξυλόγλυπτα από Μπάομπαπ*(έβενος)…Το δένδρο μπάομπαπ είναι το εθνικό σύμβολο της Σενεγάλης.Το βλέπεις παντού σε πίνακες και φωτογραφίες σε τράπεζες, γραφεία μαγαζιά παντού…. Είναι ένα μαύρο ξύλο που δεν επιπλέει…πάει στον πάτο σαν μάρμαρο. Φυτρώνει στις σαβάνες και στην έρημο στα βόρεια της χώρας προς την Μαυριτάνια. Λογικό να μην επιπλέει αφού στις φλέβες του έχει άμμο.
Ο Κλέων έπιανε πάντα το ίδιο τραπέζι. Το γωνιακό με την ράχη στον τοίχο.
Κάθισα δίπλα του. Την ίδια στιγμή μια μαυρούκα με το μπούτι έξω, έφερε μια παγωμένη Γαλλική σαμπάνια με δυο ψιλά ποτήρια…
-Τι γιορτάζουμε Καπτάν-Κλέων ;
-Χα… τι γιορτάζουμε…γιορτάζω αυτή την στιγμή που σ΄έχω δίπλα μου. Λίγο είναι αυτό;
Εγώ δάκρυσα μούρθε ένας κόμπος….ψέλλισα μόνο..
-Στην υγειά σου Καπετάνιε.
-Στην υγειά σου παιδί μου….
Στην πόρτα του κήπου, απ έξω, ένας Γάλλος ψαράς καθισμένος σ΄ένα σκαμπώ έβαφε τα παπούτσια του. Τύφλα στο μεθύσι. Κρατούσε μια μπίρα κι έπινε. Είχε τατουάζ στο μπράτσο και ένα κολιέ με δόντια από καρχαρία στο λαιμό. Η κοιλιά του έφτανε στα γόνατα. Τα πόδια του πατούσαν σε δυο κασσελάκια…σε δυο λούστρους. Ένα μαυράκι κοκαλιάρικο δέκα δώδεκα χρονώ κι ένας αράπης γέρος. Ο ένας κοίταζε τον άλλον ποιος θα βάψει πιο καλά…. Τους πείραζε τους κλωτσούσε τους έβρεχε με την μπίρα. Όταν τέλειωσαν τους πέταξε μια χούφτα κέρματα στο δρόμο….που γονάτισαν χίλιοι να τα μαζέψουν.
Μούρθε το αίμα στο κεφάλι.Χωρίς να καταλάβω έπιασα μια καρέκλα και πήγα να σηκωθώ.Ήθελα να του την σκάσω στο κεφάλι του. Ο Κλέων το κατάλαβε.. μ΄άρπαξε ξαφνικά δυνατά απ το μπράτσο…
-Κάτσε κάτω…..δεν κάνουν τέτοια οι Έλληνες. Υπάρχει Θεία Δίκη εδω. Αυτόν τον Γάλλο κάποιοι μαύροι τον βλέπουν από μακριά και τον παρακολουθούν. Απόψε είναι η τελευταία του βραδιά. Απόψε θα τον μαχαιρώσουν. Κάτσε εδώ…και μόνο βλέπε….
Την άλλη μέρα το απόγευμα ήρθε ο Κλεών στο λιμάνι. Κρατούσε την “Soleil” μια εφημερίδα του Ντακάρ.Την άνοιξε γελώντας…
-Κοίτα….
Είδα τον Γάλλο ανάσκελα πνιγμένο στο αίμα του…..στο μόλο “επτά” δίπλα σ ένα σκουριασμένο κοντέινερ….Το κολιέ με τα δόντια του καρχαρία…έλειπε…και φυσικά και το ρολόι του…
Προσπάθησα να διαβάσω την λεζάντα στα Γαλλικά…
-Τι λέει ρε Κλέων;
-Λέει… έγκλημα για ανεξήγητους λόγους. Δεν πρόκειται να ασχοληθεί κανείς με τον Γάλλο. Να ξέρεις ότι η ζωή στο Ντακάρ είναι φθηνή. Κάθε βράδυ οι μαύροι τρώνε ένα Γάλλο….γιατί τους ταπεινώνουν γιατί τους προσβάλουν τους εκμεταλλεύονται. Δεν κάνουν τέτοια οι Έλληνες ναυτικοί….
-Δηλαδή δεν κινδυνεύω εγώ;
-Δεν είπα αυτό….δεν κινδυνεύεις τόσο όσο οι Γάλλοι. Δεν θα κυκλοφορείς ποτέ μόνος….πάντα με πέντε εξ δικούς σου….
-Μα εσύ κυκλοφορείς μόνος σου….πως γίνεται..
-Άλλο εγώ….
Όμως έμαθα…μου τάπαν καπετανέοι που είχαν είκοσι χρόνια στον Ατλαντικό…
Ο Κλέων ήταν ο αρχιμηχανικός της Gold Fisher….αλλά κι από τους μεγαλομετόχους της εταιρίας που είχε εκατόν σαράντα αλιευτικά στο Ντακάρ. Είχε…λέγανε πολλά λεφτά….αλλά τα λεφτά του τα μοίραζε στα μαυράκια…στις καλύβες..στις μάνες που πεινούσαν τα παιδιά τους. Έτσι εξηγούσα το ότι κυκλοφορούσε μόνος στην αραπιά.Τον ήξερε όλο το Ντακάρ τον ήξεραν όλοι οι μαύροι είχε κερδίσει τον σεβασμό τους. Τον προστάτευαν τον πρόσεχαν τον ακολουθούσαν πέντε μαύροι αόρατοι όπου κι αν πήγαινε. Κάθε φορά άλλοι..
-Δεν έκανα οικογένεια…..η οικογένειά μου είναι αυτά…..και μούδειξε καμιά δεκαριά μαυράκια που μας ακολουθούσαν….
Δεν απάντησα…μούρθε ένας κόμπος… σκούπισα τα μάτια μου κρυφά να μη με δει….
-Καπτάν-Κλέων τον άλλον μήνα πάω στην Ελλάδα. Τι θάθελες να σου φέρω…
Δεν απάντησε, έκανε πέντε βήματα και σταμάτησε. Με κοίταξε στα μάτια.
-Απ την Ελλάδα; Τι να θέλω…δεν θέλω τίποτα πια….Όμως θέλω ένα δώρο από σένα…το θέλω σαν χάρη….Θα πάς στην Αθήνα στο Σύνταγμα κι απ το περίπτερο θα μου πάρεις ένα τσολιαδάκι. Ξέρεις ….αυτά τα πλεκτά με την άσπρη και μπλέ κλωστή. Ναι… ένα τσολιαδάκι θέλω……αυτό μόνο θέλω απ την Ελλάδα κι αυτό μου φτάνει….

Σιμσιρίκης Τάκης

*** Ο κ. Σιμσιρίκης είναι φίλος μου. Είναι Αλεξ/πολίτης, ήταν για πολλά χρόνια ναυτικός ταξίδεψε κυρίως με "ψαράδικα" στα πέλαγα.  Μετά τα μπάρκα του ασχολήθηκε με το εμπόριο και σήμερα θεωρείται ένας από τους  επιτυχημένους επιχειρηματίες. Το αξιοσημείωτο από τα πάθη του είναι η μεγάλη του αγάπη για την Σαμοθράκης μας. Η πένα του εκτός από την  "αλμύρα της θάλασσας" που την διαποτίζει είναι και εξαιρετικά γλαφυρή και συναρπαστική. Κάθε φορά που διαβάζω κάτι δικό του πραγματικά παρακαλώ να μη τελειώσει. Ν'άναι καλά και να γράφει - να γράφει - να γράφει  . . . . 
Σπιτάλας Βασίλης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου