1 Σεπτεμβρίου 2017

Τάκης Σιμσιρίκης - Ιστορίες - αναμνήσεις της θάλασσας


-Καπτάν-Κλέων τον άλλον μήνα πάω στην Ελλάδα. Τι θάθελες να σου φέρω…
Δεν απάντησε, έκανε πέντε βήματα και σταμάτησε. Με κοίταξε με εκείνα τα όμορφα γκρίζα μάτια. Μ΄αυτά τα γκρίζα μάτια κέρδισε όλους στην Αφρική...είπα μέσα μου....
-Απ την Ελλάδα; Τι να θέλω…δεν θέλω τίποτα πια….Όμως θέλω ένα δώρο από σένα…το θέλω σαν χάρη….Θα πάς στην Αθήνα στο Σύνταγμα κι απ το περίπτερο θα μου πάρεις ένα τσολιαδάκι. Ξέρεις ….αυτά τα πλεκτά με την άσπρη και μπλέ κλωστή. Ναι… ένα τσολιαδάκι θέλω……αυτό μόνο θέλω απ την Ελλάδα κι αυτό μου φτάνει….
Περπατούσαμε στο δρόμο…γύρω μας χιλιάδες μαύροι. Ο Κλέων περπατούσε αγέρωχος ήρεμος ατάραχος. Οι μαύροι άνοιγαν δρόμο να περάσει….Κάποιοι τον κοίταζαν στα μάτια…χαμογελούσαν. Κάποιοι ψιθύριζαν στους άλλους και έδειχναν τον Κλέων. Εγώ περπατούσα δίπλα του ….σαν να μην υπήρχα…
Όμως υπήρχα…
Ένα βράδυ μετά από πολλά ποτά τον καληνύχτησα.
-Πάω σπίτι…
-Κάτσε λίγο νάρθει ο Σανέ να σε πάει…
-Άστον να κοιμηθεί…είναι αργά…θα πάρω ένα ταξί.
Θα πήγαινα στο Καπ-Βερντ (πράσινο ακρωτήριο) τριάντα χιλιόμετρα έξω απ το Ντακάρ. Ήταν η περιοχή που έγινε το καινούριο αεροδρόμιο και οι Γάλλοι άποικοι εγκατέλειψαν τις βίλες τους αφού τα αεροπλάνα έξυναν τα κεραμίδια με τις ρόδες…Ένα τέτοιο νοικιάσαμε φθηνά…σχεδόν τσάμπα εμείς οι άμοιροι Έλληνες. Με εννιά δωμάτια. Είχε ένα κήπο δέκα-είκοσι στρέμματα και μια μεγάλη πισίνα χωρίς νερό. Στην άκρη της μάντρας άρχιζε ο διάδρομος προσγειώσεως..….Κάπου πίσω στον κήπο κάτω από κάτι λαμαρίνες δυο οικογένειες μαύροι με πολλά παιδάκια.
-Είναι υπηρέτες…μας είπε ο Γάλλος. Αυτοί προσέχουν εσάς και το σπίτι. Δεν θέλουν μισθό …..λίγο φαγητό μόνο. Η τιμή του σπιτιού είναι μαζί μ΄αυτούς….
Κάτω από ένα υπόστεγο είχε εξ επτά σκονισμένα αυτοκίνητα …όλα μεγάλα…
-Τι είναι αυτά Φιλίπ ; ρώτησε ο Τάσος..
-Α….τίποτα… είναι όλα χαλασμένα.
Την άλλη μέρα απ΄το ξημέρωμα άνοιξα όλα τα καπώ. Βρήκα ένα που είχε κομμένο ένα ιμάντα. Έβγαλα από ένα άλλο και τον πέρασα. Φέραμε και μια μπαταρία και τόβαλα μπρός….Οι μαύροι πέσαν όλοι μαζί και το γυάλισαν. Ένα πεζώ εξακύλινδρο τρακόσια άλογα….με κάτι λάστιχα για ζούγκλα…Βρήκα και ένα πιστόλι στο ντουλαπάκι…
-Μ΄αυτήν την αμαξάρα θα οργώσω όλη την Αφρική…είπα μέσα μου…
Ήμουν πια Βασιλιάς …τι ήθελα άλλο. Σπίτι με πισίνα (χωρίς νερό)..πιστόλι και εξακύλινδρο πεζώ. Μια φυτεία με κόκα μου έλειπε να γίνω βαρώνος...
Όμως υπήρχα…
Ο Κλέων φώναξε ένα ταξί. Κάτι είπε στον μαύρο στα Γαλλικά…δεν κατάλαβα…
-Καληνύχτα…τα λεμε αύριο…και να προσέχεις…φώναξε ο Κλέων.
-Καληνύχτα….θα προσέχω...... Όμως δεν πρόσεξα....
Μπήκα στο ταξί κι ο μαύρος έδωσε όλα τα γκάζια….Θάταν δύο τα ξημερώματα. Οι δρόμοι έρημοι. Μέσα στην ζάλη μου απ΄τα πιοτά κατάλαβα ότι διασχίζουμε την “Σαντινέρ”. Μια συνοικία που λευκός δεν την έχει περάσει ποτέ… ειδικά βράδυ..
-Για να κόψει δρόμο…. σκέφθηκα μέσα στο μεθύσι μου....
Έξω από ένα αράπικο μπάρ ένας γέρος αράπης πουλούσε τσιγάρα σε ένα χαλάκι κάτω στο χώμα. Τα τσιγάρα στο Ντακάρ τα πουλάνε στα χαλάκια στο χώμα και δεν έχουν τιμή, η τιμή εξαρτάται από την ώρα και το μέρος που τα πουλάνε….Είναι θέμα συμφωνίας.
-Σταμάτα εδώ….φώναξα τον μαύρο..
-Νο μεσιέ…νο μεσιέ σιλβουπλέ…
-Βρε σταμάτα να πάρω τσιγάρα…
Κατέβηκα ....τρικλίζοντας και ζήτησα τρία πακέτα. Ο αράπης μούπε μια τιμή πέντε φορές επάνω…εκνευρίστηκα… άρχισαν τα παζάρια. Ο ταξιτζής κορνάρησε…και φώναξε..
-Παρακαλω μεσιέ….να φύγουμε…
Τι τόθελε το κορνάρισμα….Ξαφνικά απ το μπάρ βγήκανε τέσσερα ντιρέκια μαύροι μαστουρωμένοι. Οι τρεις μπήκαν στο ταξί. Πετάχτηκε ο ταξιτζής άνοιξε τις πόρτες για να τους βγάλει έξω.
Ο ένας απ αυτούς βγήκε και άνοιξε ένα σουγιά..…Εγώ κόλλησα την ράχη μου στον τοίχο...ούτε που ανέπνεα. Ο ταξιτζής φώναζε χειρονομούσε…. που το βρήκε τόσο θάρρος….μιλούσαν Σουαχίλι…αλλά μέσα σ΄όλα άκουσα μια λέξη….Κλέων. Την άκουσα δυο φορές καθαρά…Κλέων…
Οι μαύροι αμέσως βγήκαν απ το ταξί…κάτι είπαν μεταξύ τους…Ο πιο ψιλός ήρθε χαμογελώντας και μούπιασε το χέρι.
-Παρντόν μεσιέ….πα ντε προμπλέμ…παρντόν...
Έβγαλε απ το χέρι του ένα βραχιόλι…μου το πέρασε στον καρπό μου..
-Θα σου φέρει τύχη…είναι φετίχ*(φυλαχτό)….μου είπε…
Γύρισαν την πλάτη και ξαναμπήκαν στο μπαρ….Ο γέρος μάζεψε το χαλάκι με τα τσιγάρα και την κοπάνησε τρέχοντας…χάθηκε στα σκοτάδια….
Μπήκα στο ταξί…ο ταξιτζής ούρλιαζε φώναζε…χτυπούσε τα χέρια του στο τιμόνι. Δεν καταλάβαινα τίποτα….από τα συμφραζόμενα κατάλαβα…. Μου έλεγε ότι είμαι μαλάκας…..όμως υπήρχα...

*** Ο κ. Σιμσιρίκης είναι φίλος μου. Είναι Αλεξ/πολίτης, ήταν για πολλά χρόνια ναυτικός ταξίδεψε κυρίως με "ψαράδικα" στα πέλαγα.  Μετά τα μπάρκα του ασχολήθηκε με το εμπόριο και σήμερα θεωρείται ένας από τους  επιτυχημένους επιχειρηματίες. Το αξιοσημείωτο από τα πάθη του είναι η μεγάλη του αγάπη για την Σαμοθράκης μας. Η πένα του εκτός από την  "αλμύρα της θάλασσας" που την διαποτίζει είναι και εξαιρετικά γλαφυρή και συναρπαστική. Κάθε φορά που διαβάζω κάτι δικό του πραγματικά παρακαλώ να μη τελειώσει. Ν'άναι καλά και να γράφει - να γράφει - να γράφει  . . . .  Σπιτάλας Βασίλης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου