17 Δεκεμβρίου 2017

Ιστορίες της θάλασσας - Σιμσιρίκης Τάκης

                      Φωτογραφία του Takis Simsirikis. 
Γέμισε μια ουϊσκάρα τον “μαστραπά” (αλουμινένιο κύπελο) και βγήκε έξω από τη γέφυρα, να πάρει μια ανάσα, κοίταξε το πέλαγος γύρα- γύρα, την θαμπάδα του ορίζοντα. Ξαφνικά, τράβηξε τη σαϊτα που είχε πάντα στο καπέλο του, και το κατέβασε στα μάτια, για να δει καλύτερα.
Απ΄τον Γαρμπή (νότιο-δυτικά) βαρύς ο καιρός. Ερχότανε μπουρίνι. Άλλαξε μυρουδιά το πέλαγος. Ο αέρας έφερε απ΄την αστραπή, κάτι σαν κάπνα από μπαρούτι….
(Άγρια τροπική καταιγίδα, θάλασσα βουνό, αέρας “δέκα” δύναμη, βροχή καταρράκτης, οργή Θεού)
Θα φάμε θάλασσα και αέρα…. μουρμούρισε. Φώναξε στα μεγάφωνα:
-Ανοίξτε όλα τα μπούνια, δέστε τα εργαλεία στην κουβέρτα, ασφαλίστε τα ταμπούκια.
Σε μια ώρα, θα χαλάσει ο Θεός τον κόσμο. Λοστρόμε, όλοι “απίκω”. (έτοιμοι)
Μήτσο, φέρμα το πρυμιό παλάγκο, το βλέπω λάσκα. Θα χτυπήσει κανένας. Θα κατέβω σε λίγο να σας δω. Λοστρόμε μ΄ άκουσες; Όλοι απίκω.
Κάτω στην κουβέρτα δυο μάγκες Πειραιώτες κατέβαζαν μερικούς καλόβολους Άγιους. Ο Κυριαζής τους άκουσε κι αγρίεψε, μπαρούτιασε…τάβαλε με τον λοστρόμο του.
- Λοστρόμε...πες τους να σκάσουν, όποιος ξανακατεβάσει Άγιο θα τονε κρεμάσω στο παλάγκο το μαγγιώρο.... Να κατέβει ο ουρανός να μας πνίξει θέλουν μωρέ ;
Πάνω στη γέφυρα, έκανε τιμόνι ο ανεψιός του, ο Νάσος, εικοσάχρονο μουτσάκι, πρωτόμπαρκο.
Ένα χρόνο τώρα τον μάθαινε να καπτανεύει. Τον προόριζε για καπετάνιο. Δούλευε και στην κουβέρτα, και στη γέφυρα. Έπρεπε να μάθει να “ντανιάζει”(στιβιάζει) ψάρια, και να δουλεύει και το κουμπάσο στους χάρτες. Έπρεπε να μάθει το βαπόρι από την καρένα ως τον “βαρδάρη” (το σύρμα που κρατάει την κορυφή στα άλμπουρα). Να μάθει τον πάτο του Ωκεανού, που είναι η φυκίαδα που η λάσπη που είναι η τραγάνα, και που τα ρέζικα, να μάθει τα σχοινιά τις τράτες, τους καιρούς ,τα ρέματα. Έπρεπε να μάθει τα Σπανιόλικα γιατί αυτή είναι η γλώσσα των καπετανέων στον Ατλαντικό.
Έπρεπε να μάθει, που να καλάρει (να ψαρέψει) τον Δεκέμβρη, και που τον Μάρτη. Κάθε μήνα σ΄άλλο πλάτος. Έπρεπε να τα μάθει όλα. Είχε ένα τετράδιο, και έγραφε, έγραφε.
Σε πέντε-έξη χρόνια, ίσως να ανέβαινε στη γέφυρα “Δεύτερος”. Είχε το όνειρό του, κάποια μέρα, θα είχε δικό του βαπόρι. Το είχε βάλει σκοπό.
Θα τόχε βαμμένο μαύρο, με κόκκινα ζωνάρια, στην ίσαλο και στο κρουζέτο, με πράσινη “μουράβια” (υφαλόχρωμα), πάνω απ΄το νερό. Είχε βρει και το όνομα, θα τόλεγε “Gringo”. Θα ζωγράφιζε στη μάσκα του, τα δόντια του καρχαρία. Θάκανε πλήρωμα απ΄τα Βάτικα, το χωριό του. Θα έβγαινε στα λιμάνια, και θα έτριζε η γη. Θα ήταν ο Θεός και μετά αυτός.
Η φωνή του Καπτάν Κυριαζή του έκοψε τα όνειρα .Ακούστηκε σαν βροντή.
-Το τιμόνι σου αργά πάνω στο Γαρμπή. Να μας βρει ο καιρός “Τραβέρσο”. (πάνω στον καιρό). Τα μάτια σου στα καπόνια. Πρόσεχε την τράτα σου πίσω. Μη μας “κουμπαρντίσουν” (τουμπάρουν) οι πόρτες. Το τιμόνι σου, αργά. Μη κοιτάς τους γλάρους. Σε λίγο θα βαθύνουμε. Θα πέσουμε διακόσιες οργιές. Μόλα τρία “σημάδια” ( 150 οργιές σύρματα). Τα μάτια σου στο ‘’σκαντάγιο’’ (βυθόμετρο) και στα εργαλεία.
-Ναι καπετάνιε, θα κάνω μόλα τρία σημάδια.
Ο Νάσος έτρεμε. Κρατούσε το τιμόνι, και πίσω του τραβούσε “εργαλεία” στον πάτο της θάλασσας, που κάνανε εκατομμύρια. Τα μάτια του καίγανε, έβλεπαν το βαθύμετρο, το στροφόμετρο, τα απόνερα, και το μπουρίνι που ερχόταν. Άστραψε πάλι απ΄τον Γαρμπή. Τα χέρια του ίδρωναν πάνω στις καβίλιες του τιμονιού. Έδωσε λίγες στροφές στη μηχανή, να μη “γιαλαμώσει” η τράτα στη στροφή.
Ο Καπταν-Κυριαζής το είδε με την άκρη του ματιού του, χαμογέλασε κρυφά, και είπε μέσα του.
-Μαθαίνει γρήγορα το τσογλάνι, θα γίνει Καπετανάκι.
Δεν του είπε τίποτα, άνοιξε την πόρτα κι έφυγε. Τον άφησε στη Γέφυρα μόνο του.
Το πρωτόμπαρκο μουτσάκι έμεινε στη Γέφυρα μόνο του, και πέρασαν απ’ το μυαλό του τα λόγια που τούλεγε χθες.
-Δεν είμαστε Κάργκο ή Ποστάλι (εμπορικό η επιβατηγό) νάχουμε φορτία και αρμενισιές. Ψαράδικο είμαστε. Για να σε λογαριάζουν και να σε σέβονται τα πληρώματα και τα λιμάνια, πρέπει να βγάζεις ψάρια. Τα ψάρια σε κάνουν Kαπετάνιο, όχι οι αρμενισιές.
Αυτά σκεπτόταν το μουτσάκι, αλλά το μπουρίνι είχε έρθει. Ξαφνικά μια άπνοια, μια μπουνάτσα, μια θάλασσα να γράψεις. Φάνηκε ότι κάτι θα συμβεί.. Πρώτα ήρθε μια “σπηλιάδα” (ριπή αέρα), μετά η θάλασσα έγινε μαύρη. Ύστερα έκανε μια βροντή, και άστραψε όλο το πέλαγος. Μύρισε κάπνα το σύννεφο. Δυο δελφίνια που παίζαν πίσω στα νερά της προπέλας, χάθηκαν, βούτηξαν στον πάτο .Ήρθε αέρας…αέρας θυμωμένος, καυτός απ την έρημο που είχε την μυρουδιά της άμμου. Πέρασε σφυρίζοντας μέσα απ τα άλμπουρα και τα στράλια. Το πλήρωμα αμπαρώθηκε στο κομοδέσιο κι από το γυαλί κοιτάγανε το κακό που ερχόταν. Ο Μηνάς έκανε τον σταυρό του και μουρμούρισε ……"Θεέ μου, έξω από αβαρία"
Το μουτσάκι πάνω στη γέφυρα έφαγε στη μάσκα την πρώτη θάλασσα. Έξη μέτρα σουέλ, αέρας “δέκα” δύναμη, και βροχή. Αλλά τα είχε καταφέρει, το βαπόρι το είχε πια “Τραβέρσο”.(πάνω στον καιρό) Μια άγρια Τροπική καταιγίδα ήταν κι αυτή...αλλά αυτή είχε θυμό....
ΘΑΛΑΣΣΕΣ
Takis Simsirikis

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου