Αρμενίσαμε τέσσερις πέντε ώρες…να πάμε κοντά στα Ελληνικά βαπόρια. Το
“Αργώ”…το “Άντα” και το “Ευαγγελίστρια” το μεγάλο βαπόρι των Κυριαζήδων ήταν
καλαρισμένα* (ψάρευαν) ανοιχτά απ το Ζοάλ…απ τις λίγες φορές που ψάρευαν τόσο
κοντά στο Ντακάρ…Ο καπταν Γιάννης απ το “Αργώ” με πήρε χαμπάρι που αρμενίζω
επάνω τους…Εβαλε μια φωνή στο VHF…
-Εεε..Βόρειε απ τα πέλαγααα…απ το “Αργώ” σε φωνάζω …καλησπέραααα…
-Καλησπέρα καπταν Γιάννη…σ άκουσα…αρμενίζω..
-Καλησπέρα..καλησπέρα…Το ξέρω..σε άκουσα που μιλούσες με τον καπταν Κλέων. Έλα να καλάρεις*(να ψαρέψεις) στην μπάντα μου και δεν θα φύγεις από κοντά μου μια βδομάδα..έτσι μούπε ο καπταν Κλέων…να σε βλέπωωω…
-Χα χα..σ ευχαριστώ…εντάξει καπταν Γιάννη…σε μια ώρα θάμαι πίσω στην προπελιά σου…σ ευχαριστώ…
Τέτοιες κουβέντες ζέσταιναν την ψυχή μου…τέτοιες κουβέντες…
Θάταν τρεις το ξημέρωμα…καλάραμε στην δεξιά μπάντα του “Αργώ”..Μπροστά μας κάνα μίλι το “Άντα”…πίσω μας το “Ευαγγελίστρια” και τρία-τέσσερα σπανιόλικα…Το ένα το σπανιόλικο το “Santa Maria” το καπετάνευε ο καπταν Φώτης απ την Μάλαγα…ψυχούλα...άνθρωπος του Θεού…έπρεπε παπάς να ήταν όχι ψαροκαπετάνιος…Πάνω στην γέφυρα είχε εκατό εικονίσματα…θυμιατά…καντήλια που κουνιόταν απ το μπότζι… Αγίους, Χριστούς, Παναγίες…ακόμα και στο ταβάνι…
Τραβούσαμε*(ψαρεύαμε) παρέα όλοι μαζί και είχαμε πορεία όστρια*
(νότια)…
Το πρωί κατά τις δέκα…έφερε έναν καιρό απ τον Γραίγο…αέρας μαζί με άμμο…Μια κάπνα η θάλασσα…όμως το “Suadu” το βαποράκι μου θαλασσομάχος…τραβούσαμε*(ψαρεύαμε) μαζί με τα βαπόρια…Η θάλασσα έσκαγε στην πλώρη κι έβγαινε απ την πρύμη… όμως ψαρεύαμε…γύρω μου φίλοι μου καπεταναίοι που άκουγα την ανάσα τους…Ο καπταν Φώτης έβαλε μια φωνή..
-Ε…Βόρειε..νάχεις το νου σου σε λίγο θα σαλπάρουμε…σε λίγο πέφτουμε στα άπατα..
-Ναι καπταν Φώτη τόχω στο μυαλό μου…τόχω στις σημειώσεις μου…θα σαλπάρω…
Με τον καπταν Κλέων μιλούσαμε κάθε μέρα…και δυο τρείς φορές καμιά φορά..Στον γυρισμό την Παρασκευή έξω απ το Ντακάρ άκουσα την φωνή του..
-Εεε..Βόρειε καλησπέρα…μ ακούς; Έλα στην δικιά μας…(την συχνότητα εννοούσε..την μυστικιά για να μην μας ακούνε όλοι)
-Ελα καπταν Κλέων…σ ακούω…
-Αυριο θα σου δώσω τον Σέσε για οδηγό…μπας και χαθείς…να σε πάει στο Καγιάρ να δεις τα ψάρια…Λέω να κάνουμε μια δυο παλέττες Αεροπορικά για Παρίσι…Να βγάλεις κάνα φράγκο γιατί κοιμάσαι όρθιος..Να δεις τα ψάρια…να μου πεις αν κάνουν…σφυρίδες θέλω…
-Μα καπταν Κλέων αύριο είναι Μεγάλο Σάββατο…τι λες…
-Ε…και; Τι Μεγάλο Σάββατο ρε…εδώ είναι Ντακάρ…θα πας…
-Εντάξει καπταν Κλέων θα πάω…
Το πρωί, νύχτα ακόμα μπήκαμε στο VW…στο κλειστό φορτηγάκι μας. Άμοιροι Ελληνες ψαράδες…είπα μέσα μου…Στο τιμόνι ο Σέσε…δίπλα του εγώ ψιλοκοιμόμουν απ την κούραση και τα ξενύχτια της εβδομάδας που πέρασε…
Ο καπταν Κλέων πριν φύγω με συμβούλεψε…
-Φύγε…φύγε πολύ πρωί…την ώρα που έρχονται οι βάρκες.
Στο Καγιάρ φτάσαμε πρωί πρωί…τότε που ερχόταν οι πιρόγες με τα ψάρια…
Ο Σέσε άφησε την άσφαλτο και περπάτησε το φορτηγάκι στην άμμο κοντά στην θάλασσα…Το Καγιάρ ένα ψαροχώρι πάνω στον Ατλαντικό…καλύβες από χόρτα πάνω στην άμμο…ούτε ρεύμα…ούτε νερό…μόνο ένα πηγάδι κάπου…Εκατοντάδες πιρόγες πάνω σε φαλάγγια κάτω από πρόχειρα υπόστεγα από καλάμια και φτέρες. Χιλιάδες μαύροι κάτω απ τον ήλιο κάνουν γιουαχαλέ*(πόσα δίνεις)…συναλλαγές ώρες ολόκληρες κάτω απ τον ήλιο…είδος με είδος…αυγά με ψάρια…λαχανικά με ψάρια…ρύζι με ψάρια…λεφτά δεν υπάρχουν…
Κάναμε μια βόλτα με τον Σέσε την απέραντη ακτή…το κύμα του ατλαντικού παλινδρομεί εκατό-διακόσια μέτρα…σουέλ*(κύμα) που έρχεται απ την κοιλιά του ωκεανού…
Ο Σέσε άρχισε να μουρμουρίζει και να κουνάει το κεφάλι του…
-Πάμε να φύγουμε πατρόν*;(αφεντικό)
-Βρε…α..σιχτίρ…περίμενε να δώ…τι θα πω στον καπταν Κλέων…
Οι μαύροι ψαρεύουν με πιρόγες με εξωλέμβιες μηχανές και πλήρωμα καμιά δεκαριά… Ψαρεύουν με πετονιά σφυρίδες (“τσοφ” τα λένε)…είκοσι-τριάντα ψάρια κάθε βάρκα μπορεί και παραπάνω…μεγάλα ψάρια…Προφανώς τα άλλα ψάρια τα πετάνε στην θάλασσα…τσοφ κυνηγάνε…Όχι όλες…κάποιες πιρόγες που ο Σέσε τους ήξερε…Όμως οι πιρόγες δεν έχουν ούτε αμπάρι…ούτε τελάρα…ούτε πάγο…Τα ψάρια κάτω στο πάτωμα της πιρόγας μέσα στα βρωμόνερα κάτω απ τον Αφρικάνικο ήλιο…Στοίβες οι σφυρίδες έξω στην άμμο κάτω απ τον ήλιο…
Απογοητεύθηκα…αδύνατον να βρώ ψάρια…όλα ζαλιζμένα…Οι μαύροι τα παραχώνουν στην υγρή άμμο για να τα συντηρήσουν…αν είναι δυνατόν…σκεφτόμουν…
Δυο παλέττες αεροπορικά που ζητούσε ο καπταν Κλέων…ήταν πέντε τόνοι ψάρια…και μάλιστα σφυρίδες…που να τα βρώ…
-Πάμε να φύγουμε ρε Σέσε…δεν κάνουν τα ψάρια…πάμε…
Είχα ξαναπάει στο Καγιάρ…η ίδια απογοήτευση….
Πήγαμε στο αυτοκίνητο…ο Σέσε πάει να βάλει μπρος την μηχανή… τίποτα…γκα..γκα…γκα…η μηχανή…μίζα τίποτα…
Μούρθε το αίμα στο κεφάλι…κι ήλιος από πάνω κάρφωνε…
-Τι έγινε ρε Σέσε;
-Πα ντε προμπλέμ πατρόν*(αφεντικό)…πα ντε προμπλέμ…
-Τι…πα ντε προμπλεμ ρε; Πήγαινε στο χωριό να φωνάξεις καμιά δεκαριά να μας σκουντήξουν μέχρι τον δρόμο…να βάλουμε μπρός…
Ο Σέσε με κοίταξε περίεργα…
-Πουρκουά πατρόν;…Γκιατί;
-Τι γιατί ρε; Για να βάλουμε μπρος…ρε να βάλουμε μπρος το μοτόρι …κομπρί ;
Ο Σέσε κούνησε το κεφάλι του….
-Ααα…πατρόν…εσείς Έλληνες πολύ χαζό…
Έμεινα άφωνος! Μου τόχε ξαναπεί αυτό κι άλλη φορά.
Σήκωσε την κελεμπία του και την έκανε κόμπο γύρω από τον κώλο του…Με αργές χειρουργικές κινήσεις άνοιξε το ντουλαπάκι…έβγαλε τον γρύλο και σήκωσε την πίσω ρόδα...παρακολουθούσα αμήχανος…
-Τι κάνει ο μαλάκας…είπα μέσα μου…
Άνοιξε τον διακόπτη…έβαλε “τετάρτη”…γύρισε μισή στροφή την ρόδα κι έβαλε μπρος…
Τρελάθηκα…ρε έπρεπε να πάω εξ χιλιάδες μίλια απ την Ελλάδα για να μου μάθει ο αράπης να βάζω μπρός απ την ρόδα;
Ο Σέσε με κοίταζε μ ένα αλαζωνικό ύφος…εγώ κοίταζα τα παπούτσια μου…
-Ενφίν πατρόν…παρτίρ (τέλος αφεντικό…πάμε να φύγουμε)…και χτύπησε τα χέρια του…
-Σέσε…μην πεις τίποτα άλλο…θα σε παραχώσω εδώ στην άμμο…
-Παρντόν;…πουρκουά πατρόν;
-Βρε α..σιχτίρ…πουρκουά..πουρκουά…πάμε να φύγουμε…
Φτάσαμε βράδυ στο Ντακάρ. Ο καπταν Κλέων έβαζε ρούχα σε μια μικρή βαλίτσα..
-Πετάω σε τρεις ώρες για Παρίσι, νομίζω στο είχα πει…Έχουμε συνέλευση μετόχων…Θα γυρίσω την Πέμπτη. Θα με πας στο αεροδρόμιο.
-Μα καπταν Κλέων αύριο είναι Πάσχα…κι Τάσος έφυγε για την Ελλάδα…είμαι μόνος…Έλεγα…η Μαρί Ροζ να βάψει κανένα κόκκινο αυγό να κάνουμε μαζί Πάσχα…Έχω και κόκκινη μπογιά…μου την έδωσε ο καπταν Φώτης…Έφερα και πενήντα αυγά απ το Καγιάρ…
-Ρε για ψάρια σ έστειλα στο Καγιάρ…αυγά έφερες;
-Μα…Πάσχα έχουμε αύριο καπταν Κλέων…Πάσχα..
-Α…ναι….
Κατάλαβε την πίκρα μου…τάλεγα και μόνο που δεν έκλαψα…
-Δεν πειράζει…πέρσι τέτοια μέρα ήσουν στο πέλαγος…φέτος είσαι πιο καλά…Κάνε καμιά γύρα στο λιμάνι κι αν είσαι τυχερός μπορεί να βρεις κάποιο Ελληνικό βαπόρι να κάνεις Πάσχα…θα φάτε και μαγειρίτσα…
Μπήκαμε στο αυτοκίνητο για το αεροδρόμιο…σ όλη την διαδρομή δεν είπαμε κουβέντα…Οδηγούσα χωρίς να μιλώ…Τον μισούσα που έφευγε…δεν τούπα τίποτα για τα ψάρια…ούτε και με ρώτησε.Χτύπησε την πόρτα στο αυτοκίνητο κι απ το παράθυρο πέταξε ένα βιαστικό...
-Για τα ψάρια θα μου πεις όταν γυρίσω…Καλή Ανάσταση…
-Μπον βουαγιάζ καπετάνιε…Καλή Ανάσταση…
Πάτησα γκάζι και χάθηκα…”πως μπορεί να είναι τόσο σκληρός…γι αυτό άντεξε την αραπιά τριάντα χρόνια”…σκεφτόμουν…”έλα ρε…μέρα είναι θα περάσει”…και μου ήρθαν δάκρυα…Το πέλαγος σκέφθηκα …εκεί θάθελα να ήμουν τώρα…εκεί που τα Ελληνικά βαπόρια σκάνε φωτοβολίδες στον ουρανό για να γιορτάσουν την Ανάσταση…Φωτιά όλος ο Ατλαντικός…Χριστός Ανέστη…μια αστραπή όλος ο ωκεανός…
Μου ήρθαν στο μυαλό εικόνες…η Φανή μου τα πιτσιρίκια μου…αύριο γιορτάζει η Λαμπρινή μου η κορούλα μου…πόσο πονάω Θεέ μου…Ίσως τώρα στην Ελλάδα θα χτυπάνε οι καμπάνες…πόσο πονάω Θεέ μου…Πήγα στο σπίτι μόνος μου…να κλάψω…να κάνω Ανάσταση…
Απ τα χαράματα βγήκα στους δρόμους…γραμμή για το λιμάνι…να δω Ελληνική σημαία…να βρω Ελληνικό βαπόρι…να κάνω Πάσχα. Γύρισα σαν τρελός όλα τα ντόκα…τίποτα…Γερμανοί Γάλλοι Κινέζοι Σπανιόλοι Πορτογάλοι…Έλληνες πουθενά…απογοήτευση, πίκρα…βούρκωσα ήθελα να κλάψω…
Οδηγούσα στους δρόμους χωρίς να ξέρω που πάω…Σαν αστραπή μούρθε στο μυαλό μου το Νιανίγκ…”αυτό είναι…είπα, στο Νιανίγκ θα πάω στον Αντωνόπουλο τον ξενοδόχο”…Οι μόνοι Έλληνες στην Σενεγάλη…αυτός κι ο αδερφός του. Είχαν ένα μεγάλο ξενοδοχείο εκατόν πενήντα χιλιόμετρα νότια απ το Ντακάρ…προς την Γκάμπια…Μια κατάφυτη όαση δίπλα στον ωκεανό…Πισίνες…γήπεδα γκολφ…ιπποφορβεία με άλογα…μαρίνα και σκάφη με μαύρους καπεταναίους για να ψαρεύουν οι Γάλλοι με τις…κοιλάρες και τα πούρα…ξιφίες στον Ατλαντικό…Ένας παράδεισος για τους πλούσιους Γάλλους…
Βγήκα στον δρόμο πατημένος…πίσω μου έβλεπα στον καθρέφτη…άφηνα ένα ντουμάνι μια κάπνα…Είχα βέβαια μια αγωνία αν το σαραβαλάκι θα με πήγαινε στο Νιανίγκ…μα πιο πολύ φοβόμουν τα ποτάμια...Οι Σενεγαλέζοι δεν κάνουν γέφυρες…μια τσιμενταρία κάνουν και περνάει το νερό από πάνω. Αν σβήσει η μηχανή σε τρώνε οι κροκόδειλοι…”ρε αυτό κι αν είναι Πάσχα”…σκεφτόμουν…
Πέρασα την σαβάνα*(έρημος) πατημένος…τα γκάζια τέρμα …έβλεπα μια σκόνη πίσω μου.Ύστερα η ζούγκλα…τα ποτάμια…Στον δρόμο τίποτα…ούτε ελέφαντες ούτε γαζέλες ούτε μια μαϊμού…μια ησυχία…
Στο “Hotel Nianig” μου άνοιξε το “πασσάζο” ένας ευγενικός ψηλός μαύρος με μια μπλε στολή κι έναν μπερέ…με θυμόταν…
-Ααα…μπονζούρ μεσιέ…σαβά μπιέν;
-Α..γαμήσου και συ ρε μαλάκα…
Μου ανταπέδωσε τον χαιρετισμό μ ένα πλατύ χαμόγελο…κι έδειξε τις δοντάρες του…
Τον Αντωνόπουλο τον βρήκα σε μια από τις πισίνες του…έπινε τον καφέ του…Άντρας γύρω στα εξήντα…άσπρη γενειάδα μέχρι την κοιλάρα του..μ ένα πούρο στο χέρι και με μια άσπρη μπούμπου*(κελεμπία) με χρυσαφιά κεντήματα και κάτι χαϊμαλιά στον λαιμό....σενεγαλέζος βέρος…
Ο Αντωνόπουλος είχε το Ελληνικό Προξενείο στο Ντακάρ…ήταν ο Πρόξενος της Ελλάδας…Το προξενείο το κρατούσαν η κυρία Λένα …Ελληνολιβανέζα …χήρα γύρω στα εξήντα…πρώην γκομενάρα, με την κόρη της γύρω στα τριάντα πέντε…γεματούλα λιγάκι αλλά…σε καλή κατάσταση…Πιο πολύ Λιβανέζα την έκανες παρά Ελληνίδα…είχε εκείνο το μελαψό το Λιβανέζικο …το πουτανιάρικο…
Στο Ντακάρ ερχόταν τα Ελληνικά αλιευτικά. Η κυρία Λένα κατέβαινε στο λιμάνι με την κόρης της…μ ένα μεγάλο μαύρο εξακύλινδρο Πεζώ, τάχα να πάρει ψάρια…Έπαιρνε δυο Έλληνες καπεταναίους να τους κάνει τραπέζι στο σπίτι της…Οι καπεταναίοι γυρνούσαν το πρωί στα βαπόρια…Τι στο διάολο τρώγανε μέχρι το πρωί…δεν μπόρεσα ποτέ να καταλάβω…To προξενείο μας…κάπου στην Σαντινέρ, σε μια αράπικη συνοικία είχε μια ταμπέλα έναν θυρεό… “Consulat de Grece” …πήγαινα γιατί η κυρία Λένα πολύ με συμπαθούσε…τις πιο πολλές φορές που πήγα να κάνω κάνα τηλέφωνο στην Ελλάδα…ήταν κλειστό…
Ο Αντωνόπουλος με καλοδέχτηκε…μάλλον σαν να χάρηκε που με είδε…
-Καλημέρα κύριε Αντωνόπουλε …Χριστός Ανέστη…
-Καλώς τον Δημητρό καλημέρα…παρντόν…δεν κατάλαβα τι είπες;
-Πάσχα κύριε Αντωνόπουλε …Πάσχα έχουμε σήμερα…
-Ααα…ναι; Σώπα ρε…αλήθεια; Μόνος σου ήρθες;
-Ναι κύριε Αντωνόπουλε …
-Δεν σου είπα όταν θάρχεσαι να φέρνεις δυο τρεις καπεταναίους φίλους σου; Οι πελάτησές μου…βαρέθηκαν θα φύγουν…βαρέθηκαν τους μαύρους υπαλλήλους μου…
-Ναι κυριε Αντωνόπουλε …όταν ξανάρθω θα τους φέρω…
Ανέμισε την κελεμπία του δεξιά αριστερά να πάρουν αέρα τα αρχίδια του…τράβηξε μια ρουφιξιά το πούρο και μου γύρισε την πλάτη…
-Να κάνω κανένα τηλέφωνο στην Ελλάδα κύριε Αντωνόπουλε;
-Ρε κάνε όσα θες…υπομονή θέλει μόνο…Παρντόν τώρα έχω δουλειά…θα τα πούμε μετά…και με παράτησε…
Οι πελάτησές του οι κυρίες και οι κόρες των Γάλλων βιομηχάνων κάναν διακοπές εξ επτά μήνες…μαυρίζαν τα κορμιά τους στον Αφρικάνικο ήλιο και το καλοκαίρι ανηφόριζαν στην Ευρώπη στις πλαζ του Κάπρι και της Κόστας Ντελ Σολ…να συνεχίσουν τις διακοπές τους…
Οι Γάλλοι βιομήχανοι ερχόταν κάθε Παρασκευή με τσάρτερ στο Ντακάρ κι από εκεί με κάτι λεωφοριάκια για ζούγκλα…μαύροι οδηγοί τους φέρναν στο Νιανίγκ. Άλλοι ντυμένοι με ρούχα καμουφλάζ για ζούγκλα με τις κοιλάρες τους και τα πούρα και κάτι καραμπίνες…κι άλλοι ντυμένοι καπεταναίοι με άσπρα καπέλα με χρυσές κλάρες με κοντά παντελονάκια και την κοιλάρα απ έξω…σούργελα να τους βλέπεις και να κλαίς…Ερχόταν το απόγευμα της Παρασκευής και πήγαιναν κατ ευθείαν στα μπάρ του ξενοδοχείου μαζί με τις καραμπίνες…Κατά τις δύο-τρεις την νύχτα δυο μαύροι τους σήκωναν…λιάρδα στο μεθύσι…
-Που τον πάνε τον Γάλλο κύριε Αντωνόπουλε; Έπαθε τίποτα;
-Μπά όχι ρε…τον πάνε να κοιμηθεί…
Το Σάββατο τα ίδια…πίναν μέχρι να βρουν τον πάτο…την Κυριακή το απόγευμα έφευγαν…Ποια ζούγκλα για γαζέλες…ποιον ωκεανό για ξιφίες…ουίσκια και μπίρες έπιναν μέχρι να στανιάρουν…Δεν ξέρω αν αυτοί οι εκατομμυριούχοι περνούσαν πιο καλά από μένα…
Έκανα βουτιές στις πισίνες έκανα γύρα τους μπουφέδες με τα τροπικά φρούτα και τα Αφρικάνικα φαγητά…τέλος πάντων έκανα Πάσχα πέρασα καλά ξεχάστηκα…πήρε να νυχτώνει… Ένιωσα μια ενοχή…”φτάνει το χασομέρι…έχω κι ένα πλήρωμα που με περιμένει” …σκέφθηκα…
-Θα φεύγω κύριε Αντωνόπουλε…
-Τρελάθηκες; Ούτε να το σκεφθείς…ρε που θα πας μέσα στην νύχτα…Θα σε φάνε οι μαύροι και τα φίδια…Θα φύγεις το πρωί…
-Δεν μπορώ κύριε Αντωνόπουλε…πρέπει να φύγω οπωσδήποτε το πρωί βγαίνω στην δουλειά…
Έφυγα νύχτα…ούτε που φανταζόμουν τι θα μου συνέβαινε…
-Εεε..Βόρειε απ τα πέλαγααα…απ το “Αργώ” σε φωνάζω …καλησπέραααα…
-Καλησπέρα καπταν Γιάννη…σ άκουσα…αρμενίζω..
-Καλησπέρα..καλησπέρα…Το ξέρω..σε άκουσα που μιλούσες με τον καπταν Κλέων. Έλα να καλάρεις*(να ψαρέψεις) στην μπάντα μου και δεν θα φύγεις από κοντά μου μια βδομάδα..έτσι μούπε ο καπταν Κλέων…να σε βλέπωωω…
-Χα χα..σ ευχαριστώ…εντάξει καπταν Γιάννη…σε μια ώρα θάμαι πίσω στην προπελιά σου…σ ευχαριστώ…
Τέτοιες κουβέντες ζέσταιναν την ψυχή μου…τέτοιες κουβέντες…
Θάταν τρεις το ξημέρωμα…καλάραμε στην δεξιά μπάντα του “Αργώ”..Μπροστά μας κάνα μίλι το “Άντα”…πίσω μας το “Ευαγγελίστρια” και τρία-τέσσερα σπανιόλικα…Το ένα το σπανιόλικο το “Santa Maria” το καπετάνευε ο καπταν Φώτης απ την Μάλαγα…ψυχούλα...άνθρωπος του Θεού…έπρεπε παπάς να ήταν όχι ψαροκαπετάνιος…Πάνω στην γέφυρα είχε εκατό εικονίσματα…θυμιατά…καντήλια που κουνιόταν απ το μπότζι… Αγίους, Χριστούς, Παναγίες…ακόμα και στο ταβάνι…
Τραβούσαμε*(ψαρεύαμε) παρέα όλοι μαζί και είχαμε πορεία όστρια*
(νότια)…
Το πρωί κατά τις δέκα…έφερε έναν καιρό απ τον Γραίγο…αέρας μαζί με άμμο…Μια κάπνα η θάλασσα…όμως το “Suadu” το βαποράκι μου θαλασσομάχος…τραβούσαμε*(ψαρεύαμε) μαζί με τα βαπόρια…Η θάλασσα έσκαγε στην πλώρη κι έβγαινε απ την πρύμη… όμως ψαρεύαμε…γύρω μου φίλοι μου καπεταναίοι που άκουγα την ανάσα τους…Ο καπταν Φώτης έβαλε μια φωνή..
-Ε…Βόρειε..νάχεις το νου σου σε λίγο θα σαλπάρουμε…σε λίγο πέφτουμε στα άπατα..
-Ναι καπταν Φώτη τόχω στο μυαλό μου…τόχω στις σημειώσεις μου…θα σαλπάρω…
Με τον καπταν Κλέων μιλούσαμε κάθε μέρα…και δυο τρείς φορές καμιά φορά..Στον γυρισμό την Παρασκευή έξω απ το Ντακάρ άκουσα την φωνή του..
-Εεε..Βόρειε καλησπέρα…μ ακούς; Έλα στην δικιά μας…(την συχνότητα εννοούσε..την μυστικιά για να μην μας ακούνε όλοι)
-Ελα καπταν Κλέων…σ ακούω…
-Αυριο θα σου δώσω τον Σέσε για οδηγό…μπας και χαθείς…να σε πάει στο Καγιάρ να δεις τα ψάρια…Λέω να κάνουμε μια δυο παλέττες Αεροπορικά για Παρίσι…Να βγάλεις κάνα φράγκο γιατί κοιμάσαι όρθιος..Να δεις τα ψάρια…να μου πεις αν κάνουν…σφυρίδες θέλω…
-Μα καπταν Κλέων αύριο είναι Μεγάλο Σάββατο…τι λες…
-Ε…και; Τι Μεγάλο Σάββατο ρε…εδώ είναι Ντακάρ…θα πας…
-Εντάξει καπταν Κλέων θα πάω…
Το πρωί, νύχτα ακόμα μπήκαμε στο VW…στο κλειστό φορτηγάκι μας. Άμοιροι Ελληνες ψαράδες…είπα μέσα μου…Στο τιμόνι ο Σέσε…δίπλα του εγώ ψιλοκοιμόμουν απ την κούραση και τα ξενύχτια της εβδομάδας που πέρασε…
Ο καπταν Κλέων πριν φύγω με συμβούλεψε…
-Φύγε…φύγε πολύ πρωί…την ώρα που έρχονται οι βάρκες.
Στο Καγιάρ φτάσαμε πρωί πρωί…τότε που ερχόταν οι πιρόγες με τα ψάρια…
Ο Σέσε άφησε την άσφαλτο και περπάτησε το φορτηγάκι στην άμμο κοντά στην θάλασσα…Το Καγιάρ ένα ψαροχώρι πάνω στον Ατλαντικό…καλύβες από χόρτα πάνω στην άμμο…ούτε ρεύμα…ούτε νερό…μόνο ένα πηγάδι κάπου…Εκατοντάδες πιρόγες πάνω σε φαλάγγια κάτω από πρόχειρα υπόστεγα από καλάμια και φτέρες. Χιλιάδες μαύροι κάτω απ τον ήλιο κάνουν γιουαχαλέ*(πόσα δίνεις)…συναλλαγές ώρες ολόκληρες κάτω απ τον ήλιο…είδος με είδος…αυγά με ψάρια…λαχανικά με ψάρια…ρύζι με ψάρια…λεφτά δεν υπάρχουν…
Κάναμε μια βόλτα με τον Σέσε την απέραντη ακτή…το κύμα του ατλαντικού παλινδρομεί εκατό-διακόσια μέτρα…σουέλ*(κύμα) που έρχεται απ την κοιλιά του ωκεανού…
Ο Σέσε άρχισε να μουρμουρίζει και να κουνάει το κεφάλι του…
-Πάμε να φύγουμε πατρόν*;(αφεντικό)
-Βρε…α..σιχτίρ…περίμενε να δώ…τι θα πω στον καπταν Κλέων…
Οι μαύροι ψαρεύουν με πιρόγες με εξωλέμβιες μηχανές και πλήρωμα καμιά δεκαριά… Ψαρεύουν με πετονιά σφυρίδες (“τσοφ” τα λένε)…είκοσι-τριάντα ψάρια κάθε βάρκα μπορεί και παραπάνω…μεγάλα ψάρια…Προφανώς τα άλλα ψάρια τα πετάνε στην θάλασσα…τσοφ κυνηγάνε…Όχι όλες…κάποιες πιρόγες που ο Σέσε τους ήξερε…Όμως οι πιρόγες δεν έχουν ούτε αμπάρι…ούτε τελάρα…ούτε πάγο…Τα ψάρια κάτω στο πάτωμα της πιρόγας μέσα στα βρωμόνερα κάτω απ τον Αφρικάνικο ήλιο…Στοίβες οι σφυρίδες έξω στην άμμο κάτω απ τον ήλιο…
Απογοητεύθηκα…αδύνατον να βρώ ψάρια…όλα ζαλιζμένα…Οι μαύροι τα παραχώνουν στην υγρή άμμο για να τα συντηρήσουν…αν είναι δυνατόν…σκεφτόμουν…
Δυο παλέττες αεροπορικά που ζητούσε ο καπταν Κλέων…ήταν πέντε τόνοι ψάρια…και μάλιστα σφυρίδες…που να τα βρώ…
-Πάμε να φύγουμε ρε Σέσε…δεν κάνουν τα ψάρια…πάμε…
Είχα ξαναπάει στο Καγιάρ…η ίδια απογοήτευση….
Πήγαμε στο αυτοκίνητο…ο Σέσε πάει να βάλει μπρος την μηχανή… τίποτα…γκα..γκα…γκα…η μηχανή…μίζα τίποτα…
Μούρθε το αίμα στο κεφάλι…κι ήλιος από πάνω κάρφωνε…
-Τι έγινε ρε Σέσε;
-Πα ντε προμπλέμ πατρόν*(αφεντικό)…πα ντε προμπλέμ…
-Τι…πα ντε προμπλεμ ρε; Πήγαινε στο χωριό να φωνάξεις καμιά δεκαριά να μας σκουντήξουν μέχρι τον δρόμο…να βάλουμε μπρός…
Ο Σέσε με κοίταξε περίεργα…
-Πουρκουά πατρόν;…Γκιατί;
-Τι γιατί ρε; Για να βάλουμε μπρος…ρε να βάλουμε μπρος το μοτόρι …κομπρί ;
Ο Σέσε κούνησε το κεφάλι του….
-Ααα…πατρόν…εσείς Έλληνες πολύ χαζό…
Έμεινα άφωνος! Μου τόχε ξαναπεί αυτό κι άλλη φορά.
Σήκωσε την κελεμπία του και την έκανε κόμπο γύρω από τον κώλο του…Με αργές χειρουργικές κινήσεις άνοιξε το ντουλαπάκι…έβγαλε τον γρύλο και σήκωσε την πίσω ρόδα...παρακολουθούσα αμήχανος…
-Τι κάνει ο μαλάκας…είπα μέσα μου…
Άνοιξε τον διακόπτη…έβαλε “τετάρτη”…γύρισε μισή στροφή την ρόδα κι έβαλε μπρος…
Τρελάθηκα…ρε έπρεπε να πάω εξ χιλιάδες μίλια απ την Ελλάδα για να μου μάθει ο αράπης να βάζω μπρός απ την ρόδα;
Ο Σέσε με κοίταζε μ ένα αλαζωνικό ύφος…εγώ κοίταζα τα παπούτσια μου…
-Ενφίν πατρόν…παρτίρ (τέλος αφεντικό…πάμε να φύγουμε)…και χτύπησε τα χέρια του…
-Σέσε…μην πεις τίποτα άλλο…θα σε παραχώσω εδώ στην άμμο…
-Παρντόν;…πουρκουά πατρόν;
-Βρε α..σιχτίρ…πουρκουά..πουρκουά…πάμε να φύγουμε…
Φτάσαμε βράδυ στο Ντακάρ. Ο καπταν Κλέων έβαζε ρούχα σε μια μικρή βαλίτσα..
-Πετάω σε τρεις ώρες για Παρίσι, νομίζω στο είχα πει…Έχουμε συνέλευση μετόχων…Θα γυρίσω την Πέμπτη. Θα με πας στο αεροδρόμιο.
-Μα καπταν Κλέων αύριο είναι Πάσχα…κι Τάσος έφυγε για την Ελλάδα…είμαι μόνος…Έλεγα…η Μαρί Ροζ να βάψει κανένα κόκκινο αυγό να κάνουμε μαζί Πάσχα…Έχω και κόκκινη μπογιά…μου την έδωσε ο καπταν Φώτης…Έφερα και πενήντα αυγά απ το Καγιάρ…
-Ρε για ψάρια σ έστειλα στο Καγιάρ…αυγά έφερες;
-Μα…Πάσχα έχουμε αύριο καπταν Κλέων…Πάσχα..
-Α…ναι….
Κατάλαβε την πίκρα μου…τάλεγα και μόνο που δεν έκλαψα…
-Δεν πειράζει…πέρσι τέτοια μέρα ήσουν στο πέλαγος…φέτος είσαι πιο καλά…Κάνε καμιά γύρα στο λιμάνι κι αν είσαι τυχερός μπορεί να βρεις κάποιο Ελληνικό βαπόρι να κάνεις Πάσχα…θα φάτε και μαγειρίτσα…
Μπήκαμε στο αυτοκίνητο για το αεροδρόμιο…σ όλη την διαδρομή δεν είπαμε κουβέντα…Οδηγούσα χωρίς να μιλώ…Τον μισούσα που έφευγε…δεν τούπα τίποτα για τα ψάρια…ούτε και με ρώτησε.Χτύπησε την πόρτα στο αυτοκίνητο κι απ το παράθυρο πέταξε ένα βιαστικό...
-Για τα ψάρια θα μου πεις όταν γυρίσω…Καλή Ανάσταση…
-Μπον βουαγιάζ καπετάνιε…Καλή Ανάσταση…
Πάτησα γκάζι και χάθηκα…”πως μπορεί να είναι τόσο σκληρός…γι αυτό άντεξε την αραπιά τριάντα χρόνια”…σκεφτόμουν…”έλα ρε…μέρα είναι θα περάσει”…και μου ήρθαν δάκρυα…Το πέλαγος σκέφθηκα …εκεί θάθελα να ήμουν τώρα…εκεί που τα Ελληνικά βαπόρια σκάνε φωτοβολίδες στον ουρανό για να γιορτάσουν την Ανάσταση…Φωτιά όλος ο Ατλαντικός…Χριστός Ανέστη…μια αστραπή όλος ο ωκεανός…
Μου ήρθαν στο μυαλό εικόνες…η Φανή μου τα πιτσιρίκια μου…αύριο γιορτάζει η Λαμπρινή μου η κορούλα μου…πόσο πονάω Θεέ μου…Ίσως τώρα στην Ελλάδα θα χτυπάνε οι καμπάνες…πόσο πονάω Θεέ μου…Πήγα στο σπίτι μόνος μου…να κλάψω…να κάνω Ανάσταση…
Απ τα χαράματα βγήκα στους δρόμους…γραμμή για το λιμάνι…να δω Ελληνική σημαία…να βρω Ελληνικό βαπόρι…να κάνω Πάσχα. Γύρισα σαν τρελός όλα τα ντόκα…τίποτα…Γερμανοί Γάλλοι Κινέζοι Σπανιόλοι Πορτογάλοι…Έλληνες πουθενά…απογοήτευση, πίκρα…βούρκωσα ήθελα να κλάψω…
Οδηγούσα στους δρόμους χωρίς να ξέρω που πάω…Σαν αστραπή μούρθε στο μυαλό μου το Νιανίγκ…”αυτό είναι…είπα, στο Νιανίγκ θα πάω στον Αντωνόπουλο τον ξενοδόχο”…Οι μόνοι Έλληνες στην Σενεγάλη…αυτός κι ο αδερφός του. Είχαν ένα μεγάλο ξενοδοχείο εκατόν πενήντα χιλιόμετρα νότια απ το Ντακάρ…προς την Γκάμπια…Μια κατάφυτη όαση δίπλα στον ωκεανό…Πισίνες…γήπεδα γκολφ…ιπποφορβεία με άλογα…μαρίνα και σκάφη με μαύρους καπεταναίους για να ψαρεύουν οι Γάλλοι με τις…κοιλάρες και τα πούρα…ξιφίες στον Ατλαντικό…Ένας παράδεισος για τους πλούσιους Γάλλους…
Βγήκα στον δρόμο πατημένος…πίσω μου έβλεπα στον καθρέφτη…άφηνα ένα ντουμάνι μια κάπνα…Είχα βέβαια μια αγωνία αν το σαραβαλάκι θα με πήγαινε στο Νιανίγκ…μα πιο πολύ φοβόμουν τα ποτάμια...Οι Σενεγαλέζοι δεν κάνουν γέφυρες…μια τσιμενταρία κάνουν και περνάει το νερό από πάνω. Αν σβήσει η μηχανή σε τρώνε οι κροκόδειλοι…”ρε αυτό κι αν είναι Πάσχα”…σκεφτόμουν…
Πέρασα την σαβάνα*(έρημος) πατημένος…τα γκάζια τέρμα …έβλεπα μια σκόνη πίσω μου.Ύστερα η ζούγκλα…τα ποτάμια…Στον δρόμο τίποτα…ούτε ελέφαντες ούτε γαζέλες ούτε μια μαϊμού…μια ησυχία…
Στο “Hotel Nianig” μου άνοιξε το “πασσάζο” ένας ευγενικός ψηλός μαύρος με μια μπλε στολή κι έναν μπερέ…με θυμόταν…
-Ααα…μπονζούρ μεσιέ…σαβά μπιέν;
-Α..γαμήσου και συ ρε μαλάκα…
Μου ανταπέδωσε τον χαιρετισμό μ ένα πλατύ χαμόγελο…κι έδειξε τις δοντάρες του…
Τον Αντωνόπουλο τον βρήκα σε μια από τις πισίνες του…έπινε τον καφέ του…Άντρας γύρω στα εξήντα…άσπρη γενειάδα μέχρι την κοιλάρα του..μ ένα πούρο στο χέρι και με μια άσπρη μπούμπου*(κελεμπία) με χρυσαφιά κεντήματα και κάτι χαϊμαλιά στον λαιμό....σενεγαλέζος βέρος…
Ο Αντωνόπουλος είχε το Ελληνικό Προξενείο στο Ντακάρ…ήταν ο Πρόξενος της Ελλάδας…Το προξενείο το κρατούσαν η κυρία Λένα …Ελληνολιβανέζα …χήρα γύρω στα εξήντα…πρώην γκομενάρα, με την κόρη της γύρω στα τριάντα πέντε…γεματούλα λιγάκι αλλά…σε καλή κατάσταση…Πιο πολύ Λιβανέζα την έκανες παρά Ελληνίδα…είχε εκείνο το μελαψό το Λιβανέζικο …το πουτανιάρικο…
Στο Ντακάρ ερχόταν τα Ελληνικά αλιευτικά. Η κυρία Λένα κατέβαινε στο λιμάνι με την κόρης της…μ ένα μεγάλο μαύρο εξακύλινδρο Πεζώ, τάχα να πάρει ψάρια…Έπαιρνε δυο Έλληνες καπεταναίους να τους κάνει τραπέζι στο σπίτι της…Οι καπεταναίοι γυρνούσαν το πρωί στα βαπόρια…Τι στο διάολο τρώγανε μέχρι το πρωί…δεν μπόρεσα ποτέ να καταλάβω…To προξενείο μας…κάπου στην Σαντινέρ, σε μια αράπικη συνοικία είχε μια ταμπέλα έναν θυρεό… “Consulat de Grece” …πήγαινα γιατί η κυρία Λένα πολύ με συμπαθούσε…τις πιο πολλές φορές που πήγα να κάνω κάνα τηλέφωνο στην Ελλάδα…ήταν κλειστό…
Ο Αντωνόπουλος με καλοδέχτηκε…μάλλον σαν να χάρηκε που με είδε…
-Καλημέρα κύριε Αντωνόπουλε …Χριστός Ανέστη…
-Καλώς τον Δημητρό καλημέρα…παρντόν…δεν κατάλαβα τι είπες;
-Πάσχα κύριε Αντωνόπουλε …Πάσχα έχουμε σήμερα…
-Ααα…ναι; Σώπα ρε…αλήθεια; Μόνος σου ήρθες;
-Ναι κύριε Αντωνόπουλε …
-Δεν σου είπα όταν θάρχεσαι να φέρνεις δυο τρεις καπεταναίους φίλους σου; Οι πελάτησές μου…βαρέθηκαν θα φύγουν…βαρέθηκαν τους μαύρους υπαλλήλους μου…
-Ναι κυριε Αντωνόπουλε …όταν ξανάρθω θα τους φέρω…
Ανέμισε την κελεμπία του δεξιά αριστερά να πάρουν αέρα τα αρχίδια του…τράβηξε μια ρουφιξιά το πούρο και μου γύρισε την πλάτη…
-Να κάνω κανένα τηλέφωνο στην Ελλάδα κύριε Αντωνόπουλε;
-Ρε κάνε όσα θες…υπομονή θέλει μόνο…Παρντόν τώρα έχω δουλειά…θα τα πούμε μετά…και με παράτησε…
Οι πελάτησές του οι κυρίες και οι κόρες των Γάλλων βιομηχάνων κάναν διακοπές εξ επτά μήνες…μαυρίζαν τα κορμιά τους στον Αφρικάνικο ήλιο και το καλοκαίρι ανηφόριζαν στην Ευρώπη στις πλαζ του Κάπρι και της Κόστας Ντελ Σολ…να συνεχίσουν τις διακοπές τους…
Οι Γάλλοι βιομήχανοι ερχόταν κάθε Παρασκευή με τσάρτερ στο Ντακάρ κι από εκεί με κάτι λεωφοριάκια για ζούγκλα…μαύροι οδηγοί τους φέρναν στο Νιανίγκ. Άλλοι ντυμένοι με ρούχα καμουφλάζ για ζούγκλα με τις κοιλάρες τους και τα πούρα και κάτι καραμπίνες…κι άλλοι ντυμένοι καπεταναίοι με άσπρα καπέλα με χρυσές κλάρες με κοντά παντελονάκια και την κοιλάρα απ έξω…σούργελα να τους βλέπεις και να κλαίς…Ερχόταν το απόγευμα της Παρασκευής και πήγαιναν κατ ευθείαν στα μπάρ του ξενοδοχείου μαζί με τις καραμπίνες…Κατά τις δύο-τρεις την νύχτα δυο μαύροι τους σήκωναν…λιάρδα στο μεθύσι…
-Που τον πάνε τον Γάλλο κύριε Αντωνόπουλε; Έπαθε τίποτα;
-Μπά όχι ρε…τον πάνε να κοιμηθεί…
Το Σάββατο τα ίδια…πίναν μέχρι να βρουν τον πάτο…την Κυριακή το απόγευμα έφευγαν…Ποια ζούγκλα για γαζέλες…ποιον ωκεανό για ξιφίες…ουίσκια και μπίρες έπιναν μέχρι να στανιάρουν…Δεν ξέρω αν αυτοί οι εκατομμυριούχοι περνούσαν πιο καλά από μένα…
Έκανα βουτιές στις πισίνες έκανα γύρα τους μπουφέδες με τα τροπικά φρούτα και τα Αφρικάνικα φαγητά…τέλος πάντων έκανα Πάσχα πέρασα καλά ξεχάστηκα…πήρε να νυχτώνει… Ένιωσα μια ενοχή…”φτάνει το χασομέρι…έχω κι ένα πλήρωμα που με περιμένει” …σκέφθηκα…
-Θα φεύγω κύριε Αντωνόπουλε…
-Τρελάθηκες; Ούτε να το σκεφθείς…ρε που θα πας μέσα στην νύχτα…Θα σε φάνε οι μαύροι και τα φίδια…Θα φύγεις το πρωί…
-Δεν μπορώ κύριε Αντωνόπουλε…πρέπει να φύγω οπωσδήποτε το πρωί βγαίνω στην δουλειά…
Έφυγα νύχτα…ούτε που φανταζόμουν τι θα μου συνέβαινε…
Ο Δημήτρης Σιμσιρίκης είναι παλιός πολυταξιδεμένος ναυτικός και σήμερα πετυχημένος επιχειρηματίας. Γεννημένος στην Αλεξ/πολη και Λάτρης της Σαμοθράκης μας, έγραψε και ελπίζω να συνεχίσει να γράφει μ΄αυτόν τον δικό του ξεχωριστό τρόπο τις εμπειρίες του στη θάλασσα και να σαγηνεύει με την γλαφυρή και άμεση γραφή του. Είναι φίλος μου και έχω ξαναδημοσιεύσει στο blog μου ιστορίες του. Να είναι γερός και να συνεχίσει να γράφει . . .
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου