13 Φεβρουαρίου 2020

Καπετάνιος στο τιμόνι, στην εξωλέμβια ο καπταν Στρατής. Καθότανε σταυροπόδι πάνω στην μπαγάτσα (πρυμιά κουβέρτα σκαρωτή για να μη κρατάει νερά) και αρμένιζε. Τιμονιάριζε με το ένα μάτι κλειστό, γιατί ο αέρας τούφερνε στο μάτι, τις κάφτρες απ’ το τσιγάρο, που πάντα είχε στα χείλια του. (του Δημήτρης Σιμσιρίκη)


Αύγουστος....απολάμβανα την βραδιά καθισμένος με την παρέα μου στο καφέ Παλλάς. Είχα χτυπήσει δυο ουισκάρες και πήγαινα για την τρίτη... Κάποια στιγμή περνάει κατηφορίζοντας για το λιμάνι ο φίλος μου ο καπταν Στρατής, καπετάνιος μηχανοτρατάρης, που το καλοκαίρι κάνει το κέφι του με μια βάρκα Χιλιώτισσα *(σκαρί βάρκας που ήρθε τότε από την Αίνο). Nαυτικός σκληρός, πανέξυπνος, και με φοβερή ναυτοσύνη* (ναυτική τέχνη).
-Τι κάνεις εδώ ρε, μου λέει. Γιατί χαραμίζεις τις ώρες σου ξαπλωμένος σε τρία καθίσματα. Έλα απόψε μαζί μου στον Μπαντιρμά.*(δίχτυ)
Χωρίς να χάσω χρόνο, φεύγω αλλάζω ρούχα, τρέχω στο λιμάνι, μπαρκάρω ναύτης και ανοιχτήκαμε στο πέλαγος, μέσα στο σκοτάδι. Αρμενίσαμε ώρα πολλή μέσα στην καταχνιά, ανοιχτά προς το ποτάμι (Έβρος) κατά τα Γκρέμνα * (στην Αίνο στον κόρφο Σάρος στην Τουρκία).
Καπετάνιος στο τιμόνι, στην εξωλέμβια ο καπταν Στρατής. Καθότανε σταυροπόδι πάνω στην μπαγάτσα *(πρυμιά κουβέρτα σκαρωτή για να μη κρατάει νερά) και αρμένιζε. Τιμονιάριζε με το ένα μάτι κλειστό, γιατί ο αέρας τούφερνε στο μάτι, τις κάφτρες απ’ το τσιγάρο, που πάντα είχε στα χείλια του. Πλωριός * (ναύτης που δουλεύει στο μπροστά μέρος της βάρκας) ο Γιώργος για τον διακαμό και το βόλαγμα. Στη μέση της βάρκας εγώ, βατσιμάνης *(ναύτης για όλες τις δουλειές , φύλακας, κτλ.από το Αγγλικό watchman πού κατέληξε Βατσιμάνης) κουκουλωμένος με ένα μουσαμά μισοκοιμώμουν πάνω στο σέλμα* (πάγκος στο κέντρο της βάρκας) και τουρτούριζα από τη υγρασία. Ρωτούσα τον εαυτό μου τι τόθελα αυτό το μπάρκο, μια χαρά ήμουν στο καφέ-Παλλάς με τα ουίσκια και τα παγάκια.....
Βάλαμε δυο- τρείς καλάδες, πήραμε καλές σαρδέλλες, γέμισαν τα πανιόλλα*(το πάτωμα της βάρκας) και οι κούτσες* (χώροι κάτω από τα πανιόλλα).
Ο Στρατής όμως δεν χορταίνει ψάρια ποτέ. Μας είπε να αρμενίσουμε ακόμα καμιά ώρα, να τις ξαναβρεί, να ξανακαλάρει. Ο μπαντιρμάς (το δίχτυ) έτοιμος ντανιασμένος στη πρίμη, περίμενα να πει ο καπετάνιος “μόλα”…εγώ ήμουν στο δίχτυ.
Θα’ τανε τρεις το ξημέρωμα , σκοτάδι μαύρο, υγρασία να σε τρυπάει το κόκκαλο.
Η μαλαστούφα με το πετρέλαιο αναμμένη στον σκαρμό μούφερνε ζάλη.
Ο Γιώργης στην πλώρη μισοκοιμώτανε με το κεφάλι του στο παστιγάγιο* (παραπέτο πάνω στην κουπαστή) δεν είχε πια διακαμό, δεν είχε σαρδέλλες. Εγώ στο σέλμα, τουρτούριζα, κι ο Στρατής στο τιμόνι αρμένιζε πάσα-δύναμη, με το τσιγάρο στο στόμα, μέσα στο σκοτάδι, να βρει τα ψάρια να ξανακαλάρει. Ποτέ δεν χόρταινε ψάρια, όσα κι αν είχε πιάσει.
Παρακαλούσα μέσα μου μπας και γυρίσει την πλώρη του πάνω στο φανάρι, για το λιμάνι, τουρτούριζα…...μα αυτός είχε πορεία στα Γκρέμνα, ποιό λιμάνι. Αρμενίζαμε μέσα στην Τουρκία…Ο Στρατής καπετάνευε, αυτός ήτανε το κουμάντο, που να πεις κουβέντα.
Αυτές οι αρμενισιές μέσα στην Τουρκία μούφερναν πάντα μια αγριήλα...ένα ρίγος στην πλάτη.
Δεν ξέρω πόση ώρα πέρασε έτσι, και κάποια στιγμή πετάγεται ο Στρατής από το τιμόνι και αρχίζει να βλαστημάει με την αγριοφωνάρα του.
- Ωχ…ωχ….τι έπαθα γαμώ το φελέκι μου...ποιος πούστης….
Ξυπνάμε κι εμείς απ’ τον λήθαργο, ανάβω τον φακό και βλέπω τον Στρατή να πιάνει το μάγουλό του και να πονάει.
-Τι έπαθες ρε Στράτο;
-Τι έπαθα - τι έπαθα…κάποιος με χτύπησε ένα χαστούκι.
-Ποιός ρε Στρατή σε χτύπησε χαστούκι; Εγώ είμαι τρία μέτρα μακριά…ο Γιώργης είναι στην πλώρη.
-Ναι, ναι κάποιος με χτύπησε ένα χαστούκι, πονάω γαμώ το φελέκι μου.
Έπιανε το μάγουλό του και βλαστήμαγε.Ανάβω τον φακό και βλέπω το μάγουλό του βρεγμένο και κόκκινο από δαχτυλιές... κόπηκε το αίμα μου.
-Είναι δυνατόν; σκέφθηκα… μα και οι δαχτυλιές στο μάγουλό του;
Μ’ έπιασε ένα παράξενο ρίγος. Κοίταζα γύρω μου μέσα στο σκοτάδι. Αυτό που με φόβισε πιο πολύ, ήταν πού έψαχνα στο σκοτάδι…έψαχνα να βρω αυτόν που χτύπησε τον Στρατή;
Φώναζε ο Στρατής και βλαστήμαγε, γιατί του είχε πει ο πατέρας του, ότι το ταμάχι στην ψαροσύνη είναι κακό πράγμα, φέρνει χτικιά και φαντάσματα από το πέλαγος.
Απ΄ την πλώρη, ο Γιώργης συμφωνούσε κι αυτός, ότι τον ταμαχιάρη τον καπετάνιο τον παίρνουν τα χτικιά της θάλασσας, του τόπε κι αυτουνού ο πατέρας του.
Γέλασα μ’ αυτά που λέγανε, αλλά κι ένα μικρό ρίγος ένιωσα στην πλάτη μου.
Μαλακίες…είναι δυνατόν; ...σκέφθηκα…γρήγορα όμως θυμήθηκα.
Το άκουσα κι αυτό στα καφενεία, στα καφενεία ακούς πολλά, να τα λένε ψαράδες.
Το φασόλι αυτό με τα χτικιά και τα φαντάσματα το βγάλανε τα πληρώματα για τους καπεταναίους που γεμίζουν το σκάφος τους με ψάρια, αλλά δεν χορταίνουν, κι ακόμα γυρνάνε στο πέλαγος σαν το γλάρο, και τραβαγιάρουν 
*(κουράζονται από τη θάλασσα άσκοπα) για να βγάλουν κι άλλα ψάρια, και τότε λένε... έρχονται τα χτικιά και τα φαντάσματα…κι όλα αυτά από την κούραση και το ταμάχι.
Μ΄αυτές τις σκέψεις όμως σταμάτησε το μυαλό μου.
Έκανε κράτει *(σταμάτησε την μηχανή) ο Στρατής, και σαν χαζοί κοιταζόμαστε.
Σκέφθηκα πάλι, ότι όλοι οι παλιοί ναυτικοί είναι δεισιδαίμονες, και από την κούραση τα βράδια, βλέπουν παράξενα πράγματα στο πέλαγος.
Χωρίς να ξέρω για ποιο λόγο, του είπα του Στρατή, που έπιανε ακόμα το μάγουλό του, να σηκωθεί από την θέση του, κάθισα στη μηχανή...χωρίς να ξέρω γιατί…
Γύρισα αλα-μπάντα *(στροφή 180 μοιρών πίσω), και αρμένιζα στο σκοτάδι αργά-αργά με τον φακό κάπου- κάπου αναμμένο.
Πάγωσε το αίμα μου… ο φακός έπεσε επάνω του ξαφνικά…
Το κοίταζα ώρα πολύ… με κοίταζε κι αυτό.
-Παναγιά μου…αυτό είναι…είχε δίκιο ο Στρατής.
Το κοίταζα, και σαν να μου κούναγε το χέρι, σαν να με καλούσε.
Ο αέρας όμως και το ρέμα με πήγαινε επάνω του και σαν μαγνήτης με τραβούσε, και μέσα στο σκοτάδι ξεχώρισα πια το… φάντασμα….
Ήταν ένα καλαδούρι* (σημαδούρα, πλωτήρας από φελιζόλ) από δίχτυα κάποιου παράκτιου ψαρά, με ένα καλάμι και μία σημαία που βρεγμένη από την υγρασία πλατάγιζε στο αεράκι.

Πέρασαν τόσα χρόνια, και ακόμα δεν μπόρεσα να πείσω τον Στρατή ότι είχε περάσει με την βάρκα δίπλα από την σημαία, και την έφαγε στο μάγουλο.
Γεράσαμε πια κι οι δυο, κι ακόμα επιμένει ο καπταν Στρατής ότι τα σκοτεινά βράδια τα χτικιά και τα φαντάσματα, ψάχνουν στο πέλαγος τους ταμαχιάριδες καπεταναίους.


*** Ο Δημήτρης Σιμσιρίκης είναι Αλεξανδρουπολίτης, επιχειρηματίας σήμερα και για πολλά χρόνια της προηγούμενης ζωής του ναυτικός.
 Ήταν και είναι  εξαιρετικός φίλος της Σαμοθράκης μας και φίλος μου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου