13 Απριλίου 2020

Ιστορίες της Θάλασσας του Δημήτρη Σιμσιρίκη


Αρμενίσαμε τέσσερις πέντε ώρες…να πάμε κοντά στα Ελληνικά βαπόρια. Το “Αργώ”…το “Άντα” και το “Ευαγγελίστρια” το μεγάλο βαπόρι των Κυριαζήδων ήταν καλαρισμένα* (ψάρευαν) ανοιχτά απ το Ζοάλ…απ τις λίγες φορές που ψάρευαν τόσο κοντά στο Ντακάρ…Ο καπταν Γιάννης απ το “Αργώ” με πήρε χαμπάρι που αρμενίζω επάνω τους…Εβαλε μια φωνή στο VHF…
-Εεε..Βόρειε απ τα πέλαγααα…απ το “Αργώ” σε φωνάζω …καλησπέραααα…
-Καλησπέρα καπταν Γιάννη…σ άκουσα…αρμενίζω..
-Καλησπέρα..καλησπέρα…Το ξέρω..σε άκουσα που μιλούσες με τον καπταν Κλέων. Έλα να καλάρεις*(να ψαρέψεις) στην μπάντα μου και δεν θα φύγεις από κοντά μου μια βδομάδα..έτσι μούπε ο καπταν Κλέων…να σε βλέπωωω…
-Χα χα..σ ευχαριστώ…εντάξει καπταν Γιάννη…σε μια ώρα θάμαι πίσω στην προπελιά σου…σ ευχαριστώ…
Τέτοιες κουβέντες ζέσταιναν την ψυχή μου…τέτοιες κουβέντες…
Θάταν τρεις το ξημέρωμα…καλάραμε στην δεξιά μπάντα του “Αργώ”..Μπροστά μας κάνα μίλι το “Άντα”…πίσω μας το “Ευαγγελίστρια” και τρία-τέσσερα σπανιόλικα…Το ένα το σπανιόλικο το “Santa Maria” το καπετάνευε ο καπταν Φώτης απ την Μάλαγα…ψυχούλα...άνθρωπος του Θεού…έπρεπε παπάς να ήταν όχι ψαροκαπετάνιος…Πάνω στην γέφυρα είχε εκατό εικονίσματα…θυμιατά…καντήλια που κουνιόταν απ το μπότζι… Αγίους, Χριστούς, Παναγίες…ακόμα και στο ταβάνι…
Τραβούσαμε*(ψαρεύαμε) παρέα όλοι μαζί και είχαμε πορεία όστρια*
(νότια)…
Το πρωί κατά τις δέκα που είχε ανέβει ο ήλιος ψηλά …έφερε έναν καιρό απ τον Γραίγο…αέρας μαζί με άμμο…Μια κάπνα η θάλασσα…όμως το “Suadu” το βαποράκι μου μουντάριζε πάνω στον καιρό…τραβούσαμε*(ψαρεύαμε) μαζί με τα βαπόρια…Η θάλασσα έσκαγε στην πλώρη κι έβγαινε απ την πρύμη όμως ψαρεύαμε…γύρω μου φίλοι μου καπεταναίοι που άκουγα την ανάσα τους…Ο καπταν Φώτης έβαλε μια φωνή..
-Ε…Βόρειε..νάχεις το νου σου σε λίγο θα σαλπάρουμε…σε λίγο πέφτουμε στα άπατα..
-Ναι καπταν Φώτη τόχω στο μυαλό μου…τόχω στις σημειώσεις μου…θα σαλπάρω*…(παίρνω το δίχτυ επάνω)
Με τον καπταν Κλέων μιλούσαμε κάθε μέρα…και δυο τρείς φορές καμιά φορά..Στον γυρισμό την Παρασκευή έξω απ το Ντακάρ άκουσα την φωνή του..
-Εεε..Βόρειε καλησπέρα…μ ακούς; Έλα στην δικιά μας…(την συχνότητα εννοούσε..την μυστικιά για να μην μας ακούνε όλοι)
-Ελα καπταν Κλέων…σ ακούω…
-Αυριο θα σου δώσω τον Σέσε για οδηγό…μπας και χαθείς…να σε πάει στο Καγιάρ να δεις τα ψάρια…Λέω να κάνουμε μια δυο παλέττες Αεροπορικά για Παρίσι…Να βγάλεις κάνα φράγκο γιατί κοιμάσαι όρθιος..Να δεις τα ψάρια…να μου πεις αν κάνουν…σφυρίδες θέλω…
-Μα καπταν Κλέων αύριο είναι Μεγάλο Σάββατο…τι λες…
-Ε…και; Τι Μεγάλο Σάββατο ρε…εδώ είναι Ντακάρ…θα πας…
-Εντάξει καπταν Κλέων θα πάω…
Το πρωί, νύχτα ακόμα μπήκαμε στο VW…στο κλειστό φορτηγάκι μας. Άμοιροι Ελληνες ψαράδες…είπα μέσα μου…Στο τιμόνι ο Σέσε…δίπλα του εγώ ψιλοκοιμόμουν απ την κούραση και τα ξενύχτια της εβδομάδας που πέρασε…τα πόδια μου δεν τα ένιωθα...
Ο καπταν Κλέων πριν φύγω με συμβούλεψε…
-Φύγε…φύγε πολύ πρωί…την ώρα που έρχονται οι βάρκες.
Στο Καγιάρ φτάσαμε πρωί πρωί…τότε που ερχόταν οι πιρόγες με τα ψάρια…
Ο Σέσε άφησε την άσφαλτο και περπάτησε το φορτηγάκι στην άμμο κοντά στην θάλασσα…Το Καγιάρ ένα ψαροχώρι πάνω στον Ατλαντικό…καλύβες από χόρτα πάνω στην άμμο…ούτε ρεύμα…ούτε νερό…μόνο ένα πηγάδι κάπου…Εκατοντάδες πιρόγες πάνω σε φαλάγγια κάτω από πρόχειρα υπόστεγα από καλάμια και φτέρες. Χιλιάδες μαύροι κάτω απ τον ήλιο κάνουν γιουαχαλέ*(πόσα δίνεις)…συναλλαγές ώρες ολόκληρες κάτω απ τον ήλιο…είδος με είδος…αυγά με ψάρια…λαχανικά με ψάρια…ρύζι με ψάρια…λεφτά δεν υπάρχουν…
Κάναμε μια βόλτα με τον Σέσε την απέραντη ακτή…το κύμα του ατλαντικού παλινδρομεί εκατό-διακόσια μέτρα…σουέλ*(κύμα) που έρχεται απ την κοιλιά του ωκεανού…
Ο Σέσε άρχισε να μουρμουρίζει και να κουνάει το κεφάλι του…
-Πάμε να φύγουμε πατρόν*;(αφεντικό)
-Βρε…α..σιχτίρ…περίμενε να δώ…τι θα πω στον καπταν Κλέων…
Οι μαύροι ψαρεύουν με πιρόγες με εξωλέμβιες μηχανές και πλήρωμα καμιά δεκαριά… Ψαρεύουν με πετονιά σφυρίδες (“τσοφ” τα λένε)…είκοσι-τριάντα ψάρια κάθε βάρκα μπορεί και παραπάνω…μεγάλα ψάρια…Προφανώς τα άλλα ψάρια τα πετάνε στην θάλασσα…τσοφ κυνηγάνε…Όχι όλες…κάποιες πιρόγες που ο Σέσε τους ήξερε…Όμως οι πιρόγες δεν έχουν ούτε αμπάρι…ούτε τελάρα…ούτε πάγο…Τα ψάρια κάτω στο πάτωμα της πιρόγας μέσα στα βρωμόνερα κάτω απ τον Αφρικάνικο ήλιο…Στοίβες οι σφυρίδες έξω στην άμμο κάτω απ τον ήλιο…
Απογοητεύθηκα…αδύνατον να βρώ ψάρια…όλα ζαλιζμένα…Οι μαύροι τα παραχώνουν στην υγρή άμμο για να τα συντηρήσουν…αν είναι δυνατόν…σκεφτόμουν…
Δυο παλέττες αεροπορικά που ζητούσε ο καπταν Κλέων…ήταν πέντε τόνοι ψάρια…και μάλιστα σφυρίδες…που να τα βρώ…
-Πάμε να φύγουμε ρε Σέσε…δεν κάνουν τα ψάρια…πάμε…
Είχα ξαναπάει στο Καγιάρ…η ίδια απογοήτευση….
Πήγαμε στο αυτοκίνητο…ο Σέσε πάει να βάλει μπρος την μηχανή… τίποτα…γκα..γκα…γκα…η μηχανή…μίζα τίποτα…
Μούρθε το αίμα στο κεφάλι…κι ήλιος από πάνω κάρφωνε…
-Τι έγινε ρε Σέσε;
-Πα ντε προμπλέμ πατρόν*(αφεντικό)…πα ντε προμπλέμ…
-Τι…πα ντε προμπλεμ ρε; Πήγαινε στο χωριό να φωνάξεις καμιά δεκαριά να μας σκουντήξουν μέχρι τον δρόμο…να βάλουμε μπρός…
Ο Σέσε με κοίταξε περίεργα…
-Πουρκουά πατρόν;…Γκιατί;
-Τι γιατί ρε; Για να βάλουμε μπρος…ρε να βάλουμε μπρος το μοτόρι …κομπρί ;
Ο Σέσε κούνησε το κεφάλι του….
-Ααα…πατρόν…εσείς Έλληνες πολύ χαζό…
Έμεινα άφωνος! Μου τόχε ξαναπεί αυτό κι άλλη φορά.
Σήκωσε την κελεμπία του και την έκανε κόμπο γύρω από τον κώλο του…Με αργές χειρουργικές κινήσεις άνοιξε το ντουλαπάκι…έβγαλε τον γρύλο και σήκωσε την πίσω ρόδα...παρακολουθούσα αμήχανος…
-Τι κάνει ο μαλάκας…είπα μέσα μου…
Άνοιξε τον διακόπτη…έβαλε “τετάρτη”…γύρισε μισή στροφή την ρόδα κι έβαλε μπρος…
Τρελάθηκα…ρε έπρεπε να πάω εξ χιλιάδες μίλια απ την Ελλάδα για να μου μάθει ο αράπης να βάζω μπρός απ την ρόδα;
Ο Σέσε με κοίταζε μ ένα αλαζωνικό ύφος…εγώ κοίταζα τα παπούτσια μου…
-Ενφίν πατρόν…παρτίρ (τέλος αφεντικό…πάμε να φύγουμε)…και χτύπησε τα χέρια του…
-Σέσε…μην πεις τίποτα άλλο…θα σε παραχώσω εδώ στην άμμο…
-Παρντόν;…πουρκουά πατρόν;
-Βρε α..σιχτίρ…πουρκουά..πουρκουά…πάμε να φύγουμε…
Φτάσαμε βράδυ στο Ντακάρ. Ο καπταν Κλέων έβαζε ρούχα σε μια μικρή βαλίτσα..
-Πετάω σε τρεις ώρες για Παρίσι, νομίζω στο είχα πει…Έχουμε συνέλευση μετόχων…Θα γυρίσω την Πέμπτη. Θα με πας στο αεροδρόμιο.
-Μα καπταν Κλέων αύριο είναι Πάσχα…κι Τάσος έφυγε για την Ελλάδα…είμαι μόνος…Έλεγα…η Μαρί Ροζ να βάψει κανένα κόκκινο αυγό να κάνουμε μαζί Πάσχα…Έχω και κόκκινη μπογιά…μου την έδωσε ο καπταν Φώτης…Έφερα και πενήντα αυγά απ το Καγιάρ…
-Ρε για ψάρια σ έστειλα στο Καγιάρ…αυγά έφερες;
-Μα…Πάσχα έχουμε αύριο καπταν Κλέων…Πάσχα..
-Α…ναι….
Κατάλαβε την πίκρα μου…τάλεγα και μόνο που δεν έκλαψα…
-Δεν πειράζει…πέρσι τέτοια μέρα ήσουν στο πέλαγος…φέτος είσαι πιο καλά…Κάνε καμιά γύρα στο λιμάνι κι αν είσαι τυχερός μπορεί να βρεις κάποιο Ελληνικό βαπόρι να κάνεις Πάσχα…θα φάτε και μαγειρίτσα…
Μπήκαμε στο αυτοκίνητο για το αεροδρόμιο…σ όλη την διαδρομή δεν είπαμε κουβέντα…Οδηγούσα χωρίς να μιλώ…Τον μισούσα που έφευγε…δεν τούπα τίποτα για τα ψάρια…ούτε και με ρώτησε.Χτύπησε την πόρτα στο αυτοκίνητο κι απ το παράθυρο πέταξε ένα βιαστικό...
-Για τα ψάρια θα μου πεις όταν γυρίσω…Καλή Ανάσταση…
-Μπον βουαγιάζ καπετάνιε…Καλή Ανάσταση…
Πάτησα γκάζι και χάθηκα…”πως μπορεί να είναι τόσο σκληρός…γι αυτό άντεξε την αραπιά τριάντα χρόνια”…σκεφτόμουν…”έλα ρε…μέρα είναι θα περάσει”…και μου ήρθαν δάκρυα…Το πέλαγος σκέφθηκα …εκεί θάθελα να ήμουν τώρα…εκεί που τα Ελληνικά βαπόρια σκάνε φωτοβολίδες στον ουρανό για να γιορτάσουν την Ανάσταση…Φωτιά όλος ο Ατλαντικός…Χριστός Ανέστη…μια αστραπή όλος ο ωκεανός…
Μου ήρθαν στο μυαλό εικόνες…η Φανή μου τα πιτσιρίκια μου…αύριο γιορτάζει η Λαμπρινή μου η κορούλα μου…πόσο πονάω Θεέ μου…Ίσως τώρα στην Ελλάδα θα χτυπάνε οι καμπάνες…πόσο πονάω Θεέ μου…Πήγα στο σπίτι μόνος μου…να κλάψω…να κάνω Ανάσταση…


Δημήτρης Σιμσιρίκης

1 σχόλιο:

  1. Ο Δημήτρης Σιμσιρίκης είναι Αλεξανδρουπολίτης και καλός φίλος της Σαμοθράκης και δικός μου φίλος.Ταξίδεψε πολλά χρόνια κυρίως σε ψαράδικα και οι ιστορίες του είναι ατέλειωτες. Ακόμη πιο όμορφες όμως είναι όταν τις ακούς ζωντανά από τον ίδιο. Νάναι γερός λοιπόν ο φίλος του νησιού μας, να θυμάται αλλά ΚΑΙ ΝΑ ΤΑ ΓΡΑΦΕΙ . . .
    Β.Σ.

    ΑπάντησηΔιαγραφή