Στην πατρίδα των παιδικών μου χρόνων, τούτες οι μέρες ήταν η αρχή των
γιορτών. Για την ακρίβεια, λίγες μέρες πριν, μετά τις 12 του μήνα μάλλον, και
ίσως μετά τις 15, στην γιορτή του Αγίου Ελευθερίου, ελευθερώνονταν κάπως οι
άνθρωποι και ξεκινούσαν τα προεόρτια, δηλαδή οι ετοιμασίες για τις χρονιάρες
μέρες. Όσο κι αν επιμέναμε, δεν υπήρχε περίπτωση να ενδώσει η μάνα, ήταν
ανυποχώρητη, το δέντρο, μόνο αφού έκλεινε ο κύκλος των γιορτών των αγίων του
πρώτου δεκαημέρου θα στολίζονταν. Δεν υπήρχε περίπτωση, να πας βαρβάρα στην
νονά ή να μπλεχθείς με την πάστρα μετά του Αϊ Νικόλα και ταυτόχρονα να έχεις
την έγνοια του στολίσματος του δέντρου. Γιατί εμείς, οι από την Αδριανού
ορμώμενοι, όπως την έλεγε, σαν την Άννα Κομνηνή ο παππούς, δέντρο στολίζαμε, κι
ας λένε ότι ελληνικό είναι μόνο το καράβι. Οι μόνες βάρκες της ζωής μας ήταν οι
μπλάβες, άσχετα αν η μνήμη των παλιών ξεχείλιζε από τις αφηγήσεις για ένα
ποτάμι, τον Έβρο, ναυσίπλοο, εύπλου για την ακρίβεια και αγωγιάτη, έμπλεο
σακολέβων και σελίων από την εποχή του ερωτοχτυπημένου Βορέα, καρδιά της
μυθικής σχέσης μεταξύ της Ρωμυλίας και της Άσπρης Θάλασσας, της πλανεύτρας, που
τόσο συνέγειρε και άλλους λαούς, μέχρι του σημείου να κάνουν βαρβαρότητες, όπως
η βουλγάρικη κατοχή, που σύμφωνα με τους πολύπαθους και ανθεκτικούς στον πόνο
καις τις κακουχίες Θρακιώτες ήταν σκληρότερη από εκείνην του τρίτου Ράιχ. Άμα
δεν βγάζεις καραβοκύρηδες κι αυγατίζεις τα πλούτη σου από τα ελέη των
καμπίσιων, περιορίζεσαι σ’ αυτό που κάνεις. Κι ανάλογα μ’ αυτό που κάνεις
σκέφτεσαι κιόλας. Οι θαλασσοθρεμένοι ναι, το ονειρεύονταν, πλάνταζαν συθέμελα
απ’ την λαχτάρα για ένα σκαρί, το αγιοποιούσαν κιόλας, κι ίσως και γι’ αυτό το
έμπαζαν και μέσα στο σπίτι, πλουμιστό, στην πιο περίοπτη θέση. Κι όχι όλοι οι
θαλασσινοί. Σπανίζουν αναλόγως οι ευφάνταστοι στον Παπαδιαμάντη, τον Μπαστιά,
τον Κόντογλου και τους άλλους. Πώς να κάνει πίσω λοιπόν η μάνα για το δέντρο,
ασκημένη σ’ ένα περιβάλλον που, άσχετα αν αφορούσε σε ένα από πιο δυνατά
πνευμόνια του κόσμου μετά την Πόλη, ευλογημένο από την ιστορία, ίσως και γιατί ξεκίνησε
την ύπαρξή του με μιαν εξιλέωση, του εξαγνισμού του Ορέστη, ακολουθούσε την
αγροτική τελετουργία, στην οποία άλλωστε όφειλαν την καταγωγή τους και τα κάθε
λογής έθιμα. Κάθε άγιος είχε την τιμητική του τότε, κι ο τρόπος που οι βιοπόροι
περιέβαλλαν τους αγίους τους ήταν απόδοση τιμής για τον αγώνα μιας κοινωνίας
που αγιοποιούσε κατ’ εικόνα του κόσμου της, των ονείρων και του αγώνα για τον
εξανθρωπισμό της. Κι ήταν η εποχή που κι ο λόγος που παράγονταν κοινωνικά ήταν
κόσμιος, γεννιούνταν δηλαδή απ’ την αληθινή ζωή, όχι απ’ την εικονική
πραγματικότητα, αφηγηματικά, με την προφορική εγγραμματοσύνη, έτσι, που κι ο
Αγιο-Σπυρίδωνας ξεκινούσε να μετρά, σπυρί-σπυρί το μεγάλωμα της μέρας, δίκιο
είχαν με το παλιό ημερολόγιο, κι ήταν και μέτρο για υπομονετική ανυπομονησία,
δηλαδή εγκράτεια και πνευματική εξύψωση, λίγο από ανάγκη και λίγο από επιβολή,
πάντα η εξουσία είχε τον τρόπο της να εσωτερικεύεται. Το δέντρο εξάλλου, καμιά
σχέση με τα σημερινά, δεν είχε ακόμη εισβάλλει το πλαστικό ως χρήση, πόσο
μάλλον ως σχέση, το δέντρο λοιπόν, που μάλλον χάνει τις ρίζες του στα βάθη του
χρόνου, «εκεί π’ ακούμπησε ο Χριστός, χρυσό κλαδάκι απώλκε», είχε την δική του
ευφάνταστη και κοπιαστική τελετουργία. Νάναι μεγάλα τα καρύδια, και νάχεις
μεριμνήσει για την εξασφάλιση ασημί περιτυλίγματος ή χρυσόχαρτου, άντε να βρεις
τότε. Και ήθελε και τέχνη για να ισορροπήσεις στα κλαδιά τους φασκιωμένους με
κόπο αλλά πιο πολύ με τρυφερότητα καρπούς, χειροποίητες οι μπάλες όπως και το
μέλλον, που ήθελε χέρι κι αγώνα ατελείωτο για να τα φέρεις βόλτα. Θυμάμαι ακόμη
εκείνα τα πρώτα ηλεκτρικά φωτάκια, δίπλα σ’ εκείνο το αγγελάκι που έφερε το
1966, αρκετό καιρό μετά όμως, προνομιούχοι, όπως κι ο καθένας που αισιοδοξεί
και ονειρεύεται, γιατί μέσα από το λαμπύρισμά τους ξεπρόβαλλαν και κάποιες πλευρές
της νέας εποχής, αυτό που φανταζόμασταν έμπλεοι αισιοδοξίας, που οι διηγήσεις
των παλαιών περιέγραφαν ως εποχή που θα ξεχνιόταν η πείνα, οι στερήσεις, οι
ταπεινώσεις, η αγωνία για την επιβίωση. Τα όνειρα της γενιάς που έζησε την
φρίκη του δεύτερου πολέμου. Τα σπίτια άχνιζαν από γλυκά, προπαραμονές όμως, όλα
χειροποίητα, για να νοστιμίσουν τις σχέσεις των ανθρώπων, που τότε τις
φρόντιζαν, δεν είχαν ακόμη ανακαλύψει την λαγνεία της αγοράς, το κυνήγι να
γεμίσεις αυτό που σου λείπει ως οντότητα με αντικείμενα, παρόλο που κάτι είχε
αρχίσει ήδη να δείχνει το σελιλόιντ , μετρημένες οι δυνατότητες άλλωστε τότε
για ξόδεμα. Κι ο κύκλος της γιορτής σταθερός σαν τους χτύπους της καρδιάς,
ξεχειλισμένος αλλά βιαστικός, σε λαχάνιαζε άμα τον ζούσες, μια τζούρα χαράς, ίσα
που προλάβαινες να την ζήσεις, σαν τις μετρημένες στιγμές της ευτυχίας...
Καλές Γιορτές
*** Ο φίλος μου Κ.Π. είναι γεννημένος στην Ορεστιάδα και τον χαρακτηρίζει η μεγάλη του αγάπη και η γνώση της ιστορίας κυρίως της περιοχής του. Για όσους δεν γνωρίζουν η πόλη της Ορεστιάδας δημιουργήθηκε από την ανταλλαγή των πληθυσμών και κατοικήθηκε από Ανδριανουπολίτες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου