1 Μαΐου 2021

Ένα διαφορετικό Πάσχα, της θάλασσας από τον Δ.Σιμσιρίκη


ΠΑΣΧΑ

Φτάσαμε βράδυ στο Ντακάρ. Ο καπταν Κλέων έβαζε ρούχα σε μια μικρή βαλίτσα..
-Πετάω σε τρεις ώρες για Παρίσι, νομίζω στο είχα πει…Έχουμε συνέλευση μετόχων…Θα γυρίσω την Πέμπτη. Θα με πας στο αεροδρόμιο.
-Μα καπταν Κλέων αύριο είναι Πάσχα…κι Τάσος έφυγε για την Ελλάδα…είμαι μόνος…Έλεγα…η Μαρί Ροζ να βάψει κανένα κόκκινο αυγό να κάνουμε μαζί Πάσχα…Έχω και κόκκινη μπογιά…μου την έδωσε ο καπταν Φώτης…Έφερα και πενήντα αυγά απ το Καγιάρ…
-Ρε για ψάρια σ έστειλα στο Καγιάρ…αυγά έφερες;
-Μα…Πάσχα έχουμε αύριο καπταν Κλέων…Πάσχα..
-Α…ναι….
-Καπταν Κλέων άλλα όνειρα είχα γι αύριο…έλεγα στην βεράντα σου να κάτσουμε να πίνουμε μπίρες να μαγειρεύει Μαρί Ροζ να λέμε ιστορίες για την πατρίδα…αλλά εσύ ψάρια ονειρεύεσαι…
Κατάλαβε την πίκρα μου…τάλεγα και μόνο που δεν έκλαψα…
-Δεν πειράζει…πέρσι τέτοια μέρα ήσουν στο πέλαγος…φέτος είσαι πιο καλά…Κάνε καμιά γύρα στο λιμάνι κι αν είσαι τυχερός μπορεί να βρεις κάποιο Ελληνικό βαπόρι να κάνεις Πάσχα…θα φάτε και μαγειρίτσα…
Μπήκαμε στο αυτοκίνητο για το αεροδρόμιο…σ όλη την διαδρομή δεν είπαμε κουβέντα…Οδηγούσα χωρίς να μιλώ…Τον μισούσα που έφευγε…δεν τούπα τίποτα για τα ψάρια…ούτε και με ρώτησε.Χτύπησε την πόρτα στο αυτοκίνητο κι απ το παράθυρο πέταξε ένα βιαστικό...
-Για τα ψάρια θα μου πεις όταν γυρίσω…Καλή Ανάσταση…
-Μπον βουαγιάζ καπετάνιε…Καλή Ανάσταση…
Πάτησα γκάζι και χάθηκα…”πως μπορεί να είναι τόσο σκληρός…γι αυτό άντεξε την αραπιά τριάντα χρόνια”…σκεφτόμουν…”έλα ρε…μέρα είναι θα περάσει”…και μου ήρθαν δάκρυα…Το πέλαγος σκέφθηκα …εκεί θάθελα να ήμουν τώρα…εκεί στα Ελληνικά ψαράδικα που σκάνε φωτοβολίδες στον ουρανό για να γιορτάσουν την Ανάσταση…Φωτιά όλος ο Ατλαντικός…Χριστός Ανέστη…μια αστραπή όλος ο ωκεανός…
Μου ήρθαν στο μυαλό εικόνες…η Φανή μου τα πιτσιρίκια μου…αύριο γιορτάζει η Λαμπρινή μου η κορούλα μου…πόσο πονάω Θεέ μου…Ίσως τώρα στην Ελλάδα θα χτυπάνε οι καμπάνες…πόσο πονάω Θεέ μου…Πήγα στο σπίτι μόνος μου…να κλάψω…να κάνω Ανάσταση…
Απ τα χαράματα βγήκα στους δρόμους…γραμμή για το λιμάνι…να δω Ελληνική σημαία…να βρω Ελληνικό βαπόρι…να κάνω Πάσχα. Γύρισα σαν τρελός όλα τα ντόκα…τίποτα…Γερμανοί Γάλλοι Κινέζοι Σπανιόλοι Πορτογάλοι…Έλληνες πουθενά…απογοήτευση, πίκρα…βούρκωσα ήθελα να κλάψω…
Οδηγούσα στους δρόμους χωρίς να ξέρω που πάω…Σαν αστραπή μούρθε στο μυαλό μου το Νιανίγκ…”αυτό είναι…είπα, στο Νιανίγκ θα πάω στον Αντωνόπουλο τον ξενοδόχο”…Οι μόνοι Έλληνες στην Σενεγάλη…αυτός κι ο αδερφός του. Είχαν ένα μεγάλο ξενοδοχείο εκατόν πενήντα χιλιόμετρα νότια απ το Ντακάρ…προς την Γκάμπια…Μια κατάφυτη όαση δίπλα στον ωκεανό…Πισίνες…γήπεδα γκολφ…ιπποφορβεία με άλογα…μαρίνα και σκάφη με μαύρους καπεταναίους για να ψαρεύουν οι Γάλλοι με τις…κοιλάρες και τα πούρα…ξιφίες στον Ατλαντικό…Ένας παράδεισος για τους πλούσιους Γάλλους…
Βγήκα στον δρόμο πατημένος…πίσω μου έβλεπα στον καθρέφτη…άφηνα ένα ντουμάνι μια κάπνα…Είχα βέβαια μια αγωνία αν το σαραβαλάκι θα με πήγαινε στο Νιανίγκ…μα πιο πολύ φοβόμουν τα ποτάμια...Οι Σενεγαλέζοι δεν κάνουν γέφυρες…μια τσιμενταρία κάνουν και περνάει το νερό από πάνω. Αν σβήσει η μηχανή σε τρώνε οι κροκόδειλοι…”ρε αυτό κι αν είναι Πάσχα”…σκεφτόμουν…
Πέρασα την σαβάνα*(έρημος) πατημένος…τα γκάζια τέρμα …έβλεπα μια σκόνη πίσω μου.Ύστερα η ζούγκλα…τα ποτάμια…Στον δρόμο τίποτα…ούτε ελέφαντες ούτε γαζέλες ούτε μια μαϊμού…μια ησυχία…
Στο “Hotel Nianig” μου άνοιξε το “πασσάζο” ένας ευγενικός ψηλός μαύρος με μια μπλε στολή κι έναν μπερέ…με θυμόταν…
-Ααα…μπονζούρ μεσιέ…σαβά μπιέν;
-Α..γαμήσου και συ ρε μαλάκα…
Μου ανταπέδωσε τον χαιρετισμό μ ένα πλατύ χαμόγελο…κι έδειξε τις δοντάρες του…
Τον Αντωνόπουλο τον βρήκα σε μια από τις πισίνες του…έπινε τον καφέ του…Άντρας γύρω στα εξήντα…άσπρη γενειάδα μέχρι την κοιλάρα του..μ ένα πούρο στο χέρι και με μια άσπρη μπούμπου*(κελεμπία) με χρυσαφιά κεντήματα και με κάτι χαϊμαλιά στον λαιμό…σενεγαλέζος βέρος…
Ο Αντωνόπουλος είχε το Ελληνικό Προξενείο στο Ντακάρ…ήταν ο Πρόξενος της Ελλάδας…Το προξενείο το κρατούσαν η κυρία Λένα …Ελληνολιβανέζα …χήρα γύρω στα εξήντα…πρώην γκομενάρα, με την κόρη της γύρω στα τριάντα πέντε…γεματούλα λιγάκι αλλά…σε καλή κατάσταση…Πιο πολύ Λιβανέζα την έκανες παρά Ελληνίδα…είχε εκείνο το μελαψό το Λιβανέζικο …το πουτανιάρικο…
Στο Ντακάρ ερχόταν τα Ελληνικά αλιευτικά. Η κυρία Λένα κατέβαινε στο λιμάνι με την κόρης της…μ ένα μεγάλο μαύρο εξακύλινδρο Πεζώ, τάχα να πάρει ψάρια…Έπαιρνε δυο Έλληνες καπεταναίους να τους κάνει τραπέζι στο σπίτι της…Οι καπεταναίοι γυρνούσαν το πρωί στα βαπόρια…Τι στο διάολο τρώγανε μέχρι το πρωί…δεν μπόρεσα ποτέ να καταλάβω…To προξενείο μας…κάπου στην Σαντινέρ, σε μια αράπικη συνοικία είχε μια ταμπέλα έναν θυρεό… “Consulat de Grece” …πήγαινα γιατί η κυρία Λένα πολύ με συμπαθούσε…τις πιο πολλές φορές που πήγα να κάνω κάνα τηλέφωνο στην Ελλάδα…ήταν κλειστό…
Ο Αντωνόπουλος με καλοδέχτηκε…μάλλον σαν να χάρηκε που με είδε…
-Καλημέρα κύριε Αντωνόπουλε …Χριστός Ανέστη…
-Καλώς τον Δημητρό καλημέρα…παρντόν δεν κατάλαβα τι είπες;
-Πάσχα κύριε Αντωνόπουλε …Πάσχα έχουμε σήμερα…
-Ααα…ναι; Σώπα ρε…αλήθεια; Μόνος σου ήρθες;
-Ναι κύριε Αντωνόπουλε …
-Δεν σου είπα όταν θάρχεσαι να φέρνεις δυο τρεις καπεταναίους φίλους σου; Οι πελάτησές μου…βαρέθηκαν θα φύγουν…βαρέθηκαν τους μαύρους υπαλλήλους μου…
-Ναι κυριε Αντωνόπουλε …όταν ξανάρθω θα τους φέρω…
Ανέμισε την κελεμπία του δεξιά αριστερά να πάρουν αέρα τα αρχίδια του…τράβηξε μια ρουφιξιά το πούρο και μου γύρισε την πλάτη…
-Να κάνω κανένα τηλέφωνο στην Ελλάδα κύριε Αντωνόπουλε;
-Ρε κάνε όσα θες…υπομονή θέλει μόνο…Παρντόν τώρα έχω δουλειά…θα τα πούμε μετά…και με παράτησε…
Οι πελάτησές του οι κυρίες και οι κόρες των Γάλλων βιομηχάνων κάναν διακοπές εξ επτά μήνες…μαυρίζαν τα κορμιά τους στον Αφρικάνικο ήλιο και το καλοκαίρι ανηφόριζαν στην Ευρώπη στις πλαζ του Κάπρι και της Κόστας Ντελ Σολ…να συνεχίσουν τις διακοπές τους…
Οι Γάλλοι βιομήχανοι ερχόταν κάθε Παρασκευή με τσάρτερ στο Ντακάρ κι από εκεί με κάτι λεωφοριάκια για ζούγκλα…μαύροι οδηγοί τους φέρναν στο Νιανίγκ. Άλλοι ντυμένοι με ρούχα καμουφλάζ για ζούγκλα με τις κοιλάρες τους και τα πούρα και κάτι καραμπίνες…κι άλλοι ντυμένοι καπεταναίοι με άσπρα καπέλα με χρυσές κλάρες με κοντά παντελονάκια και την κοιλάρα απ έξω…σούργελα να τους βλέπεις και να κλαίς…Ερχόταν το απόγευμα της Παρασκευής και πήγαιναν κατ ευθείαν στα μπάρ του ξενοδοχείου μαζί με τις καραμπίνες…Κατά τις δύο-τρεις την νύχτα δυο μαύροι τους σήκωναν…λιάρδα στο μεθύσι…
-Που τον πάνε τον Γάλλο κύριε Αντωνόπουλε; Έπαθε τίποτα;
-Μπά όχι ρε…τον πάνε να κοιμηθεί…
Το Σάββατο τα ίδια…πίναν μέχρι να βρουν τον πάτο…την Κυριακή το απόγευμα έφευγαν…Ποια ζούγκλα για γαζέλες…ποιον ωκεανό για ξιφίες…ουίσκια και μπίρες έπιναν μέχρι να στανιάρουν…Δεν ξέρω αν αυτοί οι εκατομμυριούχοι περνούσαν πιο καλά από μένα…
Έκανα βουτιές στις πισίνες έκανα γύρα τους μπουφέδες με τα τροπικά φρούτα και τα Αφρικάνικα φαγητά…τέλος πάντων έκανα Πάσχα πέρασα καλά ξεχάστηκα…πήρε να νυχτώνει… Ένιωσα μια ενοχή…”φτάνει το χασομέρι…έχω κι ένα πλήρωμα που με περιμένει” …σκέφθηκα…
-Θα φεύγω κύριε Αντωνόπουλε…
-Τρελάθηκες; Ούτε να το σκεφθείς…ρε που θα πας μέσα στην νύχτα…Θα σε φάνε οι μαύροι και τα φίδια…Θα φύγεις το πρωί…
-Δεν μπορώ κύριε Αντωνόπουλε…πρέπει να φύγω οπωσδήποτε το πρωί βγαίνω στην δουλειά…
Έφυγα νύχτα…ούτε που φανταζόμουν τι θα μου συνέβαινε…


*** Ο Δημήτρης είναι φίλος μου, Αλεξ/πολίτης έμπορος, πρώην ναυτικός για πολλά χρόνια και Λάτρης της Σαμοθράκης μας. Έχει το "χάρισμα" να γράφει γλαφυρά και η θεματολογία του είναι η θάλασσα. Πρόσφατα έχει εκδώσει βιβλίο του που αφηγείται τις ιστορίες του που είναι η ίδια η ζωή του.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου