Το “Σπύρος Κ ” είχε πορεία Όστρια. Αρμένιζε μέσα στην καταχνιά του Ατλαντικού. Καλάδα στην καλάδα κατέβαινε νότια προς τον Ισημερινό. Στο “δύο” πλάτος, καζάνι που βράζει. Θερμοκρασία θαλάσσης, τριάντα βαθμοί. Τα νερά της μηχανής σχεδόν στο “κόκκινο”, απ΄την κάψα. Η κουβέρτα, πυρακτωμένο σίδερο.
Μοναχοβάπορο, πλοίο φάντασμα, σε μια θάλασσα που καπνίζει από την ζέστη. Πλήρωμα και καπετανέοι, βιβλικές μορφές, κοκαλιάριδες, σχεδόν γυμνοί, με γένια και μαλλιά ως τα γόνατα. Πιο μαύροι απ’ τους μαύρους. Όλοι σαλταρισμένοι.
Ο Βλάσης, το καμαρωτάκι, σερβίρει την βραδινή βάρδια, πετάει την ποδιά, φεύγει και κάθεται στην πλώρη πάνω στη “σκρόφα” της άγκυρας, (το γρανάζι που φωλιάζουν οι κρίκοι της καδένας) κάθε βράδυ, περιμένει να δει φανάρι. Κάθε βράδυ.
Ο Στρατής χθες το βράδυ έλεγε ότι είναι το τελευταίο του μπάρκο. Διαβάζει ένα ξεφτισμένο βιβλίο, ενός γέροντα μοναχού, δεν ξέρω ποιος τόφερε στο βαπόρι, που στο διάολο το βρήκε. Το διαβάζει κάθε μέρα, μέχρι που τo’ μαθε απ’ έξω.
-Tέρμα οι πουτάνες και το χασίσι. Θα ξεμπαρκάρω, μετά θα κοιμηθώ ένα μήνα και μετά θα γίνω καλόγερος στο Όρος. Κι αν δεν με πάρουν θα γίνω “πιτσικόμης” (πιτσικόμης είναι ο ναυτικός που γυροφέρνει τα λιμάνια και δεν μπαρκάρει ποτέ).
Όταν ξεμπαρκάρισε το ξέχασε, μετά ξανα-μπαρκάρισε.
Οι μαύροι το χαβά τους, πέντε προσευχές την ημέρα στο Ντέκ, (κατάστρωμα) με το χαλάκι της προσευχής. Στα γόνατα, όλοι μαζί. Η μεγάλη προσευχή, στις εννιά το βράδυ, στο γέρμα του ήλιου, κρατάει σχεδόν μια ώρα. Στη βραδινή καλάδα, κάθονται πρύμα στον λαϊνά, έχουν ένα τουμπερλέκι, το βαράει ένας, λένε τραγούδια Αφρικάνικα απ΄ τα χωριά τους, και φουμάρουν μαύρο.
Ο Τσότσος, το μαϊμούνι του Μήτσου, μπήκε μέσα στη καμπίνα του, άνοιξε το βαλιτσάκι, και του έσκισε όλα τα γράμματα και τις φωτογραφίες. Για να τον εκδικηθεί, γιατί είχε να δει άλλα μαϊμούνια, ένα χρόνο.Είναι εξαφανισμένο δυο μέρες.
Ο Μήτσος λύσσαξε, ψάχνει όλο το βαπόρι να το βρει.
-Θα σε βρω, που θα μου πας, θα σε κάνω ψητό, στο φούρνο με πατάτες.
Κάτω στο μηχανοστάσιο ο Ηρακλής με τους βοηθούς του, είναι είκοσι ώρες. Είκοσι ώρες στην κόλαση. Αλλάζουν πιέλες σε μια ψυκτική κεφαλή που “χτύπησε”. Κινδυνεύουν να χάσουν όλο το φορτίο. Εκατό τόνοι ψάρια. Καταστροφή για όλους.
Θερμοκρασία μηχανοστασίου; Εξήντα πέντε βαθμοί.
Το ξημέρωμα της δεύτερης μέρας ο Ηρακλής έβαλε μπρος την κεφαλή. Άνοιξε τις βάνες, το ψυκτικό υγρό έτρεξε σαν αίμα στις φλέβες του ψυγείου. Μείον είκοσι-τρία γράψανε τα θερμόμετρα. Ξάπλωσε γυμνός, ανάσκελα, στα “πανιόλλα” (το πάτωμα) που καίγανε. Έκλαιγε απ΄τη χαρά του. Δεν είχε πια κουράγιο, ούτε στην καμπίνα του να πάει. Πάνω στην γέφυρα ο Καπτάν-Κυριαζής πήρε το σήμα.
-Μωρέ τόξερα ότι θα βάλει μπρος. Είκοσι χρόνια δεν άφησε το βαπόρι ποτέ από ψύξη. Ξέρω, το “Σπύρος Κ” γέρασε, σαν κι εμένα, τα ψυκτικά είναι παλιά και κουρασμένα, αλλά ο Ηρακλής σ’ όλο τον Ατλαντικό είναι Ένας. Πες του ν’ ανέβει στην γέφυρα να τον δω, αποθύμησα την φάτσα του. Να φέρει και το μπουκάλι του, το τσίπουρο, το Κουλουριώτικο.
ΤΑΚΗΣ ΣΙΜΣΙΡΙΚΗΣ
Ο Τ.Σιμσιρίκης είναι
ένας γνωστός Αλεξανδρουπολίτης επιχειρηματίας.
Πολλοί γνωρίζουν ότι έφαγε τη ζωή του στη θάλασσα, στα "ψαράδικα".
Λιγότεροι όμως γνωρίζουν ότι έχει το χάρισμα να αποδίδει με τον γραπτό του λόγο φωτογραφίες των αναμνήσεών του και των εμπειριών του.
Στο blog μου με την συγκατάθεσή του, θα δημοσιεύω περιοδικά δικά του αυτοτελή κείμενα και σας προτρέπω να τον διαβάζετε.
Σπιτάλας Β.
Πολλοί γνωρίζουν ότι έφαγε τη ζωή του στη θάλασσα, στα "ψαράδικα".
Λιγότεροι όμως γνωρίζουν ότι έχει το χάρισμα να αποδίδει με τον γραπτό του λόγο φωτογραφίες των αναμνήσεών του και των εμπειριών του.
Στο blog μου με την συγκατάθεσή του, θα δημοσιεύω περιοδικά δικά του αυτοτελή κείμενα και σας προτρέπω να τον διαβάζετε.
Σπιτάλας Β.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου