Οι πέντε Νεομάρτυρες, Μανουήλ Παλογούδας,
Θεόδωρος Δημητρίου, Γεώργιος Κουρούνης και ο νεότερος Γεώργιος Καλακίκος
κατάγονταν από την Σαμοθράκη, ο δε Μιχαήλ από την Κύπρο, και μαρτύρησαν στη
Μάκρη Αλεξανδρούπολης τη Δευτέρα του Θωμά 6 Απριλίου 1835 και η μνήμη τους
τιμάται κάθε χρόνο την Κυριακή του Θωμά.
Όταν έγινε η επανάσταση του 1821 επέδραμαν πολλοί Τούρκοι από τις γύρω περιοχές στη Σαμοθράκη και κατέσφαξαν το μεγαλύτερο μέρος των κατοίκων, ιδιαίτερα τους άνδρες, τις δε γυναίκες και τα παιδιά τους πούλησαν σκλάβους στην Ανατολή, στην Ευρώπη και στην Αίγυπτο.
Ανάμεσα σε αυτούς ήταν και οι Άγιοι μάρτυρες, οι οποίοι σκλαβώθηκαν και με τη βία αρνήθηκαν τον Χριστό και έγιναν μουσουλμάνοι. Μάλιστα ο Μανουήλ ο οποίος πουλήθηκε στην Αίγυπτο, έμαθε και την αραβική γλώσσα και επιδόθηκε στη μελέτη του Κορανίου και των άλλων βιβλίων των Αράβων.
Όταν ηρέμησε η κατάσταση αργότερα, πολλοί εκπατρισμένοι Έλληνες έβρισκαν τρόπους να επαναπατρισθούν. Το ίδιο έκαναν και οι μάρτυρες. Επέστρεψαν στη Σαμοθράκη, στα κτήματά τους, και εγκαταλείποντας την πλάνη μέσα από ειλικρινή μετάνοια, ζούσαν πλέον ως χριστιανοί. Πολλές φορές καταγγέλθηκαν στις τουρκικές αρχές ως επανελθόντες στη χριστιανική πίστη από το Ισλάμ, αλλά με την καταβολή χρημάτων έμεναν ανενόχλητοι.
Οι χριστιανοί κάτοικοι του νησιού πολλές φορές τους συμβούλευσαν να φύγουν και να πάνε να εγκατασταθούν στα ελεύθερα ελληνικά εδάφη, τόσο για να μη γίνονται αντικείμενο εκμετάλλευσης από τον εκάστοτε Τούρκο διοικητή, όσο και για να μη κινδυνεύει η ζωή τους. Τα ίδια τους έλεγε και ο αρχιερέας της Τραϊανούπολης. Οι μάρτυρες όμως δεν το δέχονταν και παρέμεναν χωρίς να φοβούνται, εμπιστευόμενοι τον εαυτό τους στον Θεό.
Κάποτε όμως ήρθε στη Σαμοθράκη ένας ιεροδικαστής που είχε πολλή εξουσία, "καδής" σύμφωνα με τη δική τους προφορά, ο οποίος ήταν άνθρωπος πολύ σκληρός και ωμός και αυστηρός τηρητής των νόμων. Έτσι διέταξε να συλληφθούν οι πέντε μάρτυρες και να οδηγηθούν στη Μάκρη, όπου ήταν η έδρα της διοίκησης.
Αρχικά τους έκλεισαν σε σκοτεινή και απομονωμένη φυλακή, με τα πόδια στην ποδοκάκη. Την επόμενη μέρα ξεκινούσε η νηστεία των Αγαρηνών, το Ραμαζάν, και σε όλη τη διάρκεια της οι μάρτυρες έμεναν στη φυλακή.
Όταν έγινε η επανάσταση του 1821 επέδραμαν πολλοί Τούρκοι από τις γύρω περιοχές στη Σαμοθράκη και κατέσφαξαν το μεγαλύτερο μέρος των κατοίκων, ιδιαίτερα τους άνδρες, τις δε γυναίκες και τα παιδιά τους πούλησαν σκλάβους στην Ανατολή, στην Ευρώπη και στην Αίγυπτο.
Ανάμεσα σε αυτούς ήταν και οι Άγιοι μάρτυρες, οι οποίοι σκλαβώθηκαν και με τη βία αρνήθηκαν τον Χριστό και έγιναν μουσουλμάνοι. Μάλιστα ο Μανουήλ ο οποίος πουλήθηκε στην Αίγυπτο, έμαθε και την αραβική γλώσσα και επιδόθηκε στη μελέτη του Κορανίου και των άλλων βιβλίων των Αράβων.
Όταν ηρέμησε η κατάσταση αργότερα, πολλοί εκπατρισμένοι Έλληνες έβρισκαν τρόπους να επαναπατρισθούν. Το ίδιο έκαναν και οι μάρτυρες. Επέστρεψαν στη Σαμοθράκη, στα κτήματά τους, και εγκαταλείποντας την πλάνη μέσα από ειλικρινή μετάνοια, ζούσαν πλέον ως χριστιανοί. Πολλές φορές καταγγέλθηκαν στις τουρκικές αρχές ως επανελθόντες στη χριστιανική πίστη από το Ισλάμ, αλλά με την καταβολή χρημάτων έμεναν ανενόχλητοι.
Οι χριστιανοί κάτοικοι του νησιού πολλές φορές τους συμβούλευσαν να φύγουν και να πάνε να εγκατασταθούν στα ελεύθερα ελληνικά εδάφη, τόσο για να μη γίνονται αντικείμενο εκμετάλλευσης από τον εκάστοτε Τούρκο διοικητή, όσο και για να μη κινδυνεύει η ζωή τους. Τα ίδια τους έλεγε και ο αρχιερέας της Τραϊανούπολης. Οι μάρτυρες όμως δεν το δέχονταν και παρέμεναν χωρίς να φοβούνται, εμπιστευόμενοι τον εαυτό τους στον Θεό.
Κάποτε όμως ήρθε στη Σαμοθράκη ένας ιεροδικαστής που είχε πολλή εξουσία, "καδής" σύμφωνα με τη δική τους προφορά, ο οποίος ήταν άνθρωπος πολύ σκληρός και ωμός και αυστηρός τηρητής των νόμων. Έτσι διέταξε να συλληφθούν οι πέντε μάρτυρες και να οδηγηθούν στη Μάκρη, όπου ήταν η έδρα της διοίκησης.
Αρχικά τους έκλεισαν σε σκοτεινή και απομονωμένη φυλακή, με τα πόδια στην ποδοκάκη. Την επόμενη μέρα ξεκινούσε η νηστεία των Αγαρηνών, το Ραμαζάν, και σε όλη τη διάρκεια της οι μάρτυρες έμεναν στη φυλακή.
Μετά το τέλος της νηστείας, με εντολή του ιεροδικαστή, οι μάρτυρες παρουσιάστηκαν ενώπιον του. Αυτός, με τυραννικό ύφος και σοβαρό πρόσωπο, γιατί ήταν αλβανός στη γενιά και σκληρός στον τρόπο συμπεριφοράς, άρχισε με αυστηρότητα να τους ρωτάει για την καταγωγή τους και τη ζωή τους.
Οι μάρτυρες με ήρεμο τρόπο του απάντησαν:
«Εμείς, άρχοντα, είμαστε Χριστιανοί από Χριστιανούς προγόνους, γεννημένοι και μεγαλωμένοι στη Σαμοθράκη. Όταν έγινε εκείνη η επιδρομή, οι γονείς μας μαζί με πολλούς άλλους θανατώθηκαν, εμείς δε πουληθήκαμε σκλάβοι. Εκεί μας πίεσαν και με το καλό και με την απειλή και δεχθήκαμε την πίστη σας. Όταν όμως μεγαλώσαμε, καταλάβαμε την πλάνη και επανήλθαμε στο φως της αληθινής προγονικής μας πίστης, για την οποία είμαστε έτοιμοι και για τον θάνατο ακόμα, προκειμένου να ζήσουμε την αιώνια ζωή».
Όταν τ’ άκουσε αυτά ο καδής, οργισμένος τους είπε:
«Με ποια τόλμη, ανόητοι, περιφρονήσατε την πίστη του Μωάμεθ, η οποία σας χάρισε και τη ζωή, όταν κινδυνεύατε να θανατωθείτε, όπως και οι πρόγονοί σας, και σας υπόσχεται και μελλοντικές μεγάλες απολαύσεις;»
«Εμείς», απάντησαν οι μάρτυρες, «δεν δεχόμαστε με κανένα τρόπο να υποταχθούμε πάλι στην ασέβεια. Ο Χριστός είναι η ζωή μας, τον οποίο ζούμε και θα ζήσουμε, για τον οποίο προτιμούμε με κάθε προθυμία να πεθάνουμε, παρά τις πρόσκαιρες αμαρτωλές απολαύσεις των οποίων το αποτέλεσμα είναι η αιώνια κόλαση. Κρατήστε για τον εαυτό σας τα αγαθά που μας προτείνετε, τα οποία φθείρονται. Εμείς είμαστε Χριστιανοί και Χριστιανοί θα παραμείνουμε, απατηθήκαμε κάποτε εξαιτίας ανωριμότητας και αρνηθήκαμε τον Χριστό, που είναι η αιώνια ζωή, Τον οποίο τώρα ομολογούμε και κηρύττουμε με θάρρος μπροστά σε όλους. Στον Χριστό πιστεύουμε και Χριστιανοί θα πεθάνουμε. Δεν πρόκειται να κατορθώσεις να μας απομακρύνεις από την αλήθεια».
Εξαγριωμένος ο τύραννος διέταξε να τους κλείσουν στη φυλακή, με τα πόδια στο τιμωρητικό ξύλο και τα χέρια και το λαιμό δεμένα με αλυσίδες τεντωμένες, ώστε το σώμα να μένει μετέωρο. Οι μάρτυρες, αν και υπέφεραν, εντούτοις χαίρονταν και ευχαριστούσαν τον Θεό και παρηγορούσαν ο ένας τον άλλο. «Μη φοβηθούμε, αδελφοί, τον πρόσκαιρο θάνατο, ούτε να δειλιάσουμε από τα βασανιστήρια, διότι περνούν. Τον Θεό να φοβηθούμε που δίνει τη δύναμη σ’ όσους ελπίζουν στο όνομά Του».
Επειδή οι μάρτυρες ήθελαν να κοινωνήσουν, φρόντισαν οι προύχοντες της Μάκρης να κλειστεί στη φυλακή κάποιος ιερέας, με το πρόσχημα ότι χρωστάει τους φόρους. Έτσι ενισχύθηκαν και με την παρουσία του ιερέα, με τους παρηγορητικούς του λόγους, πολύ δε περισσότερο με την θεία Κοινωνία.
Μετά από τρεις ημέρες οι μάρτυρες οδηγήθηκαν μπροστά στον καδή ένας – ένας. Πρώτος οδηγήθηκε ο Μανουήλ, που ήξερε αραβικά και είχε σπουδάσει το Ισλάμ. Ο μάρτυρας όχι μόνο δεν πείστηκε αλλά αναίρεσε τα επιχειρήματα του καδή και ομολόγησε τον Χριστό.
Κατόπιν οδηγήθηκε ο μεγαλύτερος στην ηλικία Μιχαήλ. Το ίδιο και αυτός έμεινε αμετάπειστος και ομολόγησε τον Χριστό. Το ίδιο συνέβη και με τους άλλους τρεις. Κλείστηκαν πάλι στη φυλακή για 23 ημέρες χωρίς τροφή, ενώ βασανίζονταν ποικιλοτρόπως.
Τελικά εκδόθηκε η θανατική τους καταδίκη. Με διαταγή του διοικητή έμπηξαν πάνω σε σανίδες σίδερα γυρισμένα σαν αγκίστρια, ώστε να τους ρίξουν επάνω και να θανατωθούν.
Πήραν πρώτο τον μεγαλύτερο τον Μιχαήλ και τον οδήγησαν στην αγορά, όπου τον πίεζαν να αλλαξοπιστήσει. Επειδή ο μάρτυρας δεν αρνιόταν τον Χριστό, τον κατέκοψαν λεπτά κομμάτια ενώ εκείνος ο μακάριος στεκόταν όρθιος και προσευχόταν. Ήταν Δευτέρα του Θωμά.
Κατόπιν οδήγησαν τους άλλους τέσσερις στην αγορά, όπου βλέποντας πεταμένα εδώ κι εκεί τα μέλη του Μιχαήλ δόξαζαν τον Θεό. Τους μεν δύο, τον Γεώργιο και τον Θεόδωρο τους απαγχόνισαν.
Τον Μανουήλ, επειδή γνώριζε την πίστη τους και ήλεγξε την πλάνη, δεν τον άφησαν να προσευχηθεί, τον οδήγησαν στα αγκίστρια ενώ τον πίεζαν να εξωμόσει. Ο άγιος τους ήλεγξε για τελευταία φορά λέγοντας: «Αξιολύπητοι, εμείς με την θέλησή μας παραδινόμαστε στο θάνατο για το Χριστό, αλίμονο σε σας, τους ασεβείς και παράνομους, γιατί ο Θεός των όλων, ο Χριστός για τον οποίο πεθαίνουμε, αυτός θέλει να αποδώσει δικαιοσύνη για το αίμα μας και θα είναι αυτός που θα ανταποδώσει τις αρνητικές συνέπειες της κακίας σας, με τη δίκαιη κρίση Του».
Όταν είπε αυτά ο μάρτυρας, τον έσπρωξαν με δύναμη και έπεσε μπρούμυτα πάνω στα μεγάλα σίδερα, τα οποία καρφώθηκαν στο σώμα του προξενώντας του φρικτό πόνο, όπου βασανιζόμενος παρέδωσε το πνεύμα του.
Τον άλλο Γεώργιο, τον νεότερο, τον έριξαν και εκείνο στα φονικά άγκιστρα, τα οποία λύγισαν σα να ήταν από μολύβι. Τον σήκωσαν τότε και αφού έφεραν σιδερά να τα διορθώσει και να τα ακονίσει, τον έριξαν πάλι επάνω ενώ ο δήμιος τον πατούσε για να καρφωθεί καλά το σώμα του. Έμεινε ο άγιος βασανιζόμενος ένα εικοσιτετράωρο. Τη νύχτα πήγαιναν οι Χριστιανοί και τον παρηγορούσαν και έπαιρναν με κομμάτια υφάσματος από το μαρτυρικό του αίμα. Πολλοί Χριστιανοί και Τούρκοι θεραπεύτηκαν από διάφορες ασθένειες, ιδιαίτερα από την πανώλη που υπήρχε τότε στα μέρη εκείνα.
Όταν αυτά είχαν πλέον ολοκληρωθεί, δίνεται εντολή να απομακρυνθούν από εκεί τα λείψανα των μαρτύρων, αφού επρόκειτο να περάσει ο άρχοντας της Μάκρης, ο οποίος ονομαζόταν Μουσταφά και ο οποίος δεν ήταν σύμφωνος με τον θάνατό τους. Ήλθαν, λοιπόν, οι δήμιοι και πήραν από την κρεμάλα και τα σίδερα τα λείψανα των άλλων μαρτύρων, τον πολυβασανισμένο, όμως, Γεώργιο μόλις είδαν ότι ακόμη ζούσε, τον πυροβόλησαν στο κεφάλι και τον θανάτωσαν κι έτσι κατέληξε κι αυτός ο αείμνηστος. Με νεύμα των εξουσιαστών πήραν οι ευσεβείς τα μαρτυρικά τους λείψανα και τα ενταφίασαν με τιμές, δοξάζοντας τον Θεό και τιμώντας τους μεγαλομάρτυρές Του.
Μετά από λίγες ημέρες, όπως προείπε ο άγιος μάρτυς Μανουήλ, ο μεν ένας αιμοβόρος δήμιος, αυτός που απαγόρευσε στον Μανουήλ να προσευχηθεί, πέθανε από πανώλη, του δε άλλου στράφηκε το πρόσωπο πίσω, θέαμα ελεεινό.
Από την άλλη ο τύραννος Βάσαφ, αυτός που αποφάσισε οι Άγιοι να θανατωθούν, για αυτό ακριβώς υπέπεσε σε δυσμένεια του Σουλτάν Μαχμούντ, βρέθηκε μακριά από τα σύνορα, στη Βάρνα, όπου και αποκεφαλίστηκε. Τέλος, ο θηριώδης και σκληρός Τζελάλ, αυτός που με πικρό τρόπο τιμώρησε και θανάτωσε τους μάρτυρες, αφού κλήθηκε στη Βασιλεύουσα να δώσει λόγο σχετικά με το πως διαχειρίστηκε τα πράγματα στη Μάκρη, εκεί φονεύθηκε και έτσι έλαβε τέλος η προφητεία του μάρτυρα Μανουήλ.
Η μνήμη των Πέντε Νεομαρτύρων εορτάζεται κάθε χρόνο την Κυριακή του Θωμά στο νησί της Σαμοθράκης (όπου φυλάσσονται τα λείψανά τους, στην εκκλησία της Παναγίας στη Χώρα) αλλά και στον τόπο μαρτυρίου τους, την Μάκρη.
Είναι οι Άγιοι που συνδύασαν όπως άλλοι πολλοί νεομάρτυρες την πίστη στην Ορθοδοξία και τον αγώνα για Ελευθερία, τα βασικά στοιχεία της Επανάστασης και της τελικής της επιτυχίας.
Οι μάρτυρες με ήρεμο τρόπο του απάντησαν:
«Εμείς, άρχοντα, είμαστε Χριστιανοί από Χριστιανούς προγόνους, γεννημένοι και μεγαλωμένοι στη Σαμοθράκη. Όταν έγινε εκείνη η επιδρομή, οι γονείς μας μαζί με πολλούς άλλους θανατώθηκαν, εμείς δε πουληθήκαμε σκλάβοι. Εκεί μας πίεσαν και με το καλό και με την απειλή και δεχθήκαμε την πίστη σας. Όταν όμως μεγαλώσαμε, καταλάβαμε την πλάνη και επανήλθαμε στο φως της αληθινής προγονικής μας πίστης, για την οποία είμαστε έτοιμοι και για τον θάνατο ακόμα, προκειμένου να ζήσουμε την αιώνια ζωή».
Όταν τ’ άκουσε αυτά ο καδής, οργισμένος τους είπε:
«Με ποια τόλμη, ανόητοι, περιφρονήσατε την πίστη του Μωάμεθ, η οποία σας χάρισε και τη ζωή, όταν κινδυνεύατε να θανατωθείτε, όπως και οι πρόγονοί σας, και σας υπόσχεται και μελλοντικές μεγάλες απολαύσεις;»
«Εμείς», απάντησαν οι μάρτυρες, «δεν δεχόμαστε με κανένα τρόπο να υποταχθούμε πάλι στην ασέβεια. Ο Χριστός είναι η ζωή μας, τον οποίο ζούμε και θα ζήσουμε, για τον οποίο προτιμούμε με κάθε προθυμία να πεθάνουμε, παρά τις πρόσκαιρες αμαρτωλές απολαύσεις των οποίων το αποτέλεσμα είναι η αιώνια κόλαση. Κρατήστε για τον εαυτό σας τα αγαθά που μας προτείνετε, τα οποία φθείρονται. Εμείς είμαστε Χριστιανοί και Χριστιανοί θα παραμείνουμε, απατηθήκαμε κάποτε εξαιτίας ανωριμότητας και αρνηθήκαμε τον Χριστό, που είναι η αιώνια ζωή, Τον οποίο τώρα ομολογούμε και κηρύττουμε με θάρρος μπροστά σε όλους. Στον Χριστό πιστεύουμε και Χριστιανοί θα πεθάνουμε. Δεν πρόκειται να κατορθώσεις να μας απομακρύνεις από την αλήθεια».
Εξαγριωμένος ο τύραννος διέταξε να τους κλείσουν στη φυλακή, με τα πόδια στο τιμωρητικό ξύλο και τα χέρια και το λαιμό δεμένα με αλυσίδες τεντωμένες, ώστε το σώμα να μένει μετέωρο. Οι μάρτυρες, αν και υπέφεραν, εντούτοις χαίρονταν και ευχαριστούσαν τον Θεό και παρηγορούσαν ο ένας τον άλλο. «Μη φοβηθούμε, αδελφοί, τον πρόσκαιρο θάνατο, ούτε να δειλιάσουμε από τα βασανιστήρια, διότι περνούν. Τον Θεό να φοβηθούμε που δίνει τη δύναμη σ’ όσους ελπίζουν στο όνομά Του».
Επειδή οι μάρτυρες ήθελαν να κοινωνήσουν, φρόντισαν οι προύχοντες της Μάκρης να κλειστεί στη φυλακή κάποιος ιερέας, με το πρόσχημα ότι χρωστάει τους φόρους. Έτσι ενισχύθηκαν και με την παρουσία του ιερέα, με τους παρηγορητικούς του λόγους, πολύ δε περισσότερο με την θεία Κοινωνία.
Μετά από τρεις ημέρες οι μάρτυρες οδηγήθηκαν μπροστά στον καδή ένας – ένας. Πρώτος οδηγήθηκε ο Μανουήλ, που ήξερε αραβικά και είχε σπουδάσει το Ισλάμ. Ο μάρτυρας όχι μόνο δεν πείστηκε αλλά αναίρεσε τα επιχειρήματα του καδή και ομολόγησε τον Χριστό.
Κατόπιν οδηγήθηκε ο μεγαλύτερος στην ηλικία Μιχαήλ. Το ίδιο και αυτός έμεινε αμετάπειστος και ομολόγησε τον Χριστό. Το ίδιο συνέβη και με τους άλλους τρεις. Κλείστηκαν πάλι στη φυλακή για 23 ημέρες χωρίς τροφή, ενώ βασανίζονταν ποικιλοτρόπως.
Τελικά εκδόθηκε η θανατική τους καταδίκη. Με διαταγή του διοικητή έμπηξαν πάνω σε σανίδες σίδερα γυρισμένα σαν αγκίστρια, ώστε να τους ρίξουν επάνω και να θανατωθούν.
Πήραν πρώτο τον μεγαλύτερο τον Μιχαήλ και τον οδήγησαν στην αγορά, όπου τον πίεζαν να αλλαξοπιστήσει. Επειδή ο μάρτυρας δεν αρνιόταν τον Χριστό, τον κατέκοψαν λεπτά κομμάτια ενώ εκείνος ο μακάριος στεκόταν όρθιος και προσευχόταν. Ήταν Δευτέρα του Θωμά.
Κατόπιν οδήγησαν τους άλλους τέσσερις στην αγορά, όπου βλέποντας πεταμένα εδώ κι εκεί τα μέλη του Μιχαήλ δόξαζαν τον Θεό. Τους μεν δύο, τον Γεώργιο και τον Θεόδωρο τους απαγχόνισαν.
Τον Μανουήλ, επειδή γνώριζε την πίστη τους και ήλεγξε την πλάνη, δεν τον άφησαν να προσευχηθεί, τον οδήγησαν στα αγκίστρια ενώ τον πίεζαν να εξωμόσει. Ο άγιος τους ήλεγξε για τελευταία φορά λέγοντας: «Αξιολύπητοι, εμείς με την θέλησή μας παραδινόμαστε στο θάνατο για το Χριστό, αλίμονο σε σας, τους ασεβείς και παράνομους, γιατί ο Θεός των όλων, ο Χριστός για τον οποίο πεθαίνουμε, αυτός θέλει να αποδώσει δικαιοσύνη για το αίμα μας και θα είναι αυτός που θα ανταποδώσει τις αρνητικές συνέπειες της κακίας σας, με τη δίκαιη κρίση Του».
Όταν είπε αυτά ο μάρτυρας, τον έσπρωξαν με δύναμη και έπεσε μπρούμυτα πάνω στα μεγάλα σίδερα, τα οποία καρφώθηκαν στο σώμα του προξενώντας του φρικτό πόνο, όπου βασανιζόμενος παρέδωσε το πνεύμα του.
Τον άλλο Γεώργιο, τον νεότερο, τον έριξαν και εκείνο στα φονικά άγκιστρα, τα οποία λύγισαν σα να ήταν από μολύβι. Τον σήκωσαν τότε και αφού έφεραν σιδερά να τα διορθώσει και να τα ακονίσει, τον έριξαν πάλι επάνω ενώ ο δήμιος τον πατούσε για να καρφωθεί καλά το σώμα του. Έμεινε ο άγιος βασανιζόμενος ένα εικοσιτετράωρο. Τη νύχτα πήγαιναν οι Χριστιανοί και τον παρηγορούσαν και έπαιρναν με κομμάτια υφάσματος από το μαρτυρικό του αίμα. Πολλοί Χριστιανοί και Τούρκοι θεραπεύτηκαν από διάφορες ασθένειες, ιδιαίτερα από την πανώλη που υπήρχε τότε στα μέρη εκείνα.
Όταν αυτά είχαν πλέον ολοκληρωθεί, δίνεται εντολή να απομακρυνθούν από εκεί τα λείψανα των μαρτύρων, αφού επρόκειτο να περάσει ο άρχοντας της Μάκρης, ο οποίος ονομαζόταν Μουσταφά και ο οποίος δεν ήταν σύμφωνος με τον θάνατό τους. Ήλθαν, λοιπόν, οι δήμιοι και πήραν από την κρεμάλα και τα σίδερα τα λείψανα των άλλων μαρτύρων, τον πολυβασανισμένο, όμως, Γεώργιο μόλις είδαν ότι ακόμη ζούσε, τον πυροβόλησαν στο κεφάλι και τον θανάτωσαν κι έτσι κατέληξε κι αυτός ο αείμνηστος. Με νεύμα των εξουσιαστών πήραν οι ευσεβείς τα μαρτυρικά τους λείψανα και τα ενταφίασαν με τιμές, δοξάζοντας τον Θεό και τιμώντας τους μεγαλομάρτυρές Του.
Μετά από λίγες ημέρες, όπως προείπε ο άγιος μάρτυς Μανουήλ, ο μεν ένας αιμοβόρος δήμιος, αυτός που απαγόρευσε στον Μανουήλ να προσευχηθεί, πέθανε από πανώλη, του δε άλλου στράφηκε το πρόσωπο πίσω, θέαμα ελεεινό.
Από την άλλη ο τύραννος Βάσαφ, αυτός που αποφάσισε οι Άγιοι να θανατωθούν, για αυτό ακριβώς υπέπεσε σε δυσμένεια του Σουλτάν Μαχμούντ, βρέθηκε μακριά από τα σύνορα, στη Βάρνα, όπου και αποκεφαλίστηκε. Τέλος, ο θηριώδης και σκληρός Τζελάλ, αυτός που με πικρό τρόπο τιμώρησε και θανάτωσε τους μάρτυρες, αφού κλήθηκε στη Βασιλεύουσα να δώσει λόγο σχετικά με το πως διαχειρίστηκε τα πράγματα στη Μάκρη, εκεί φονεύθηκε και έτσι έλαβε τέλος η προφητεία του μάρτυρα Μανουήλ.
Η μνήμη των Πέντε Νεομαρτύρων εορτάζεται κάθε χρόνο την Κυριακή του Θωμά στο νησί της Σαμοθράκης (όπου φυλάσσονται τα λείψανά τους, στην εκκλησία της Παναγίας στη Χώρα) αλλά και στον τόπο μαρτυρίου τους, την Μάκρη.
Είναι οι Άγιοι που συνδύασαν όπως άλλοι πολλοί νεομάρτυρες την πίστη στην Ορθοδοξία και τον αγώνα για Ελευθερία, τα βασικά στοιχεία της Επανάστασης και της τελικής της επιτυχίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου