Μεσάνυχτα! Είναι η ώρα
μου! Το ‘χω ανάγκη! Να περπατήσω στα σκοτεινά δρομάκια να φωτίσει η ψυχή μου… Οι
βόλτες της μέρας και τα φωτεινά δρομάκια είναι για τους κανονικούς. Κι εγώ δεν
είμαι. Είναι λίγοι μήνες τώρα που σπάνια κι από ανάγκη μπαίνω στην κυκλοφορία
της μέρας, την αποφεύγω όσο μπορώ.
Πιο πολύ περπατώ με τους μη
φυσιολογικούς, τους αλλιώτικους, τους αμπνόρμαλ, τους δαχτυλοδειχτούμενους της
γειτονιάς και της πόλης. Έχουμε τις «ζώνες» ασφαλούς κυκλοφορίας μας εμείς,
δρομάκια με ημίφως, ώρες μεσονύχτιες. Δεν είμαι βρικόλακας,
βαμπίρ ή δρακουλάκι. Είμαι «θωρηκτό».
Τριγυρνάνε τα «θωρηκτά»
στους συνηθισμένους δρόμους; Ποτέ! Μόνο στις ανοιχτές «θάλασσες». Κάθε βράδυ ,
όταν βάζω πλώρη για τη μεσονύχτια έξοδό μου απ’ το λιμάνι- κρησφύγετο του σπιτιού
μου συναντώ κι άλλα πλάσματα που σκάνε μύτη τέτοια ώρα.
Σκυλιά αδέσποτα και νηστικά περιφέρουν την ατυχία τους που γεννήθηκαν στον πλανήτη. Αναζητούν γιατρειά για τη λιγούρα στην κοιλιά τους και τον υποσιτισμό τους. Και τη δίψα τους. Κοντοστέκονται και με περιεργάζονται μια-δυο στιγμές με άδειο και θλιμμένο μάτι. Καμιά φορά αγοράζω και τους αφήνω στο πεζοδρόμιο λίγη σκυλοτροφή. Οι γάτες τρεχάτες διασχίζουν το δρόμο, λες και ξέχασαν αναμμένο το μάτι της κουζίνας στο σπίτι. Αρουραίους δε βλέπω συχνά, μια φορά μόνο είχα ανταμώσει έναν στα τέσσερα μέτρα. Κουνελάκι που χάθηκε, σκέφτηκα. Σε λίγο είδα τη μακριά ποντικίσια ουρά κι ανατρίχιασα. Πήγαινε με σπουδή προς τον κάδο των σκουπιδιών . Πεινούσε κι αυτός.
Μετά, στο μισοσκόταδο, ανταμώνω «ανθρωποειδή» σαν κι εμένα. Αυτοί, όπως κι εγώ, έχουν όνομα, έχουν ταυτότητα. Την κράτησαν αναμνηστικό από τον κόσμο των «κανονικών».
Στρίβοντας στην Ομήρου ακούω την απαγγελία του Λάκη του «κουζουλού» που επαναλαμβάνει δυο φράσεις μοναχά. «Παρακαλώ, μαντάμ, θέλετε να πάρετε αυτό το άνθος από τα χέρια μου; Σας βρίσκω εκπληκτική! Παρακαλώ, μαντάμ, θέλετε να πάρετε…» . Κοντοστέκεται κάθε 10 μέτρα και φτιάχνει το παπιγιόν και το καβουράκι του και χτυπάει απανωτά το μπαστουνάκι του στο πεζοδρόμιο. Δεν είναι γέρος, φλερτάρει τα πενήντα και το μπαστούνι το κρατάει για στιλ… Μόλις ρίξει βήμα, πάλι επαναλαμβάνει με στόμφο την πρόταση στην αόρατη εκπληκτική κυρία… Τον καλησπερίζω και ανταποκρίνεται πανευτυχής! Καθώς τον προσπερνώ αργά-αργά, ξαναρχίζει την απαγγελία του κι εγώ γίνομαι η εκπληκτική μαντάμ για λίγο…
Πριν από δυο τρία χρόνια τον είχα πετύχει έξω από ένα γυράδικο να λέει ξανά και ξανά στο σουβλατζή:
- Το σάντουιτς που μου φτιάξατε, κύριε, ήταν νοστιμότατο, σας ευχαριστώ πάρα πολύ! Ήταν ένα νοστιμότατο σάντουιτς, κύριε, σας υπερευχαριστώ… σας είμαι ευγνώμων, κύριε, για το νοστιμότατο γύρο που μου πουλήσατε!
Μου ‘ρθε να γελάσω μέσα μου, αλλά τον πόνεσα τον δύστυχο και δάγκωσα τα χείλη μου. Για κακή του τύχη μια περαστική παρέα νεαρών είχε κοντοσταθεί κι άρχισε την καζούρα και τα χλευαστικά χαχανητά εις βάρος του Λάκη. Ο σουβλατζής ήταν σε αμηχανία, ήταν φανερό… Ένιωσα θλίψη κι αγανάχτηση.
-Παιδιά, σας παρακαλώ, δεν είναι σωστό! Είπα αυστηρά, αλλά πήρα το μετάλλιό μου κι εγώ πάραυτα από τους αναιδείς νεαρούς.
-Το θωρηκτό θύμωσε, σκάστε ρε, είπε ένας τους, αχαχαχα!
- Να φάει κάνα δυο πιτόγυρα, ρε, να της περάσει, είπε ο άλλος … Άκου ‘κει, θωρηκτό! Καλά την είπες, ρε! Θωρηκτό είναι!
Κι απομακρύνθηκαν χαχανίζοντας. Ήταν η μέρα που βαφτίστηκα «θωρηκτό» με νονούς τους νεαρούς. Τα βαφτίσια μου ήταν σκέτη ψυχρολουσία…
Α, να κι η κουτσή Μαρία απέναντι! Δεν είναι τραυματίας πολέμου, είναι εκ γενετής χωλή. Γεννήθηκε με το ένα της πόδι 5-6 εκατοστά κοντύτερο από το άλλο κι έχει περπάτημα χαρακτηριστικό, η χωλότητα την αναγκάζει να περπατά σα σπασμένη καρέκλα. Ούτε αυτή είναι για το φως της μέρας. Δεν αντέχει τα βλέμματα των άγνωστων περαστικών που τη φωτογραφίζουν ανελέητα, τη νύχτα το γλιτώνει αυτό.
-Καλησπέρα, Στέλλα μου! Ζέστη απόψε, ε; Λέει με τη μπάσα φωνή της.
-Καλησπέρα, Μαριώ, έλα να κάτσουμε στο παγκάκι να τα πούμε λίγο… Και πιάνουμε την κουβεντούλα για κάνα μισάωρο.
Σε λίγο από μπροστά μας περνάει ένα ζευγαράκι δεκαεξάχρονα σφιχτοκολλημένα το ένα πάνω στ’ άλλο. Σταματάνε πιο κάτω και φιλιούνται παθιασμένα στο σκοτάδι. Φαίνονται που είναι φρέσκα στην τέχνη του έρωτα από την αδεξιότητα στις κινήσεις, η ζωή ξεχειλίζει αλλά δε βρίσκει εύκολα το δρόμο της, είναι νωρίς, τώρα μαθαίνουν…
Καληνυχτίζω τη Μαριώ και πάω να προλάβω το Μηνά στο περίπτερο πριν κατεβάσει ρολά. Κλείνει κατά τη μία, θέλω τάχα ν’ αγοράσω ένα κουτάκι τσίχλες αλλά πιο πολύ για την κουβέντα πάω, είναι ανοιχτό μυαλό και καλόκαρδος τύπος ο Μηνάς, δε σνομπάρει τους αποδιοπομπαίους τράγους ο Μηνάς.
- Α, να την καταφτάνει κι η Αλίκη η «τρελή»! Ζητάει τα τσιγάρα της και λέει στο Μηνά πως τα λεφτά θα τα δώσει αύριο, τώρα δεν έχει. Αυτή κυκλοφορεί και τη μέρα, τη βλέπει συχνά η κόρη μου, την έχω δει κι εγώ. Τριγυρνάει και τη νύχτα όμως γιατί το σπίτι δεν την κρατάει… Μιλάει μόνη, βρίζει και καταριέται, οι άλλοι την αποφεύγουν γιατί είναι εντελώς στον κόσμο της. Ο Μηνάς μού έχει εξηγήσει πως από παιδί την έδειρε πολύ ο μεθύστακας πατριός της ώσπου η κακομοίρα σάλεψε. Την κλείσανε σε κλινική κάμποσους μήνες και κάμποσες φορές! Ποτέ δεν ήρθε στα συγκαλά της κι ας πέθαναν πια κι η μάνα κι ο πατριός της! Τη «φροντίζει» μια θεια της, αδερφή της μάνας της. Της έβγαλε ένα επίδομα από την Πρόνοια και ψευτοζεί… Φαγητό της δίνουν απ’ το συσσίτιο της ενορίας. Τα ρούχα της πάντα είναι βρόμικα, μυρίζει άσχημα όταν πας κοντά της, αχτένιστα τα μαλλιά της… Κοντά σαράντα πια, δεν έχει κανένα μπροστινό δόντι στο στόμα, παρά μονάχα ένα! Η κλασική φιγούρα μιας αφρόντιστης τρελής που τριγυρνάει χαμένο κι αδέσποτο κορμί.
Να, κι εμένα σαν την Αλίκη, μια μέρα «μετεβλήθη εντός μου ο ρυθμός του κόσμου…» Εμένα δεν μ’ αποτρέλανε το ξύλο ενός μεθύστακα! Τα λογικά μου λίγο πολύ τα έσωσα. Άλλα τα δικά μου βάσανα. Αλλιώτικα τα αίτια και κατέληξα «θωρηκτό». Το αποτέλεσμα μετράει, τα πάχη μου - τα κάλλη μου γίνανε οι κάλοι μου. Κι από γυναίκα καλοστεκούμενη και εμφανίσιμη κάπου στα πενήντα μου έγινα «θωρηκτό». Και παρέμεινα. Γιατί με το τσουβάλι έρχονται, με το βελόνι φεύγουν, έλεγε μια θεια μου για τα παραπανίσια κιλά. Κινούμενη άμμος το λίπος, αγωνίζεσαι να βγεις από το τέλμα και βουλιάζεις ακόμα πιο πολύ.
Έχεις μπει σε κελί από μπετόν και δε βγαίνεις παρά μονάχα από την κλειδαρότρυπα. Όμως, είναι πολλά τα κιλά για να τα φυγαδεύσεις από την κλειδαρότρυπα, Στέλλα! Κι αν σε βαφτίσουν «θωρηκτό» στα πενήντα σου , κυκλοφορείς μόνο αργά το βράδυ σε δρομάκια ερημικά, για να γλιτώσεις τις έκπληκτες ματιές, τα δηλητηριώδη μειδιάματα, τα σχόλια και τις ταμπέλες κάποιων λίγων που σου λένε να αυτοπυρποληθείς εδώ και τώρα.
Μια φορά στη λαϊκή με προσπέρασε ένας εξηνταπεντάρης «νορμάλ» και φώναξε :
- Οι μπουλντόζες να μη βγαίνουν στο παζάρι! Φρακάρουν το δρόμο!
Μαχαιριά τα λόγια του, αλλά βρήκα το κουράγιο να τον προκαλέσω .
- Κι οι ασχημομούρηδες να μη βγαίνουν στο παζάρι! Και μάλιστα οι ανάγωγοι, φώναξα.
-Σα δε ντρέπεσαι, γαϊδούρι! Του φώναξε ένας κύριος που τον άκουσε! Αυτό με παρηγόρησε, αλλά έκανα μέρες να χωνέψω την προσβολή του ρατσιστή και φαρμακόγλωσσου.
Δεν ισχυρίζομαι πως ξαφνικά έχασα τους ανθρώπους μου. Όσοι με γνώριζαν καλά και μ’ αγαπούσαν δεν με εγκατέλειψαν, προς τιμήν τους. Ο άγνωστος και πιο μακρινός κοινωνικός περίγυρος είναι που στιγμάτισε την ατέλειά μου, το XXL μέγεθος και το μεγάλο μου εκτόπισμά. Δεν περνώ απαρατήρητη όταν εμφανίζομαι.
Ωστόσο, εξοικειώθηκα πια με τις αντιδράσεις που μπορεί να προκαλέσω.
Κάποιοι με βλέπουν από μακριά και αμέσως ρίχνουν το βλέμμα τους αλλού. Αυτό μου λέει «μην ανησυχείς, δεν τρέχει τίποτα, όλα καλά!».
Άλλοι επιμένουν να κρατούν το μάτι τους εντυπωσιασμένο πάνω μου μέχρι να με προσπεράσουν. Αυτό πάλι μου φέρνει μια άβολη αίσθηση ότι κυκλοφορώ γυμνή, γι αυτό σοκάρω.
Όσοι, τέλος, μου πετάνε άσπλαχνα την κακιά τους την κουβέντα, το ειρωνικό χαμόγελο , το άσπλαχνο χαχανητό ή μια γκριμάτσα γεμάτη απόρριψη χτυπάνε αλύπητα με βαριοπούλα την ψυχή μου. Άνθρωπος είμαι κι εγώ. Όσο κι αν ερμηνεύω ή δικαιολογώ τις αντιδράσεις τους, πονάω βαθιά.
Αυτοί οι τελευταίοι είναι που με οδήγησαν σε περιορισμό κατ’ οίκον. Σε συμπεριφορά βαμπίρ. Πρέπει να μένεις μακριά από τους κανονικούς, τους αποδεκτούς, όσους έχουν όλα τα σημάδια σωστά! Αυτό μου σφυρίζουν. Έτσι είναι αυτά, έχει τους κανόνες του κι αυτό το κοινωνικό «παιχνίδι». Όποιος τους παραβιάζει, πληρώνει πρόστιμο τσουχτερό!
Ευτυχώς που με την αιτία της δικής μου απόσυρσης στη νυχτερινή ζώνη έκανα κονέ με τον κόσμο των «ζόμπι» κι έσωσα την ψυχή μου. Ναι, την έσωσα, γιατί ανακάλυψα έναν άλλο, όμορφο κόσμο που παλιά τον αγνοούσα και λίγο τον υποτιμούσα για ζημιά δικιά μου. Λούζεσαι αυτό που κοροϊδεύεις. Κοινή γαρ η τύχη και το μέλλον αόρατον. Σχολιάζεις τη χοντρή γειτόνισσα και… τσουπ! γεννάς μια θυγατέρα φαγανούλα και στρογγυλή, ποιος; Εσύ η μοντέλα! Περιφρονείς τον άτυχο γνωστό που έχει αυτιστικό παιδί και σε περιμένει στη γωνία ένα αυτιστικό εγγόνι να το μεγαλώσεις και να γίνει βελούδο η ψυχή σου. Ποιος; Εσύ ο κοινωνικά πετυχημένος που ισχυριζόσουν πως το παιδί και το σκυλί σου όπως τα διδάξεις γίνονται! Έβλεπες το Βασίλη τον κουμπάρο του φίλου σου να σπρώχνει το γιο του στο αναπηρικό καρότσι κι ένιωθες άσχετος με τέτοια και να που ο δικός λεβέντης γιόκας που σε καταξίωνε στην κοινωνία παρουσιάζει εκφυλιστική ασθένεια στα εικοσιπέντε του και σε πέντε χρονάκια χρειάζεται καρότσι για να μετακινείται. Και το σπρώχνει ποιος; Εσύ ο άτρωτος!
Λέω την έσωσα την ψυχή μου που μπήκα στο κλαμπ των ζόμπι, ζόμπι κι εγώ τώρα πια. «Η σωτηρία της ψυχής είναι πολύ μεγάλο πράγμα» ακούω στο ραδιόφωνο την Πρωτοψάλτη και καταλαβαίνω πως η γνώση που σ’ ανοίγει τα μάτια και βλέπεις την ομορφιά εκεί που έβλεπες ασχήμια είναι η σωτηρία της ψυχής.
Οι αντιαισθητικοί, οι δύσμορφοι, οι ιδιαίτεροι, οι γερασμένοι, οι ανάπηροι είναι όλοι ανθρώπινες υπάρξεις κι έχουνε ψυχή και κορμί. Κυκλοφορούν από ανάγκη την ώρα των βρικολάκων και φαντασμάτων αλλά δίνουν αγάπη σ’ όποιον μπει στον κόσμο τους με σεβασμό και μπορούν και κορφολογούνε με τη σειρά τους τη χαρά από το χαμόγελο των άλλων. Η ψυχή μου γεμίζει, κερδίζω την ευτυχία που άλλοι μου στερούνε! Κι ας έχω κορμί φώκιας, φάλαινας, κήτους, μπουλντόζας, θωρηκτού στα μάτια των πολλών και κανονικών…
Α, ναι! Μην ξεχάσω αύριο στη βραδινή μου βολτούλα να αγκαλιάσω την κουτσή Μαιρούλα, να κεράσω τα τσιγάρα της Αλίκης, να δεχτώ το άνθος του Λάκη (αν μου το προσφέρει), να πάρω σκυλοτροφή μαζί μου για τα νηστικά σκυλιά…
Μόνο ελπίζω να μην πετύχω κάνα πειναλέο αρουραίο με μακριά ουρά! Ανατριχιάζω όταν τους βλέπω! Μπρρρρ!
Σύντομο βιογραφικό.
Η Θεοπούλα Γκαιδατζή γεννήθηκε Στην Ορεστιάδα του Έβρου στις 23 Απριλ 1960. Φιλόλογος (στη σύνταξη από το 2012) με ειδίκευση στη Θεωρητική Γλωσσολογία (Πτυχίο Φιλοσοφικής ΑΠΘ,1983, Μεταπτυχ Master of Arts Πανεπιστήμιο Leeds Αγγλίας 1985). Υπηρέτησε ως εκπαιδευτικός επί 27 χρόνια στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου