Ο Καπτάν-Κυριαζής, εδώ στο “δύο” πλάτος, καλάριζε κι’ έβγαζε ψάρια, ψάρια καλά πάνω στην κουβέρτα, δεν ήθελε να τελειώσει ποτέ αυτή η βαρκάδα. Τραβούσε την τράτα του πάνω στην “τραγάνα” (σκληρός βυθός), και την περνούσε ξηστά στα “ρέζικα” (ξέρες και κοράλλια). Λίγα μίλια ποιο κάτω ήταν ο Ισημερινός.
Έβγαζε σφυρίδες, βλάχους, φαγκριά, αστακούς, σαμπιέρους, καλαμάρια ένα μέτρο. Πώς να φύγει.
Ένιωσε το συναίσθημα που νιώθουν όλοι οι ψαράδες. Λυπούνται όταν γυρνάνε στο λιμάνι, και χαίρονται όταν φεύγουν στο πέλαγος, που θα έπρεπε να είναι ανάποδα.
Σκέφθηκε τη χρονιά που πέρασε, πόσα ψάρια μπαρκάρισε για την Πατρίδα. Έντεκα “βαρκαδιές” (φορτία), λογάριασε. Θάταν χίλιοι τόνοι και παραπάνω.
Χαμογέλασε, έξυσε το καπέλο του με ικανοποίηση, κοίταξε πίσω την προπελιά του , και άναψε ένα τσιγάρο. Οι προπελιές σκάζανε μακριά, που σημαίνει ότι η τράτα του ήταν “βαριά”, δηλαδή ήταν φορτωμένη ψάρια. Ναι, είχε έρθει η στιγμή για το τελευταίο σαλπάρισμα.
Πάνω στη γέφυρα είχε το εικόνισμα του Αϊ-Νικόλα του Θαλασσινού. Άναψε το καντήλι, έκανε το σταυρό του τρείς φορές, και μουρμούρισε μέσα από τα γένια του.
-Σ’ ευχαριστώ Άγιε μου, που ούτε έναν, δεν μπαρκάρισα μ’αρρώστια για την Πατρίδα. Δώσε μου λίγες μέρες ακόμα, να τους πάω όλους πίσω, στο σπίτι τους.
Σ’ ευχαριστώ. Σ’ ευχαριστώ.
Είπε κι άλλα ευχαριστώ. Για την μηχανή του που δεν έσβησε ένα χρόνο, για τις “πεσκάδες” (τα ψάρια) που έστειλε στην Ελλάδα, για το πλήρωμά του, που παινευόταν στα λιμάνια, ότι ήταν γι’ αυτόν “το Δώρο του Θεού”.
Οι γιοι του που ήταν στον Περαία αξωματικοί, σε μεγάλα “ποστάλια” (επιβατηγά) τον πίεζαν ότι αυτό πια θα ήτανε, το τελευταίο του μπάρκο. Το σκέφθηκε, χαμογέλασε ειρωνικά και είπε μέσα του.
-Μωρέ, μπαίνει ο Σμπρίλος στο κλουβί; (Σμπρίλος είναι ο καρχαρίας της Μεσογείου).
Εκείνη τη στιγμή το αποφάσισε. Θα ξαναμπαρκάριζε.
Άνοιξε το ντουλάπι και έπιασε ένα μαύρο ουίσκι, (Ετικέτα Νέγκρα τόλεγε), για να το γιορτάσει. Μέσα απ΄τα γένια του μουρμούρισε πάλι …
-Κυριαζή… η λεβάντες, η πουνέντες. Δεν φυσάνε δυό καιροί μαζί. Ή γιορτάζεις ή λυπάσαι, πες τι θέλεις. Αυτά γυρνούσαν στο μυαλό του αυτές τις τελευταίες ώρες. Έπρεπε όμως να το τελειώσει αυτό το Μπάρκο, σήμερα, τώρα.
Έδιωξε τον αράπη που έκανε τιμόνι, ήθελε να μείνει στη Γέφυρα μόνος του.
Η ματιά του ήταν χαμένη, κάπου βαθειά στον ορίζοντα, και ξαφνικά “σαν ανάποδη προπελιά”, τούρθε στο μυαλό ότι είχε στον Ατλαντικό, ένα χρόνο.
Ένιωσε ένα κάψιμο στο στήθος, που θα έπιανε λιμάνι, με αργές κινήσεις άνοιξε τον διακόπτη για τα μεγάφωνα τις κουβέρτας και διέταξε.
- Σάλπα την τράτα. Φεύγουμε για Ντακάρ.
Ένιωσε το συναίσθημα που νιώθουν όλοι οι ψαράδες. Λυπούνται όταν γυρνάνε στο λιμάνι, και χαίρονται όταν φεύγουν στο πέλαγος, που θα έπρεπε να είναι ανάποδα.
Σκέφθηκε τη χρονιά που πέρασε, πόσα ψάρια μπαρκάρισε για την Πατρίδα. Έντεκα “βαρκαδιές” (φορτία), λογάριασε. Θάταν χίλιοι τόνοι και παραπάνω.
Χαμογέλασε, έξυσε το καπέλο του με ικανοποίηση, κοίταξε πίσω την προπελιά του , και άναψε ένα τσιγάρο. Οι προπελιές σκάζανε μακριά, που σημαίνει ότι η τράτα του ήταν “βαριά”, δηλαδή ήταν φορτωμένη ψάρια. Ναι, είχε έρθει η στιγμή για το τελευταίο σαλπάρισμα.
Πάνω στη γέφυρα είχε το εικόνισμα του Αϊ-Νικόλα του Θαλασσινού. Άναψε το καντήλι, έκανε το σταυρό του τρείς φορές, και μουρμούρισε μέσα από τα γένια του.
-Σ’ ευχαριστώ Άγιε μου, που ούτε έναν, δεν μπαρκάρισα μ’αρρώστια για την Πατρίδα. Δώσε μου λίγες μέρες ακόμα, να τους πάω όλους πίσω, στο σπίτι τους.
Σ’ ευχαριστώ. Σ’ ευχαριστώ.
Είπε κι άλλα ευχαριστώ. Για την μηχανή του που δεν έσβησε ένα χρόνο, για τις “πεσκάδες” (τα ψάρια) που έστειλε στην Ελλάδα, για το πλήρωμά του, που παινευόταν στα λιμάνια, ότι ήταν γι’ αυτόν “το Δώρο του Θεού”.
Οι γιοι του που ήταν στον Περαία αξωματικοί, σε μεγάλα “ποστάλια” (επιβατηγά) τον πίεζαν ότι αυτό πια θα ήτανε, το τελευταίο του μπάρκο. Το σκέφθηκε, χαμογέλασε ειρωνικά και είπε μέσα του.
-Μωρέ, μπαίνει ο Σμπρίλος στο κλουβί; (Σμπρίλος είναι ο καρχαρίας της Μεσογείου).
Εκείνη τη στιγμή το αποφάσισε. Θα ξαναμπαρκάριζε.
Άνοιξε το ντουλάπι και έπιασε ένα μαύρο ουίσκι, (Ετικέτα Νέγκρα τόλεγε), για να το γιορτάσει. Μέσα απ΄τα γένια του μουρμούρισε πάλι …
-Κυριαζή… η λεβάντες, η πουνέντες. Δεν φυσάνε δυό καιροί μαζί. Ή γιορτάζεις ή λυπάσαι, πες τι θέλεις. Αυτά γυρνούσαν στο μυαλό του αυτές τις τελευταίες ώρες. Έπρεπε όμως να το τελειώσει αυτό το Μπάρκο, σήμερα, τώρα.
Έδιωξε τον αράπη που έκανε τιμόνι, ήθελε να μείνει στη Γέφυρα μόνος του.
Η ματιά του ήταν χαμένη, κάπου βαθειά στον ορίζοντα, και ξαφνικά “σαν ανάποδη προπελιά”, τούρθε στο μυαλό ότι είχε στον Ατλαντικό, ένα χρόνο.
Ένιωσε ένα κάψιμο στο στήθος, που θα έπιανε λιμάνι, με αργές κινήσεις άνοιξε τον διακόπτη για τα μεγάφωνα τις κουβέρτας και διέταξε.
- Σάλπα την τράτα. Φεύγουμε για Ντακάρ.
Τάκης Σιμσιρίκης
*** * Ο Τ. Σιμσιρίκης είναι γνωστός Αλεξανδρουπολίτης επιχειρηματίας.
Πολλοί γνωρίζουν ότι έφαγε ένα μεγάλο μέρος της ζωής του στη
θάλασσα, στα "ψαράδικα".
Λίγοι
όμως γνωρίζουν, ότι έχει το "χάρισμα" να αποδίδει με τον γραπτό του λόγο τις
φωτογραφίες των αναμνήσεων και των εμπειριών του, με μεγάλη ευαισθησία και με έναν δικό του χαρισματικό τρόπο.
Ιδιαίτερα για όσους έχουν ταξιδέψει ως ναυτικοί η ανάγνωση αυτών των κειμένων του, έχουν εξαιρετική σημασία.
Ιδιαίτερα για όσους έχουν ταξιδέψει ως ναυτικοί η ανάγνωση αυτών των κειμένων του, έχουν εξαιρετική σημασία.
Στο blog μου samothrakisnea2.blogspot.com με την συγκατάθεσή του, δημοσιεύω
περιοδικά δικά του αυτοτελή κείμενα και σας προτρέπω να τα διαβάζετε. Σπιτάλας
Β.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου