Το Δημοψήφισμα του Ιουλίου 2015, αποτελεί το σημαντικότερο πολιτικό γεγονός της περιόδου της μεταπολίτευσης.
Μέσα σε συνθήκες ιδεολογικής, πολιτικής και οικονομικής τρομοκρατίας, από το εγχώριο και διεθνές κατεστημένο, που για πρώτη φορά επιβλήθηκε με τόση ένταση και στους εργασιακούς χώρους (απολύσεις, διαθεσιμότητες, απειλές), ο Ελληνικός λαός έδωσε μια μεγαλειώδη στήριξη στη πρώτη κυβέρνηση της Αριστεράς, (μετά την ΕΑΜικη κυβέρνηση του Βουνού 1943-1945).
Μπορεί η ψήφος στο ΟΧΙ να είχε πολλές συνιστώσες, όμως η συνισταμένη ήταν η στήριξη μιας κυβέρνησης που στο σύντομο χρόνο της θητείας της, (ανεξάρτητα από τα όποια λάθη, παραλήψεις ή αυταπάτες για τον ιμπεριαλιστικό χαρακτήρα της Ε.Ε. και το ρόλο των Ευρωπαϊκών μηχανισμών που θα μπορούσε κάποιος να της καταλογίσει), κατόρθωσε να ανατάξει την χώρα από χώρα-επαίτη σε χώρα-διεκδικητή της Εθνικής της Ανεξαρτησίας και Αξιοπρέπειας του λαού της. Που πέτυχε ένα πλατύ κίνημα συμπαράστασης σε παγκόσμιο επίπεδο στη σύγκρουσή της με τις οικονομικο-πολιτικές ολιγαρχίες, ανοίγοντας ρωγμές στο τείχος του νεοφιλελευθερισμού και επιδρώντας καταλυτικά στα κινήματα άλλων χωρών.
Το αποτέλεσμα του Δημοψηφίσματος επιβεβαίωσε την απαξίωση και τον εξευτελισμό στη συνείδηση του λαού του μεγαλοαστικού μπλοκ εξουσίας (ολιγαρχία, κόμματα, ΜΜΕ, Δημοσκόποι, παράγοντες κλπ), που στη μάχη αυτή επιστράτευσε όλες τις εφεδρείες αλλά και τους… παλαίμαχους του συστήματος μέχρι τον Γκλύξμπουργκ. Ξεσκέπασε τις καθεστωτικές ηγεσίες του συνδικαλισμού που είτε συντάχθηκαν με το ΣΕΒ στη θέση για απόσυρση του Δημοψηφίσματος (ΓΣΕΕ), είτε αρνήθηκαν να πάρουν θέση υπέρ του Δημοψηφίσματος (ΑΔΕΔΥ). Το επιστέγασμα του εξευτελισμού ήταν το γεγονός την παραίτηση Σαμαρά να την απαιτήσει ο πρόεδρος της… ΟΝΝΕΔ!
Παράλληλα απογύμνωσε την ανιστόρητη ηγεσία του ΚΚΕ και τη κοντόφθαλμη μεταφυσική γραμμή της (ο υποκειμενικός παράγοντας διαμορφώνεται με τη ζύμωση μιας μελλοντικής λαϊκής εξουσίας), που σε συνθήκες πανικού μεταπήδησε από το «το δικό μας άκυρο όχι δεν αθροίζεται με κανένα» κατά τη δήλωση των Κουτσούμπα και Παφίλη στη συνεδρίαση της Βουλής, στην άθροιση όλων των άκυρων και της αποχής ως αποδοχή της πολιτικής της! Το μεγαλύτερο τμήμα των ψηφοφόρων και ενδεχομένως και μελών του ΚΚΕ, ξεπέρασε σε πολιτική διορατικότητα και ωριμότητα την ηγεσία του Περισσού ψηφίζοντας ΟΧΙ, αντιλαμβανόμενοι τη σημασία και το ταξικό χαρακτήρα που έπαιρνε η σύγκρουση στο Δημοψήφισμα.
Σε όλη την περίοδο της διαπραγμάτευσης που προηγήθηκε του Δημοψηφίσματος, σε συνθήκες οικονομικής ασφυξίας και τρομοκρατίας, η πρώτη Αριστερή κυβέρνηση είχε να αντιμετωπίσει όχι μόνο τους δανειστές και τους Ευρωπαίους εκφραστές τους αλλά και την υπονόμευσή της από τα εγχώρια κόμματα της διαπλοκής. Χαρακτηριστικά γεγονότα αποτελούν οι συναντήσεις των αρχηγών τους με ομόλογους από Ευρωπαϊκά κόμματα και μηχανισμούς, ιδιαίτερα την τελευταία εβδομάδα πριν τη προκήρυξη του Δημοψηφίσματος, ώστε να αποτραπεί οποιαδήποτε συμφωνία, με στόχο την ανατροπή της κυβέρνησης κατά την επιθυμία της Γερμανικής αλλά και της εγχώριας χρηματιστικής ολιγαρχίας, ξεπερνώντας σε Εθνική μειοδοσία και την πιο αρρωστημένη φαντασία. Την ίδια περίοδο είχε να αντιμετωπίσει επίσης μια υπόγεια εσωτερική υπονόμευση όχι μόνο από μηχανισμούς του «θεσμικού κράτους» (π.χ. ΤτΕ, ΓΓ-εσόδων, ΕΣΡ) αλλά και από τις λεγόμενες «αριστερές» συνιστώσες που εκφραζόταν με παραιτήσεις, δραχμή, προτάσεις για εναλλακτικό νόμισμα, «δημιουργικές» ασάφειες κλπ, που ουσιαστικά αποδυνάμωναν την διαπραγματευτική της δυνατότητα.
Η συμφωνία-συνθηκολόγηση της 12ης Ιουλίου, ήρθε ως αποτέλεσμα του δυσμενούς συσχετισμού δυνάμεων σε παγκόσμιο επίπεδο και κάτω από τον ωμό εκβιασμό της Γερμανικής χρηματιστικής ολιγαρχίας που προωθούσε την άτακτη χρεωκοπία της Ελλάδας και την έξοδο της από την Ε.Ε. με ότι αυτό συνεπάγεται σχετικά με την ίδια την Εθνική υπόσταση και ακεραιότητα της Χώρας, την διάλυση της παραγωγικής και οικονομικής βάσης, την εξαθλίωση του λαού, καθώς και για τον παραδειγματισμό των Ευρωπαϊκών κινημάτων που αμφισβητούν τις πολιτικές της λιτότητας.
Η υπόσχεση του Σόϊμπλε για ανθρωπιστική βοήθεια στην περίπτωση του Grexit απέδειξε ότι ήταν αυτός που είχε ήδη έτοιμο το σχέδιο β και όχι οι «πολύ αριστεροί».
Η συμφωνία-συνθηκολόγηση της 12ης Ιουλίου δεν πανηγυρίστηκε ως success story από την κυβέρνηση, αντίθετα ο Έλληνας πρωθυπουργός στην δήλωσή του μετά τη λήξη της Συνόδου κορυφής μίλησε για αναγκαιότητα «ανάκτησης της Εθνικής κυριαρχίας» προσδιορίζοντας επακριβώς το περιεχόμενό της «συμφωνίας».
ΤΟ 2015 ΩΣ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΤΟΥ 1989
Τελικά με την κατάθεση της συμφωνίας-συνθηκολόγησης στη Βουλή, η πρώτη κυβέρνηση της Αριστεράς ανατρέπεται από διαφωνούντες βουλευτές της, οι οποίοι παραδίδουν το κόμμα τους αιχμάλωτο στο πολιτικό μέτωπο της διαπλοκής (ΝΔ-Πασοκ-Ποτάμι), υλοποιώντας το σχέδιο της «αριστερής παρένθεσης» των Σόιμπλε-Σαμαρά αλλά δεν παραδίδουν τις έδρες τους επιδεικνύοντας πρωτοφανή πολιτική ανηθικότητα .
Ως γνήσιοι επίγονοι των Κύρκου, Φλωράκη και Κωνσταντόπουλου 26 χρόνια μετά αναπαράγουν το «βρώμικο ‘89» από την ανάποδη.
Τότε η Αριστερά είχε τη μεγάλη ευκαιρία, λόγω της δύσκολης θέσης του Α. Παπανδρέου και του Πασοκ (ειδικό δικαστήριο), να κατοχυρώσει την απλή αναλογική και να επιβάλει προοδευτικού και εθνικοανεξαρτησιακού χαρακτήρα μέτρα στηρίζοντας ή συμμετέχοντας σε μια κυβέρνηση με το Πασοκ. Αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει είτε σε ευρύτερες συγκρούσεις με την ντόπια ολιγαρχία και τον ξένο παράγοντα είτε, αν το Πασοκ έκανε πίσω, σε ανάπτυξη δεσμών κινήματος και προσέλκυση της ριζοσπαστικής βάσης του προς τα αριστερά. Αντ’ αυτού επέλεξε τη συνεργασία με τη Δεξιά στην πιο νεοφιλελεύθερη μορφή της, σταθεροποιώντας το σύστημα, ευελπιστώντας παράλληλα στη λεηλασία της εκλογικής βάσης του Πασοκ. Δυστυχώς, το μεν σύστημα σταθεροποιήθηκε η δε Αριστερά αφενός αποκόπηκε για πολλά χρόνια από ριζοσπαστικά τμήματα του λαού που ακολουθούσαν το Πασοκ, αφετέρου δε πολυδιασπάστηκε με συνέπεια την κυριαρχία του νεοφιλελευθερισμού στις διάφορες εκφάνσεις του για 26 χρόνια.
Το 2015 οι «πολύ αριστεροί» βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ ανατρέπουν την πρώτη κυβέρνηση της Αριστεράς αρνούμενοι(;) να κατανοήσουν τον δυσμενή διεθνή συσχετισμό δυνάμεων και τον χαρακτήρα της συνθηκολόγησης. Προβάλλουν την άρνηση του χρέους και το εθνικό νόμισμα ως άμεση πολιτική σύγκρουση με τους ιμπεριαλιστικούς μηχανισμούς, όμως εκ του ασφαλούς καθόσον γνωρίζουν ότι αφενός η κυβέρνηση δεν σκοπεύει σε αυτή τη φάση να οδηγήσει τη Χώρα στη ρήξη με την Ε.Ε. και αφετέρου ότι τα κόμματα του (διε)φθαρμένου πολιτικού συστήματος θα υπερψηφίσουν την συμφωνία στη Βουλή. Προφανής πολιτική επιδίωξη η διάλυση του ΣΥΡΙΖΑ και ο προσεταιρισμός της ριζοσπαστικής εκλογικής του βάσης ως πολιτική προίκα για νέο κόμμα.
Καλούν σε άμεση ρήξη με τους ιμπεριαλιστικούς μηχανισμούς χωρίς σχέδια γεωπολιτικής στρατηγικής, παραγωγικής και οικονομικής ανασυγκρότησης της χώρας, χωρίς κοινωνικές δομές οργάνωσης του λαού που θα μπορούσαν να στηρίξουν μια τέτοιου χαρακτήρα σύγκρουση και να αποτελέσουν εν δυνάμει μορφές δυαδικής εξουσίας.
Σε ερωτήσεις «μετά τη ρήξη τι ?», απαντούν «θα αντιμετωπίσουμε … ορισμένες δυσκολίες !». Μπορούμε να φανταστούμε μια χώρα οικονομικά και πολιτικά διαλυμένη, με το λαό έξω από τις κλειστές Τράπεζες να «υποδέχεται» τους εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες και μετανάστες του τελευταίου τετράμηνου?
Τελικά κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου και ενώ η καμπάνια της Λ.Ε. ξεκίνησε με την άρνηση του χρέους, το εθνικό νόμισμα και την κατάργηση των μνημονίων, κατέληξε στην αντίσταση στα μνημόνια και στο ευρώ που δεν είναι… φετίχ!
Ο πολιτικός τυχοδιωκτισμός της ηγετικής ομάδας της «πλατφόρμας» γίνεται επίσης φανερός όχι μόνο από τη διαχείριση της διάσπασης (καταψηφίζουμε αλλά στηρίζουμε, θα δώσουμε τις έδρες- δεν τις δίνουμε, θέλουμε Συνέδριο αλλά αποχωρούμε, Νομισματοκοπείο κλπ), αλλά και από το γεγονός ότι ενώ ευαγγελίζονται το «σχέδιο β», από τη μετέπειτα οργάνωση της πρωτοβουλίας Μελανσόν- Κωνσταντοπούλου-Βαρουφάκη-Λαφοντέν κ.α. αποδεικνύεται ότι δεν υπάρχει καμία επεξεργασία εκτός από γενικόλογες αναφορές στην εθνικοποίηση τραπεζών και μεγάλων επιχειρήσεων κ.ω. Ακόμα και από τον τρόπο δημιουργίας της Λ.Ε. (ιδρυτική ανακοίνωση με συνιστώσες της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, διάσπασή της και μετά πρόσκληση για συνεργασία, απροκάλυπτα εκβιαστική είσοδος του Γλέζου στο επικρατείας και αποκλεισμός του Αλαβάνου, «άδειασμα» των Λαφαζάνη-Λαπαβίτσα από Κωνσταντοπούλου- Βαρουφάκη για την ύπαρξη σχεδίου β ) που φανερώνει και την έντονη φραξιονιστική διαπάλη όχι μόνο μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ και τη Λ.Ε. αλλά και μεταξύ των οργανώσεων της λεγόμενης εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς με στόχο τη διείσδυσή τους σε χώρους αλλήλων. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι η Λ.Ε. δεν κατάφερε να προσελκύσει όλες τις ομάδες που αποχώρησαν από το ΣΥΡΙΖΑ.
Με πρόσχημα την «ιδεολογική καθαρότητα», (το ’89 το πρόσχημα ήταν η «κάθαρση»), οι βουλευτές της «πλατφόρμας» ανατρέποντας την κυβέρνηση ουσιαστικά παραδίδουν την εργατική τάξη και το λαό ξανά στα νύχια του Σαμαρο-Βενιζελισμού ο οποίος επιχειρεί δυναμικά την αναβάπτισή του στη κολυμβήθρα του «όλοι είμαστε το ίδιο». Μάλιστα το τελευταίο χρονικό διάστημα οι οικότροφοι της Siemens και των άλλων ευαγών ιδρυμάτων έχουν τη δυνατότητα να εμφανίζονται ως αντιμνημονιακοί λες και θεωρούν την Ελλάδα χώρα λωτοφάγων.
Η αποστασία της «πλατφόρμας» μετά τη συνθηκολόγηση, δεν συνιστά πολιτική «με το όπλο παρά πόδας» αλλά πολιτικό αριβισμό και αναχωρητισμό από τα δύσκολα και μάλιστα όταν για την απουσία εναλλακτικού σχεδίου στον ΣΥΡΙΖΑ έχει πολύ μεγάλο μερίδιο ευθύνης. Καταδικάζει τη «μετάλλαξη» του ΣΥΡΙΖΑ, τη στιγμή που η πολυδιάσπαση που προκάλεσε δημιουργεί τη βάση για ενδεχόμενη μετάλλαξη!
Μια στοιχειώδης Αριστερή και γιατί όχι Επαναστατική προσέγγιση της συγκυρίας θα ήταν η παραμονή στον ΣΥΡΙΖΑ, η κριτική στήριξη της κυβέρνησης στην αναγκαστική συνθηκολόγηση και η ώθηση της σε συγκρούσεις με το μπλοκ εξουσίας και το φασισμό στο εσωτερικό μέτωπο. Συγκρούσεις σε σχέση με μέτρα προστασίας της εργασίας των ανέργων και της φτώχειας, σε σχέση με τη διαφθορά και την ασυδοσία της ολιγαρχίας και των δορυφόρων της, σε σχέση με τον περιορισμό και εκδημοκρατισμό των μηχανισμών καταστολής, παράλληλα με την εκπόνηση σχεδίων παραγωγικής και οικονομικής ανασυγκρότησης, γεωπολιτικής στρατηγικής και συμμαχιών, κοινωνικής οργάνωσης του λαού, που να μπορούν να υποστηρίξουν την αντίσταση στους εκβιασμούς των ιμπεριαλιστικών μηχανισμών που θα συνεχιστούν. Υλοποιώντας σε βάθος ανάλυση και τεκμηρίωση της φύσης του Χρέους και όχι «δουλειά του ποδαριού» για άμεσες πολιτικές σκοπιμότητες , που υποβαθμίζει και ακυρώνει την ίδια τη σπουδαιότητα του εγχειρήματος.
Η ΨΗΦΟΣ ΤΗΣ ΚΡΙΤΙΚΗΣ Ή Η ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΨΗΦΟΥ
Έτσι το «’89 από την ανάποδη» οδηγεί στις Εκλογές του Σεπτέμβρη με τα γνωστά εκλογικά αποτελέσματα, παρά τις προσπάθειες της ολιγαρχίας και των συμμάχων της να αποκαταστήσουν «την τάξιν» υλοποιώντας το σχέδιο της αριστερής παρένθεσης.
Η λαϊκή ψήφος στον ΣΥΡΙΖΑ σε αυτές τις εκλογές είναι η πιο συνειδητή ψήφος από όλες τις προηγούμενες.
Ο λαός ούτε μνημονιακός έγινε σε μια νύχτα, ούτε επικρότησε την «προδοσία» της συνθηκολόγησης. Αξιολογώντας τις δεδομένες συνθήκες, την αποστασία της «πλατφόρμας», την υπέρ προβολή της από τα καθεστωτικά ΜΜΕ σε όλη τη προεκλογική περίοδο έχοντας μέτωπο στον ΣΥΡΙΖΑ, την έλλειψη εναλλακτικού σχεδίου για την επόμενη μέρα της σύγκρουσης αλλά και τον βίο και πολιτεία των πολιτικών εκφραστών του μεγαλοαστικού μπλοκ εξουσίας, επέλεξε μια κυβέρνηση που δηλώνει την πρόθεσή της να συγκρουστεί με την ολιγαρχία σε επιμέρους ζητήματα και να αντισταθεί στην κατεύθυνση της προστασίας των λαϊκών στρωμάτων στο επόμενο διάστημα. Επέλεξε το ρεαλισμό και όχι τον ανέξοδο «επαναστατικό» βερμπαλισμό ή τις υποσχέσεις για τη μέλλουσα ζωή-λαϊκή εξουσία.
Είναι επίσης μια σκληρή κριτική ψήφος, (μεγάλου μέρους των άκυρων και της αποχής συμπεριλαμβανομένων), προς το υπόλοιπο φάσμα της αριστεράς, που εδώ και τριάντα χρόνια, από την κατάρρευση των μεταβατικών κοινωνιών μέχρι σήμερα, δεν ασχολήθηκε ποτέ σοβαρά να αναλύσει ολοκληρωμένα και συγκροτημένα το χαρακτήρα της Ελληνικής κοινωνίας, την οικονομική και παραγωγική της βάση, την ταξική διαστρωμάτωση και την συμπεριφορά των τάξεων και στρωμάτων τους στην διευρυμένη αναπαραγωγή του καθεστώτος της εκμετάλλευσης. Να μελετήσει τις νέες διεθνείς συνθήκες μετά την καπιταλιστική επανενοποίηση του κόσμου και τις δυνατότητες για συμμαχίες στη σύγκρουση με τους μηχανισμούς της εξάρτησης. Τελικά να εκπονήσει ένα ολοκληρωμένο εναλλακτικό σχέδιο εξουσίας και να εφαρμόζει ανάλογα με τις συνθήκες που διαμορφώνονται την αντίστοιχη τακτική για τη προώθησή του.
Ξέμεινε θεωρητικά στην ανάλυση του Μ. Μάλιου για τον χαρακτήρα του ΚΜΚ στην Ελλάδα (1960), ανακάλυψε πρόσφατα τη μελέτη το Δ. Μπάτση για τη βαριά βιομηχανία (1947), ενώ πριν από μερικά χρόνια είχε ανακαλύψει επίσης τον ιμπεριαλιστικό χαρακτήρα της Ελλάδας!
Αναλώθηκε σε μια στείρα θεωρητική, φραξιονιστική και διασπαστική πάλη «ιδεολογικής ορθοδοξίας» και ex officio «πολιτικής ηγεμονίας», που παρά κάποιες πρόσκαιρες, εναλλασσόμενες ή από χέρι υπονομευμένες «συσπειρώσεις», αναπαράγει συνεχώς τη διάλυτικότητα στις γραμμές της. Αποφεύγει την αυτοκριτική σαν το διάολο το λιβάνι αλλά ασκεί την πιο σκληρή και αδυσώπητη κριτική στους «οπορτουνιστές» της διπλανής πόρτας.
Στηρίζεται και πλειοδοτεί σε συνθήματα ή παραπέμπει σε κάποιο απώτερο μέλλον, αδυνατώντας να κατανοήσει ότι σήμερα, η διατύπωση και του πιο αυτονόητου (πχ όλοι οι άνθρωποι πρέπει να έχουν τροφή) οδηγεί σε άμεση σύγκρουση με τον καπιταλισμό και τον ιμπεριαλισμό. Καταδικάζει ως οπορτουνισμό μέτρα που στις δεδομένες συνθήκες μπορούν να ανακουφίσουν έστω προσωρινά τα φτωχά λαϊκά στρώματα και τους άνεργους, χαρακτηρίζοντάς τα «ψίχουλα στη φτώχεια». Δεν αντιλαμβάνεται τη διαλεκτική των επιμέρους συγκρούσεων με το σύστημα μιας αριστερής (και όχι επαναστατικής) κυβέρνησης, ως εν δυνάμει μέρος της ποσοτικής συσσώρευσης που θα μπορούσε να συμβάλλει στο ποιοτικό άλμα πυροδοτώντας πολύμορφες εξελίξεις οξύνοντας τη ταξική πάλη.
Θεωρεί την έφοδο στα θερινά Νομισματοκοπεία γεγονός στιγμιαίο, ξεχνώντας ότι η έφοδος στα χειμερινά Ανάκτορα ξεκίνησε το Φλεβάρη και ολοκληρώθηκε τον Οκτώβρη του 1917 περνώντας από διάφορες και διαφορετικές φάσεις.
Βολεύεται ή επιζητά τη βολή της με λίγες έδρες στη Βουλή, ο όρος εξωκοινοβουλευτική είναι καθαρά γεωγραφικός, αυτοϊκανοποιείται με μια μικρή αύξηση των πενιχρών ποσοστών της στις εκλογές, ενώ όταν τα ποσοστά μειώνονται φταίει ο λαός που δεν καταλαβαίνει τη γραμμή. Αδυνατεί να παρέμβει με καθοριστικό τρόπο ή να διαμορφώσει εξελίξεις σε κεντρικό πολιτικό επίπεδο κατανοώντας τη διαλεκτική σχέση της συγκυρίας με το στρατηγικό της στόχο.
Το κόμμα της εργατικής τάξης αποτελεί διαχρονικά το άλλοθι για πολλούς, είτε ως απουσία-αναγκαιότητα, είτε ως αυτοπροσδιορισμός που δεν επιδέχεται αμφισβήτηση και συμμαχίες.
Έτσι, παρά την έκβαση της διαπραγμάτευσης, δεν κατάφερε να καρπωθεί το άκυρο και την αποχή της απογοήτευσης, γιατί οι διασπάσεις, ο βερμπαλισμός ή η μελλοντολογία μπορεί να «ηρωοποιούν» κάποιους μέσα σε μικρόκοσμους ή παρέες αλλά ουσιαστικά δημιουργούν στη κοινωνία συνθήκες αποστράτευσης και αναπαράγουν τους αέναους και ταυτόχρονα διαλυτικούς κύκλους των «επανασυσπειρώσεων».
Δυστυχώς για την εργατική τάξη και το λαό, ο βίος και η πολιτεία της «συνεπούς» ή «επαναστατικής» ή «κομμουνιστικής» ή «εξωκοινοβουλευτικής» αριστεράς και μάλιστα σε κρίσιμες στιγμές, επιβεβαιώνει την άποψη ότι μετά το 1949 η αριστερά στην Ελλάδα φοβάται να κυβερνήσει. Η «ιδεολογική καθαρότητα» δεν είναι παρά το δάχτυλο για να κρύβεται πίσω του.
Όμως, όπως έγραψε ο Μαγιακόφσκι,
…. η κομμούνα δεν είναι η βασιλοπούλα του παραμυθιού που λες, για να την ονειρεύεσαι τις νυχτιές…….
ΙδέεςΠολιτική
*Βαγγέλης Μαθιός, ανένταχτος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου