Ο Διόδωρος ο Σικελιώτης
(90-30 π. Χ.) στο πέμπτο βιβλίο, παράγραφος 47, του έργου του «Ιστορική
Βιβλιοθήκη», μάς παρέχει μία μοναδικής αξίας πληροφορία, η οποία, επειδή
αναφέρεται στην απώτερη προϊστορία, εκλαμβάνεται ενδεχομένως ως μυθοπλασία και
δεν τυγχάνει, δυστυχώς, της δέουσας προσοχής. Μία όμως προσεκτική ανάγνωση της
σχετικής παραγράφου δείχνει πως πρόκειται για την καταγραφή της αρχαιότερης,
ίσως και παγκοσμίως, ανάμνησης ιστορικού γεγονότος.
Συγκεκριμένα, ο Διόδωρος μάς πληροφορεί ότι οι κάτοικοι της Σαμοθράκης διηγούνταν πως πριν από όλους τους κατακλυσμούς, τους οποίους διασώζει η ιστορική μνήμη των υπολοίπων λαών, συνέβη σε αυτούς «μέγας κατακλυσμός». Σύμφωνα με την διήγησή τους, αιτία του κατακλυσμού αυτού ήταν η άνοδος της στάθμης του Ευξείνου Πόντου, ο οποίος μέχρι τότε ήταν λίμνη, λόγω της αύξησης της εισερχομένης ποσότητας νερού από τους ποταμούς οι οποίοι εκβάλλουν σε αυτόν («το γαρ εν τω Πόντω πέλαγος λίμνης έχον τάξιν μέχρι τοσούτου πεπληρώσθαι διά των εισρεόντων ποταμών»). Η άνοδος της στάθμης του Ευξείνου Πόντου είχε ως συνέπεια την δημιουργία ενός ρεύματος νερού, το οποίο διήλθε αρχικώς από το στόμιο του Βοσπόρου («το μεν πρώτον του περί τας Κυανέας στόματος ραγέντος») και ακολούθως από τον Ελλήσποντο («το ρεύμα λάβρως εξέπεσεν εις τον Ελλήσποντον»).
Ακολούθησε η άνοδος της στάθμης της θάλασσας και στην πλευρά του Αιγαίου και η κάλυψη με νερό μεγάλου μέρους του πεδινού τμήματος της Σαμοθράκης («ουκ ολίγην δε και της επιπέδου γης εν τη Σαμοθράκη θάλατταν εποίησε»), αλλά και της ευρύτερης περιοχής. Κάποιοι οικισμοί βρέθηκαν για πάντα κάτω από το νερό («πόλεων κατακεκλυσμένων»), ώστε χρόνια αργότερα να βρίσκουν οι ψαράδες στα δίχτυά τους λίθινα αρχιτεκτονικά μέλη κτιρίων. Οι κάτοικοι της Σαμοθράκης, βλέποντας την στάθμη της θάλασσας να ανέρχεται ολοένα και περισσότερο («θαλάττης αναβαινούσης αεί μάλλον»), κατέφυγαν στα υψηλότερα μέρη του νησιού («υψηλοτέρους της νήσου τόπους»), προσευχόμενοι στους τοπικούς θεούς («εύξασθαι τοις θεοίς τους εγχωρίους»). Σε ανάμνηση της σωτηρίας τους οριοθέτησαν με πέτρες όλη την περίμετρο του νησιού («διασωθέντας κύκλω περί όλην την νήσον όρους θέσθαι της σωτηρίας») και ίδρυσαν βωμούς, στους οποίους συνέχισαν να κάνουν θυσίες μέχρι τουλάχιστον και τα χρόνια του Διοδώρου («και βωμούς ιδρύσασθαι, εφ’ ών μέχρι του νυν θύειν»).
Με βάση τις πληροφορίες αυτές τις οποίες διασώζει ο Διόδωρος, εξάγεται το συμπέρασμα πως ο περιγραφόμενος αυτός κατακλυσμός διαφέρει από τους άλλους ιστορούμενους κατακλυσμούς (π.χ. Δευκαλίωνος, Νώε), αφού δεν ήταν το αποτέλεσμα μίας περιόδου εντόνων βροχοπτώσεων, ούτε και τα νερά του αποτραβήχτηκαν αργότερα, οπότε και θα μπορούσε να θεωρηθεί ως μία εκτεταμένη πλημμύρα και μόνον. Αντιθέτως, ο συγκεκριμένος αυτός κατακλυσμός κάλυψε μονίμως τεράστιες εκτάσεις ξηράς, λόγω της σταδιακής και μεγάλης ανόδου της θάλασσας.
Η παγκόσμια άνοδος της θάλασσας – Ο Εύξεινος Πόντος λίμνη
Υπάρχουν κάποια κρίσιμα σημεία της διηγήσεως των αρχαίων Σαμοθρακών, τα οποία ελέγχοντάς τα, μπορούμε όχι μόνον να συμπεράνουμε αν υπάρχει σε αυτήν ίχνος ιστορικής αλήθειας, αλλά και να τά χρησιμοποιήσουμε για να κάνουμε μία γενική εκτίμηση για τό πότε περίπου μπορεί να συνέβη ο περιγραφόμενος αυτός κατακλυσμός. Το πρώτο σημείο είναι, αν όντως ανήλθε παγκοσμίως και κατά πόσο η στάθμη της θάλασσας στην πρόσφατη γεωλογική ιστορία της Γης. Το δεύτερο σημείο είναι αν υπήρξε εποχή και ποιά, κατά την οποία ο Εύξεινος Πόντος ήταν λίμνη αποκομμένη από την Προποντίδα και το Αιγαίο.
Σε ό,τι αφορά το πρώτο σημείο, είναι επιστημονικά αποδεδειγμένο πως κατά το μέγιστο (24.500-17.000 π. Χ.) της τελευταίας παγετώδους περίοδου η στάθμη της θάλασσας παγκοσμίως ήταν κατά 120 μέτρα περίπου χαμηλότερη από την σημερινή, με αποτέλεσμα η ακτογραμμή της εποχής εκείνης να διαφέρει δραματικά από την σύγχρονη. Η εξ’ αιτίας της αυξήσεως της θερμοκρασίας της γης βαθμιαία τήξη των παγετώνων, οι οποίοι κάλυπταν όχι μόνον τις πολικές περιοχές του πλανήτη, αλλά και μεγάλο μέρος περιοχών χαμηλοτέρου γεωγραφικού πλάτους, είχε ως συνέπεια την σταδιακή άνοδο της στάθμης της θάλασσας, η οποία και ήταν περισσότερο ταχεία μεταξύ του 12.500 π. Χ. και του 5.500 π. Χ. περίπου (Clark et al., 2009 – Gornitz, 2009).
Σε ό,τι αφορά τον Εύξεινο Πόντο, η επιστημονική έρευνα έχει αποδείξει την ταχεία του μεταβολή από λίμνη γλυκού νερού, γεγονός που υποδηλώνει πως ήταν αποκομμένος από την Μεσόγειο, σε υφάλμυρη λίμνη και τελικώς σε θάλασσα συνδεδεμένη με την Μεσόγειο περί το 7.400 π. Χ. (Aksu et al., 2002 – Giosan et al., 2009).
Επομένως, τα πορίσματα της επιστημονικής έρευνας συμφωνούν και με τα δύο αυτά σημεία της διασωζόμενης από τον Διόδωρο διηγήσεως των αρχαίων Σαμοθρακών. Ότι, δηλαδή, σημειώθηκε συνεχής και μεγάλη άνοδος της στάθμης της θάλασσας και ότι υπήρξε εποχή κατά την οποία ο Εύξεινος Πόντος ήταν λίμνη.
Η υπερχείλιση του Ευξείνου Πόντου
Σε ό,τι αφορά ένα άλλο κρίσιμο σημείο της διηγήσεως των αρχαίων Σαμοθρακών, ότι, δηλαδή, ο Εύξεινος Πόντος υπερχείλισε δια μέσου του Βοσπόρου αρχικώς, και του Ελλησπόντου ακολούθως, και αυτό υποστηρίζεται από τα επιστημονικά ευρήματα.
Συγκεκριμένα, λαμβάνοντας υπ’ όψην ωκεανολογικά, υδρογραφικά και σεισμογραφικά ευρήματα, καθώς και τις μεταβολές στην θαλάσσια πανίδα κατά τα τελευταία χιλιάδες χρόνια, ο Aksu και οι συνεργάτες του (2002) διατύπωσαν την «Υπόθεση της Εκροής» (Outflow Hypothesis). Σύμφωνα με την υπόθεση αυτή, περί το 8.200 π. Χ. η στάθμη του Ευξείνου Πόντου, που μέχρι τότε ήταν μία λίμνη γλυκού νερού, και δεχόταν μέσω των ποταμών που χύνονταν σε αυτόν αυξημένους όγκους νερού προερχομένους από τους παγετώνες της Ανατολικής Ευρώπης, οι οποίοι συνεχώς τήκονταν, υπερέβη τον Βόσπορο, που ήταν τότε ακόμη ισθμός, δημιουργώντας ένα ρεύμα νερού που άρχισε να χύνεται στην Προποντίδα (Aksu et al., 2002).
Την εποχή εκείνη η στάθμη της Προποντίδας, η οποία ήταν συνδεδεμένη με το Αιγαίο και την Μεσόγειο ήδη από το 10.000 π. Χ., ήταν 20 μέτρα περίπου χαμηλότερη από την στάθμη του Ευξείνου Πόντου και περίπου 60 μέτρα χαμηλότερη από την σημερινή στάθμη της θάλασσας. Γύρω στο 7.400 π. Χ. το Αιγαίο, η Προποντίδα και ο Εύξεινος Πόντος είχαν πλέον την ίδια στάθμη (σχεδόν 40 μέτρα χαμηλότερη από την σημερινή), η οποία και συνέχισε να ανέρχεται, ακολουθώντας την παγκόσμια τάση ανόδου των θαλασσών. Συνολικά, σε διάστημα οκτώ περίπου αιώνων και συγκεκριμένα από το 8.200 π. Χ. εώς και το 7.400 π. Χ., η στάθμη της θάλασσας ανήλθε κατά 20 σχεδόν μέτρα, με έναν μέσο ρυθμό ανόδου περί τα 2,5 μέτρα/αιώνα (Aksu et al., 2002 – McHugh et al., 2008).
Προφανώς, οι Σαμοθράκες της εποχής εκείνης ερμήνευσαν την άνοδο της στάθμης της θάλασσας, η οποία συνέβαινε ταυτοχρόνως σε όλη την Γη και οφειλόταν στην συνεχή τήξη των παγετώνων του πλανήτη, ως το αποτέλεσμα της υπερχείλισης του Ευξείνου Πόντου, αφού αυτό ήταν το εμφανές φυσικό φαινόμενο, το οποίο τούς παρείχε εξήγηση για τις δραματικές και μόνιμες αλλαγές που συνέβαιναν στο περιβάλλον τους.
Χρονολογώντας τον «μέγα κατακλυσμό» των αρχαίων Σαμοθρακών
Με βάση το γεγονός ότι η εκροή των νερών του Ευξείνου Πόντου στην Προποντίδα και στο Αιγαίο άρχισε περί το 8.200 π. Χ. και ολοκληρώθηκε περί το 7.400 π. Χ., όταν και οι τρεις αυτές θάλασσες είχαν πλέον την ίδια στάθμη (Aksu et al., 2002), μάς επιτρέπει να τοποθετήσουμε τον πυρήνα της διηγήσεως των αρχαίων Σαμοθρακών και τα περισσότερα από τα γεγονότα, τα οποία μάς μεταφέρει ο Διόδωρος στην χρονική αυτή περίοδο.
Λαμβάνοντας ως σημείο αναφοράς την υπερχείλιση του Ευξείνου Πόντου είναι και ο ασφαλέστερος τρόπος χρονολόγησης του διηγούμενου από τους αρχαίους Σαμοθράκες αυτού κατακλυσμού. Και αυτό γιατί άνοδος της στάθμης της θάλασσας είχε αρχίσει να σημειώνεται ήδη από το 17.000 π. Χ. περίπου, όταν και έληξε το μέγιστο της τελευταίας παγετώδους περιόδου και άρχισε η σταδιακή τήξη των παγετώνων. Η άνοδος αυτή της θάλασσας συνεχίστηκε, άλλοτε με αργούς και άλλοτε με ταχύτερους ρυθμούς μέχρι και το 5.500 π. Χ. περίπου και με πολύ αργότερους από τότε μέχρι σήμερα (Clark et al., 2009 – Gornitz, 2009).
Ο πυρήνας των γεγονότων που διασώζει ο Διόδωρος δεν πρέπει να συνέβη σε χρονική περίοδο μεταγενέστερη του 8.200-7.400 π. Χ., αφού η διήγηση των αρχαίων Σαμοθρακών σαφώς αναφέρει τον Εύξεινο Πόντο ως λίμνη. Και ήταν όντως λίμνη γλυκού νερού ως το 8.200 π. Χ., οπότε και άρχισε η σύνδεσή του με την Προποντίδα και το Αιγαίο, για να αποκτήσει την ίδια στάθμη μαζί τους και να μετατραπεί πλήρως σε θάλασσα περίπου το 7.400 π. Χ. (Aksu et al., 2002 – Giosan et al., 2009).
Αλλά ούτε και παλαιότερα πρέπει να συνέβη, αφού ο Εύξεινος Πόντος δεν υπερχείλισε προς την Προποντίδα και το Αιγαίο παρά γύρω στο 8.200 π. Χ. Επιπλέον επιχείρημα πως δεν μπορεί να συνέβη παλαιότερα είναι και το γεγονός ότι από την διήγηση των αρχαίων Σαμοθρακών απουσιάζουν πληροφορίες σχετικές με άλλες μείζονες και μόνιμες αλλαγές στην γεωγραφία και στην ακτογραμμή του Βορειο-Ανατολικού Αιγαίου, οι οποίες και συνέβησαν τις αμέσως προηγούμενες χιλιετίες λόγω της ανόδου της στάθμης του Αιγαίου. Τέτοιες μείζονες αλλαγές ήταν η αποκοπή της Σαμοθράκης από την Ευρωπαϊκή ηπειρωτική ακτή και η μετατροπή της σε νησί γύρω στο 9.500 π. Χ. (Χρονόπουλος, 2010), όπως και η σύνδεση του Αιγαίου με την Προποντίδα, η οποία μέχρι τότε ήταν λίμνη γλυκού νερού, μέσω του Ελλησπόντου γύρω στο 10.000 π. Χ. (McHugh et al., 2008).
Ο «μέγας κατακλυσμός» και ο κατακλυσμός του Δαρδάνου
Ο «μέγας κατακλυσμός» της 9ης-8ης π. Χ. χιλιετίας φαίνεται να είναι άλλος από αυτόν του Δαρδάνου, τον οποίον επίσης διαζώσει η ιστορική μνήμη, η οποία τοποθετεί και αυτόν στην περιοχή του Βορειο-Ανατολικού Αιγαίου. Ο κατακλυσμός του Δαρδάνου, ενδεχομένως τοπικής κλίμακας, πρέπει να χρονολογηθεί πολύ αργότερα.
Ο Διόδωρος αναφέρει σαφώς στο έργο του «Ιστορική Βιβλιοθήκη» (πέμπτο βιβλίο, 48η παράγραφος), πως ο Σάωνας, πρόγονος του Δάρδανου και των αδερφών του, Ιασίωνα και Αρμονίας, γεννήθηκε στην Σαμοθράκη «μετά ταύτα», δηλαδή μετά το πέρας του διηγούμενου από τους αρχαίους Σαμοθράκες μεγάλου κατακλυσμού, χωρίς, όμως, να προσδιορίζει χρονικώς τό πόσο μετά.
Επιπλέον, σύμφωνα με τις μυθολογικές παραδόσεις η ζωή και η δράση τόσο του Δαρδάνου (π.χ. ήταν προ-προ-προ-παππούς του Πριάμου, βασιλιά της Τροίας: Δάρδανος>Εριχθόνιος>Τρώας>Ίλος>Λαομέδων>Πρίαμος) όσο και των αδελφών του (π.χ. η αδελφή του Αρμονία παντρεύτηκε τον Κάδμο) συνδέονται με πρόσωπα και γεγονότα του Ελλαδικού και Αιγαιακού χώρου, τα οποία με βεβαιότητα τοποθετούνται προς το τέλος της Ύστερης Χαλκοκρατίας (1600-1100 π. Χ.).
Το «τέλος» του κατακλυσμού
Το πότε περίπου αισθάνθηκαν ασφαλείς οι αρχαίοι Σαμοθράκες, δεν μπορούμε να τό συμπεράνουμε από τις πληροφορίες που μάς δίνει ο Διόδωρος. Κατά πάσα πιθανότητα, αυτό συνέβη αφού το Αιγαίο, η Προποντίδα και ο Εύξεινος Πόντος απέκτησαν την ίδια στάθμη, δηλαδή, γύρω στο 7.400 π. Χ., οπότε και έπαυσε η εκροή των υδάτων του Ευξείνου Πόντου προς την Προποντίδα και το Αιγαίο. Το γεγονός αυτό πιθανότατα θα καθησύχασε τους κατοίκους της Σαμοθράκης της εποχής εκείνης, μιάς και εκεί είχαν αποδώσει την άνοδο της θάλασσας.
Πάντως, η άνοδος της θάλασσας, όχι μόνον στο Αιγαίο, αλλά και παγκοσμίως, συνεχίστηκε με τον ίδιο σχεδόν ρυθμό και μετά το 7.400 π. Χ. Ο ρυθμός ανόδου της ελαττώθηκε μετά το 7.000 π. Χ. και κυρίως μετά το 5.500 π. Χ. (Aksu et al., 2002 – Gornitz, 2009). Αυτό είχε ως συνέπεια η άνοδος της θάλασσας να γινόταν δυσκολότερα αντιληπτή κατά την διάρκεια της ζωής ενός ανθρώπου, η οποία, άλλωστε, τότε δεν ήταν παρά λίγες δεκαετίες μόνον.
Επιπρόσθετα, οι περισσότερες, πλέον εμφανείς και δραματικές αλλαγές στην γεωγραφία του Βορειο-Ανατολικού Αιγαίου και στην ακτογραμμή της Σαμοθράκης είχαν πια συντελεστεί, το κλίμα είχε σταθεροποιηθεί, και απαιτούνταν από μέρους των κατοίκων της ολοένα λιγότερες και μικρότερες προσαρμογές και αλλαγές στον τρόπο ζωής τους και στην οργάνωση της κοινωνίας τους για να επιβιώσουν.
Πιό συγκεκριμένα, ενώ μέχρι και τα τέλη περίπου της 9ης π. Χ. χιλιετίας η Σαμοθράκη χωρίζονταν από την τότε ηπειρωτική θρακική ακτή με ένα στενό θαλάσσιο δίαυλο πλάτους μερικών εκατοντάδων μέτρων μόνον, η άνοδος της θάλασσας κατά την 8η π. Χ. χιλιετία είχε ως αποτέλεσμα την διεύρυνση της απόστασης αυτής κατά πολλά χιλιόμετρα, λόγω του ό,τι κατακλύστηκε από την θάλασσα μεγάλο μέρος της τότε θρακικής πεδιάδας και η ηπειρωτική θρακική ακτογραμμή μετατοπίστηκε βορειότερα (Περισοράτης, 1986 – Χρονόπουλος, 2010).
Επιπλέον, η άνοδος της θάλασσας κατά την 8η π. Χ. χιλιετία κατέκλυσε τις περιοχές εκείνες του νησιού, οι οποίες την εποχή εκείνη ήταν σε υψόμετρο χαμηλότερο των 30 μέτρων περίπου, με συνέπεια να βυθιστούν μεγάλες εκτάσεις της Σαμοθράκης, κυρίως στο δυτικό, βόρειο και ανατολικό της τμήμα, καθώς η θάλασσα, αναλόγως της μορφολογίας του εδάφους, εισχώρησε στην ξηρά από λίγες δεκάδες μέτρα (στο νοτιο-ανατολικό μέρος του νησιού) εώς και αρκετά χιλιόμετρα (στο βορειο-ανατολικό μέρος του νησιού). Είναι η περίοδος κατά την οποία η σύγχρονη βραχονησίδα Ζουράφα (ή Λαδόξερα), που βρίσκεται σήμερα περίπου 6 ναυτικά μίλια από τις ανατολικές ακτές της Σαμοθράκης, άρχισε να αποκόπτεται από αυτήν, ενώ μέχρι τότε ήταν ένα χαμηλό ύψωμα στο ανατολικό της άκρο.
Με βάση τά παραπάνω, μπορεί να εξαχθεί το συμπέρασμα, πως οι τότε κάτοικοι της Σαμοθράκης θα αισθάνθηκαν ασφαλείς κάποια εποχή μετά το 7.400 π. Χ., οπότε και θα προέβησαν στις ενέργειες τις οποίες αναφέρει ο Διόδωρος, δηλαδή, την οριοθέτηση με λίθους της περιμέτρου του νησιού («διασωθέντας κύκλω περί όλην την νήσον όρους θέσθαι της σωτηρίας») και την ίδρυση βωμών και την καθιέρωση τέλεσης θυσιών, ως ένδειξη ευγνωμοσύνης προς τους θεούς για την σωτηρία τους («και βωμούς ιδρύσασθαι, εφ’ ών μέχρι του νυν θύειν»). Τό πόσο όμως μετά το 7.400 π. Χ. και τό πότε περίπου συνέβησαν αυτά δεν μπορεί να υπολογιστεί με ακρίβεια, χωρίς τον εντοπισμό και την αξιολόγηση σχετικών αρχαιολογικών ευρημάτων.
Όχι ακριβώς «κατακλυσμός»
Η άνοδος της θάλασσας ήταν σταδιακή και όχι ραγδαία
Πρέπει να τονιστεί ιδιαιτέρως πως καθ’ όλη αυτήν την περίοδο από το 17.000 π. Χ. περίπου εώς και τους ιστορικούς χρόνους, η άνοδος της θάλασσας δεν ήταν ποτέ κατακλυσμιαία, με την έννοια ότι αυτή δεν ανερχόταν απότομα και κατά πολλά μέτρα εντός μικρού και σύντομου χρονικού διαστήματος. Συγκεκριμένα, υπολογίζεται ότι μεταξύ 13.000 και 5.000 π. Χ. ο μέσος ρυθμός ανόδου της θάλασσας ήταν περίπου 1 μέτρο/αιώνα, ενώ υπήρξαν περίοδοι κατά τις οποίες ο ρυθμός αυτός έφτανε τα 4 εώς 5 μέτρα/αιώνα (Giosan, 2009).
Επειδή όμως η άνοδος της θάλασσας ήταν συνεχής και διήρκεσε αρκετές χιλιάδες χρόνια, αλλάζοντας σταδιακά μεν, αλλά δραματικά και μόνιμα την γεωγραφία και την ακτογραμμή, ανάγκαζε τους ανθρώπους των παράκτιων περιοχών με χαμηλό υψόμετρο να μεταφέρουν τους τόπους κατοικίας τους κάθε λίγες γενιές, και να προσαρμόζουν αναλόγως τον τρόπο ζωής τους, τις κυνηγητικές και τροφοσυλλεκτικές τους δραστηριότητες και την διατροφή και δίαιτά τους σε ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο φυσικό περιβάλλον.
Μία πρόσθετη πρόκληση για τους ανθρώπους της περιόδου εκείνης ήταν και η πίεση να προσαρμοστούν στην αιτία που προκάλεσε την τήξη των παγετώνων, στην βαθμιαία, δηλαδή, προς το θερμότερο αλλαγή του κλίματος και στις συνακόλουθες αλλαγές στην χλωρίδα και στην πανίδα. Αλλαγές, οι οποίες με την σειρά τους, μετέβαλαν τους διαθέσιμους φυσικούς πόρους, αναγκάζοντας τους ανθρώπινους πληθυσμούς της εποχής είτε να μεταναστεύσουν, είτε να εφεύρουν νέους τρόπους διαχείρισης και εκμετάλλευσης του φυσικού τους περιβάλλοντος.
Πέρα από όλες αυτές τις προκλήσεις και τις ανάγκες για προσαρμογή σε ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο περιβάλλον, οι διαμένοντες σε νησιά και παράκτιες περιοχές ανθρώπινοι πληθυσμοί, ζούσαν και με τον συνεχή φόβο της ανόδου της θάλασσας, φόβος που γινόταν μεγαλύτερος στις περιόδους εκείνες κατά τις οποίες ο ρυθμός της ανόδου αυτής επιταχυνόταν.
Για όλους αυτούς τους λόγους, η άνοδος της θάλασσας και οι συνέπειές της είχαν, προφανώς, βαθιά επίδραση στις ανθρώπινες κοινωνίες των χρόνων εκείνων, ιδιαιτέρως στις νησιωτικές και στις παράκτιες, ενώ διατηρήθηκαν στην συλλογική μνήμη αρκετών από αυτές τις κοινωνίες, αρχικώς μέσω προφορικών διηγήσεων, αποκτώντας συχνά μυθολογικές και θρησκευτικές διαστάσεις.
Καθώς οι προφορικές αυτές διηγήσεις υποβάλλονταν για πολλές γενιές σε μία τέτοια επεξεργασία, εξελισσόμενες κάποιες από αυτές σε μύθους, δεν είναι παράξενο που το διάστημα των λίγων ή αρκετών αιώνων ή και χιλιετηρίδων, εντός του οποίου η άνοδος της θάλασσας προκάλεσε τις μείζονες και πλέον εμφανείς αλλαγές στην γεωγραφία και στο φυσικό περιβάλλον μιάς περιοχής, συμπυκνώθηκε σε κάποιες μυθολογικές παραδόσεις σε διάστημα λίγων μόνον ημερών. Και αυτή από συνεχής και βαθμιαία μετατράπηκε σε κατακλυσμιαία και ταχεία, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις, και κάτω από την ανάγκη να εξηγηθεί, θεωρήθηκε το αποτέλεσμα παρατεταμένων κατακλυσμιαίων βροχοπτώσεων.
Συμπεράσματα και υποθέσεις για την Σαμοθράκη της 9ης-8ης π. Χ. χιλιετίας
Πέρα από την διαπίστωση πως η διήγηση των αρχαίων Σαμοθρακών για τον «μέγα κατακλυσμό» φαίνεται να ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, αφού είναι σύμφωνη με τα ευρήματα της σύγχρονης επιστημονικής έρευνας, είναι δυνατόν, με βάση τις πληροφορίες, τις οποίες μάς παραδίδει ο Διόδωρος, να εξαχθεί μία σειρά λογικών συμπερασμάτων, όχι μόνον για την Σαμοθράκη, τους κατοίκους της και το επίπεδο του πολιτισμού τους την περίοδο της 9ης-8ης π. Χ. χιλιετίας, αλλά και για αυτήν ακόμη την πολιτισμική συνέχεια του νησιού. Τα λογικά αυτά συμπεράσματα είναι τα ακόλουθα:
1) Η περιοχή της Σαμοθράκης όχι απλά κατοικούνταν, ήδη από την 9η π. Χ. χιλιετία τουλάχιστον, αλλά ο πληθυσμός της ζούσε εγκατεστημένος σε οργανωμένους οικισμούς.
2) Οι κάτοικοί της είχαν γνώση της γεωγραφίας του Βορειο-Ανατολικού Αιγαίου, του Ελλησπόντου, της Προποντίδας και του Ευξείνου Πόντου, όπως αυτές ήταν κατά την 9η-8η π. Χ. χιλιετία. Γνώση την οποία απέκτησαν, κατά πάσα πιθανότητα, ταξιδεύοντας στις περιοχές αυτές και ερχόμενοι σε επαφή με τους κατοίκους τους.
3) Οι κάτοικοί της κατεργάζονταν τον λίθο και κατασκεύαζαν κτίρια και ιερά. Άρα, είχαν ένα προχωρημένο για την εποχή τεχνολογικό πολιτισμό.
4) Οι κάτοικοί της θρησκεύονταν. Υπήρχε οργανωμένη θρησκεία, με ιερά και τελετές και ενδεχομένως με συγκροτημένο ιερατείο και εορτολόγιο.
5) Η διαβίωση τους σε οικισμούς συνεπάγεται την ύπαρξη κάποιας μορφής κοινωνικής οργάνωσης, όπως και ηθών, εθίμων, ακόμη και κανόνων δικαίου, έστω στοιχειωδών, αναγκαίων για την ρύθμιση όχι μόνον της λειτουργίας των οικισμών αυτών, αλλά και των μεταξύ των κατοίκων τους σχέσεων.
6) Στην Σαμοθράκη κατάφερε να επιβιώσει επαρκής πληθυσμός, ο οποίος διέθετε και τις γνώσεις και τις δεξιότητες για να ανταπεξέλθει σε μία μείζονα και μόνιμη αλλαγή του φυσικού του περιβάλλοντος και στην οριστική απώλεια μεγάλου μέρους της ξηράς και των αντιστοίχων φυσικών πόρων.
7) Εφ’ όσον διατηρήθηκε στην μνήμη των κατοίκων της Σαμοθράκης το γεγονός αυτό της μεγάλης ανόδου της στάθμης της θάλασσας και της δραματικής αλλαγής της γεωγραφίας του νησιού τους, του Βορειο-Ανατολικού Αιγαίου και του Ευξείνου Πόντου, ώστε να τό διηγηθούν στον Διόδωρο τον Σικελιώτη κατά τον 1ο π. Χ. αιώνα, και αφού συνέχισαν, εώς και την εποχή εκείνη τουλάχιστον, οι Σαμοθράκες να τελούν τις ευχαριστήριες θυσίες στους θεούς, οι οποίες καθιερώθηκαν για την σωτηρία του νησιού και των κατοίκων του από τον «μέγα κατακλυσμό», προκύπτει το λογικό συμπέρασμα πως στην Σαμοθράκη υπήρξε αδιάσπαστη πολιτισμική συνέχεια από την 9η π. Χ. χιλιετία εώς και τον 1ο π. Χ. αιώνα τουλάχιστον.
Αρχαιολογικές αποδείξεις από την Σαμοθράκη
Όλα τά παραπάνω, βέβαια, δεν είναι παρά συμπεράσματα στα οποία κατέληξε και υποθέσεις τις οποίες διατύπωσε ο γράφων, επεξεργαζόμενος το σχετικό απόσπασμα του Διοδώρου με την κοινή λογική και καθοδηγούμενος από τα ευρήματα και τα πορίσματα της σύγχρονης επιστημονικής έρευνας.
Απαιτείται συστηματική και οργανωμένη αρχαιολογική έρευνα, τόσο στο έδαφος του νησιού όσο και στην γύρω από αυτό υποθαλάσσια περιοχή, ώστε να διαπιστωθεί αν η Σαμοθράκη κατοικούνταν ήδη από την 9η π. Χ. χιλιετία και αν οι κάτοικοί της ζούσαν όντως σε οργανωμένους οικισμούς ήδη από τότε και πριν την άνοδο της θάλασσας κατά την 8η π. Χ. χιλιετία. Τα ίχνη των οικισμών αυτών, ίσως, να διασώζονται. Επιπλέον, χρειάζεται να διερευνηθεί, αν διασώζονται ίχνη των όσων φέρεται να οικοδόμησαν οι Σαμοθράκες της εποχής εκείνης (π.χ. ιερά, βωμοί), ως ένδειξη ευγνωμοσύνης προς τους θεούς τους, όταν πια ένοιωσαν ασφαλείς, και βέβαια των νέων οικισμών που οργάνωσαν στα υψηλότερα μέρη του νησιού, μετά την εγκατάλειψη αυτών, οι οποίοι κατά την διήγησή τους, κατακλύστηκαν από την θάλασσα.
Τα εώς τώρα αρχαιολογικά ευρήματα από την Σαμοθράκη δείχνουν ότι αυτή κατοικείται τουλάχιστον από τα μέσα της 6ης π. Χ. χιλιετίας, μη παρέχοντας, μέχρι στιγμής, απτές αποδείξεις κατοίκησης και μόνιμης εγκατάστασης σε παλαιότερες περιόδους και ειδικότερα κατά την 9η και 8η π. Χ. χιλιετία, οπότε και υπολογίζεται ότι διαδραματίζονται τα συμβάντα του ιστορούμενου από τους αρχαίους Σαμοθράκες κατακλυσμού.
Συγκεκριμένα, ίχνη ανθρώπινης δραστηριότητας και μονίμων εγκαταστάσεων έχουν εντοπιστεί σε διάφορες θέσεις του νησιού (π.χ. Μικρό Βουνί, Καρυώτες, Βρυχός). Συστηματικές ανασκαφές, όμως, έχουν γίνει μόνον στο Μικρό Βουνί, όπου και εντοπίστηκε νεολιθικός οικισμός, οι απαρχές του οποίου υπολογίζονται στα μέσα της 6ης π. Χ. χιλιετίας, το δε τέλος του περί το 1.700 π. Χ. (Μάτσας, 2005). Σε ό,τι αφορά την γύρω από το νησί υποθαλάσσια περιοχή, δεν φαίνεται να έχει διεξαχθεί αρχαιολογική έρευνα ή, αν έχει διεξαχθεί, δεν έχουν δημοσιευτεί τα τυχόν ευρήματά της.
Έμμεσες αρχαιολογικές αποδείξεις από τον Ελλαδικό χώρο
Έμμεσες αποδείξεις ότι δεν αποκλείεται η κατοίκηση όχι μόνον της Σαμοθράκης, αλλά και της ευρισκόμενης σήμερα κάτω από την θάλασσα περιοχής μεταξύ Σαμοθράκης, Θάσου και ηπειρωτικής Θρακικής ακτής και μάλιστα σε περίοδο ακόμη παλαιότερη από αυτήν του αφηγούμενου από τους αρχαίους Σαμοθράκες κατακλυσμού παρέχονται από τα αρχαιολογικά ευρήματα που έχουν εντοπιστεί σε διάφορες τοποθεσίες του Βορείου και Κεντρικού Αιγαίου.
Η σημαντικότερη από τις αποδείξεις αυτές προέρχεται από τον λόφο Τζίνες, ανάμεσα στις Μαριές και στα Λιμενάρια της Θάσου, όπου και εντοπίστηκαν ίχνη εξόρυξης ερυθράς ώχρας, δραστηριότητα η απαρχή της οποίας χρονολογήθηκε περί το 18.300 π. Χ. (Κουκούλη-Χρυσανθάκη & Weisberger, 1996 – Κουκούλη-Χρυσανθάκη, 2005), κατά το μέγιστο, δηλαδή, της τελευταίας παγετώδους περιόδου (24.500-17.000 π. Χ.). Σημειώνεται πως η Θάσος και η Σαμοθράκη ήταν ενωμένες μεταξύ τους, αλλά και με την σημερινή ηπειρωτική ακτή την περίοδο εκείνη. Διαχωρίστηκαν ως συνέπεια της ανόδου της στάθμης της θάλασσας, ώστε από το 9.500 π. Χ. περίπου η Σαμοθράκη να είναι πια νησί (Χρονόπουλος, 2010).
Με βάση το παραπάνω εύρημα συμπεραίνεται ότι στην ευρύτερη περιοχή της Σαμοθράκης και γενικά της σημερινής Ανατολικής Μακεδονίας και Δυτικής Θράκης διαβιούσε ανθρώπινος πληθυσμός ακόμη και κατά το μέγιστο της τελευταίας παγετώδους περιόδου, όταν, μάλιστα, οι κλιματολογικές συνθήκες ήταν ιδιαιτέρως σκληρές και αντίξοες, η δε σημερινή θαλάσσια περιοχή μεταξύ Σαμοθράκης, Θάσου και ηπειρωτικής Θρακικής ακτής ήταν στέππα.
Λόγω της βεβαιομένης χρήσης της ερυθράς ώχρας από τους ανθρώπους της Ύστερης Παλαιολιθικής και της Μεσολιθικής Εποχής στην παρασκευή χρωστικών ουσιών για τις βραχογραφίες, για την επικάλυψη του ανθρώπινου σώματος με αυτήν για αισθητικούς ή πρακτικούς λόγους και την χρήση της στις ταφές, συμπεραίνεται, επιπλέον, πως ο πληθυσμός αυτός όχι μόνον κατείχε την σχετική τεχνογνωσία για την αξιοποίηση της ερυθράς ώχρας, αλλά είχε αναπτύξει αισθητικές αντιλήψεις και θρησκευτικές πεποιθήσεις με τις οποίες συνδεόταν η χρήση της, κάτι το οποίο συνιστά ένδειξη για την ύπαρξη πολιτισμού, έστω, πρωτόγονου.
Αποδείξεις όχι μόνον για την ύπαρξη μονίμων οικισμών στον χώρο του Βορείου Αιγαίου ήδη από την Μεσολιθική Εποχή (11.000-6.800 π. Χ.), αλλά ακόμη και για την εξημέρωση οικόσιτων ζώων (π.χ. χοίροι, αιγοπρόβατα) νωρίτερα από ό,τι γενικώς πιστευόταν, όπως και για συστηματική αλιευτική δραστηριότητα και μάλιστα στην ανοιχτή θάλασσα παρέχονται από διάφορες θέσεις στα νησιά και στις νησίδες των Βορείων Σποράδων (π.χ. Αλόννησος, Γιούρα, Κυρα-Παναγιά, Άγιος Πέτρος, Περιστέρα) (Δουλγέρη-Ιντζεσιλόγλου, 2005). Τα ευρήματα μάλιστα από το σπήλαιο του Κύκλωπα στα Γιούρα οδηγούν στο συμπέρασμα ότι οι πληθυσμοί που τό χρησιμοποιούσαν κατά την 9η-7η π. Χ. χιλιετία είχαν εξημερώσει χοίρους και αιγοπρόβατα και είχαν αναπτύξει εξελιγμένες για την εποχή εκείνη τεχνικές αλίευσης και μάλιστα για την ανοιχτή θάλασσα, απόδειξη ότι ήταν σε θέση να κατασκευάζουν πλωτά μέσα και να ναυσιπλοούν.
Δεν πρέπει να διαφεύγει, επίσης, της προσοχής πως οι κάτοικοί των Βορείων Σποράδων της περιόδου εκείνης βίωσαν τις ίδιες μείζονες περιβαλλοντικές αλλαγές και προκλήσεις με τους σύγχρονούς τους κατοίκους της Σαμοθράκης, αφού όλα τα κύρια νησιά των Βορείων Σποράδων αποτελούσαν μία ενιαία λωρίδα ξηράς ενωμένη με την Θεσσαλία μέσω της χερσονήσου του Πηλίου εώς και το 16.000 π. Χ. περίπου. Άρχισαν να αποκόπτονται σταδιακά και μεταξύ τους και από αυτήν, λόγω της ανόδου της θάλασσας, ώστε το 8.000 π. Χ. να είναι όλα τους αποκομμένα από την Θεσσαλία, πλην της Σκιάθου (Χρονόπουλος, 2010). Αυτό, κατά πάσα πιθανότητα, οδήγησε τους τότε κατοίκους των Βορείων Σποράδων, αλλά και αυτούς και άλλων περιοχών του Ελλαδικού και Αιγαιακού χώρου που ήρθαν και αυτοί αντιμέτωποι με τις συνέπειες της ανόδου της θάλασσας, σε αντιδράσεις, συμπεριφορές, και προσαρμογές παρόμοιες με αυτές τις διηγούμενες από τον Διόδωρο τον Σικελιώτη των αρχαίων Σαμοθρακών, χωρίς, όμως, να διασώζονται οι αντίστοιχες μυθολογικές παραδόσεις ή ιστορικές μαρτυρίες.
Κρίσιμης σημασίας απόδειξη ότι μόνιμοι λιθόκτιστοι οικισμοί υπήρχαν στον Ελλαδικό και Αιγαιακό χώρο ήδη από την Μεσολιθική Εποχή (11.000-6.800 π. Χ.), και άρα είναι πιθανό τέτοιοι οικισμοί να βρίσκονταν και στην ευρύτερη περιοχή της Σαμοθράκης κατά την περίοδο των περιγραφομένων από τον Διόδωρο γεγονότων, επιβεβαιώνοντάς τον, προέρχεται από την θέση Μαρουλάς της Κύθνου, νησιού στο βόρειο τμήμα των Κυκλάδων. Μάλιστα, μέρος τουλάχιστον των οικημάτων ήταν κατασκευασμένα από λίθους, ενώ βρέθηκαν και εργαλεία από χαλαζία, πυριτόλιθο και οψιανό (Μαζαράκης-Αινιάν, 2005). Όλα αυτά συνιστούν αποδείξεις ότι οι κάτοικοι του οικισμού αυτού κατείχαν την κατεργασία της πέτρας.
Σημαντικό επίσης εύρημα από τον Μαρουλά, ο οποίος χρονολογείται μεταξύ 8.800 και 7.600 π. Χ., είναι και αριθμός ταφών, με τους νεκρούς τοποθετημένους σε οκλάζουσα στάση (Μαζαράκης-Αινιάν, 2005). Πρόκειται για εύρημα το οποίο αποδεικνύει ότι ο Μεσολιθικός άνθρωπος είχε διαμορφωμένες μεταφυσικές πίστεις και πεποιθήσεις, ενταγμένες, προφανώς, σε κάποιας μορφής θρησκεία.
Αρχαιολογικές αποδείξεις για την κατασκευή ιερών κατά την Μεσολιθική Εποχή
Σε ότι αφορά το ενδεχόμενο επιχείρημα πως η κατασκευή ευμεγεθών λίθινων ιερών και χώρων λατρείας δεν ήταν δύνατη την περίοδο εκείνη, και μάλιστα από πληθυσμούς κυνηγών και τροφοσυλλεκτών, όχι μόνον λόγω ανυπαρξίας της σχετικής τεχνογνωσίας και ελλείψεως των απαραίτητων υλικών μέσων και πόρων, αλλά και γιατί δεν είχε συγκροτηθεί ακόμη επαρκώς ανάλογη θρησκευτική πίστη, η οποία και θα καθιστούσε αναγκαία την οικοδόμηση τέτοιων κατασκευών, η απάντηση έρχεται από τον λόφο του Gobekli Tepe της σημερινής Ν.Α. Τουρκίας.
Στην περιοχή αυτή, η οποία βρίσκεται περί τα 15 χλμ. βορειοανατολικά της πόλεως Sanliurfa, η οποία δεν είναι άλλη από την αρχαία Έδεσσα, ανακαλύφθηκε πρόσφατα σύμπλεγμα ιερών και χώρων λατρείας, κατασκευασμένων από κυνηγούς-τροφοσυλλέκτες και χρονολογουμένων από τα μέσα της 10ης π. Χ. χιλιετίας. Το σύμπλεγμα αποτελείται από 20 κυκλικές κατασκευές διαμέτρου 10 ως 30 μέτρων η καθεμία τους. Στις κυκλικές αυτές κατασκευές δεσπόζουν λίθινες στήλες σχήματος Τ, ύψους ως 3 μέτρων επί των οποίων υπάρχουν ανάγλυφες παραστάσεις ζωικών μορφών (π.χ. λιοντάρια, αλεπούδες, αγριόχοιροι, γερανοί, φίδια, σκορπιοί κλπ.), ενώ δεν λείπουν και οι ανθρωπόμορφες φιγούρες, αν και είναι σημαντικά λιγότερες σε αριθμό. Η χρονολόγηση των μέχρι τώρα ανασκαμμένων ιερών δείχνει ότι αυτά κατασκευάστηκαν και ήταν σε χρήση μεταξύ του 9.130 και του 7.370 π. Χ., ενώ φαίνεται πως ολόκληρο το σύμπλεγμα επιχωματώθηκε περί τα τέλη της 8ης π. Χ. χιλιετίας, οπότε και εγκαταλείφθηκε (Peters & Schmidt, 2004 – Schmidt, 2010).
Η κατασκευή και η επί μακρά περίοδο χρήση των ιερών αυτών και χώρων λατρείας στο Gobekli Tepe αποδεικνύει ότι ακόμα και οι κυνηγοί-τροφοσυλλέκτες είχαν αναπτύξει θρησκευτικές και μεταφυσικές πίστεις και πεποιθήσεις, οι οποίες απαιτούσαν την ύπαρξη και λειτουργία κτιστών χώρων για λατρευτικούς και θρησκευτικούς σκοπούς. Επιπλέον, αποδεικνύει πως ήταν ικανοί να αναγείρουν, έστω με τα πρωτόγονα τεχνικά μέσα που διέθεταν, ευμεγέθεις λίθινες κατασκευές, δαπανώντας χρόνο και πόρους για την κατασκευή τους, και συνεργαζόμενοι σε μεγάλους αριθμούς για να φέρουν σε πέρας τέτοια έργα.
Επίλογος
Είναι, λοιπόν, μεγάλες οι πιθανότητες σε μικρά σχετικά βάθη, όχι μεγαλύτερα των 50-60 μέτρων, γύρω από την Σαμοθράκη και κυρίως κοντά στις βόρειες ακτές και στα ανατολικά μεταξύ Σαμοθράκης και Ζουράφας, αλλά και φυσικά και πάνω στο ίδιο το νησί, να έχουν διασωθεί τα υλικά απομεινάρια ενός κόσμου, ο οποίος βίωσε μία μόνιμη και δραματική αλλαγή του περιβάλλοντός του και κατάφερε να επιβιώσει, προσαρμόζοντας την οικιστική του οργάνωση και τις κυνηγητικές και τροφοσυλλεκτικές του δραστηριότητες σε ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο κλίμα και περιβάλλον, έχοντας, παράλληλα, να αντιμετωπίσει για αρκετές γενιές τον φόβο του αφανισμού του από την συνεχή άνοδο της θάλασσας, και ζώντας διαρκώς με την αγωνία για το μέλλον του.
Στην περίπτωση κατά την οποία η επιστημονική έρευνα αποδείξει τά παραπάνω, το αποτέλεσμα δεν θα είναι απλά και μόνον ο εμπλουτισμός των μουσείων και των αρχαιολογικών αποθηκών της χώρας με επιπλέον ευρήματα, έστω και μοναδικά, αλλά κυρίως η μετάθεση της πρωτο-ιστορίας του Ελλαδικού χώρου κατά πολύ στο παρελθόν, και πιο συγκεκριμένα στην Μεσολιθική Εποχή (11.00-6.800 π. Χ.). Επιπρόσθετα, κάτι τέτοιο θα είναι ένα ισχυρότατο επιχείρημα, ακόμη και για τους πιο δύσπιστους, πως οι μυθολογικές παραδόσεις περιέχουν στον πυρήνα τους ιστορικές αλήθειες. Αλήθειες οι οποίες, φυσικά, και θα πρέπει να τεκμηριώνονται από την επιστήμη της αρχαιολογίας.
Μιάς και όμως η αρχαιολογία είναι ανθρωπιστική επιστήμη, και όχι απλώς επιστήμη αναζήτησης και ανεύρεσης υλικών καταλοίπων προηγουμένων εποχών και πολιτισμών, το κύριο όφελός μας θα είναι η γνώση για έναν κόσμο που χάθηκε και για έναν άλλον που γεννήθηκε, ύστερα από μόνιμες και μείζονες αλλαγές, οι οποίες άλλαξαν δραματικά το φυσικό περιβάλλον. Και ίσως, αν τό θελήσουμε, να αντλήσουμε διδάγματα και για τον δικό μας πολιτισμό, τον πολιτισμό του 21ου αιώνα, αφού καλούμαστε και εμείς να προσαρμοστούμε σε ένα φυσικό περιβάλλον, το οποίο αλλάζει με ολοένα ταχύτερους ρυθμούς, υποβαθμιζόμενο και καταστρεφόμενο από την απληστία και την αδιαφορία μας.
Και είναι αυτός ο κύριος λόγος και το βασικό κίνητρο, μαζί με την αγάπη για την Ελληνική ιστορία και την μυθολογία, που έκαναν έναν όχι αρχαιολόγο αλλά ψυχολόγο να ασχοληθεί με το θέμα αυτό και να γράψει αυτό το κείμενο.
ΠΗΓΕΣ – ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ*
Aksu, Α. et al. (2002). Persistent holocene outflow from the Black Sea to the Eastern Mediterranean contradicts Noah’s flood hypothesis. GSA Today, Volume 12(5), pages 4-10.*
Clark, P. U. et al. (2009). The Last Glacial Maximum. Science, Volume 325, Issue 5941, pages 710-714.*
Giosan, L. et al. (2009). Was the Black Sea catastrophically flooded in the early Holocene?Quaternary Science Reviews, Volume 28, Issue 12(2), pages 1-6.*
Gornitz, V. (2009). Sea level change, post-glacial. In the «Encyclopedia of Paleoclimatology and Ancient Environments», Springer, pages 887-893.
McHugh, C. M. G. et al. (2008). The last reconnection of the Marmara Sea (Turkey) to the World Ocean: A paleoceanographic and paleoclimatic perspective. Marine Geology, Issue 255, pages 64-82.*
Peters, J. & Schmidt, K. (2004). Animals in the symbolic world of Pre-Pottery Neolithic Gobekli Tepe, south-eastern Turkey: A preliminary assessment. Anthropozoologica, Volume 39(1), pages 179-218.*
Schmidt, K. (2010). Gobekli Tepe – The Stone Age sanctuaries. New results of ongoing excavations with a special focus on sculptures and high reliefs. Documenta Praehistorica, Volume 37, pages 239-256.*
Δουλγέρη-Ιντζεσίλογλου, Α. (2005). Ερημόνησοι Σποράδων. Στο βιβλίο «Αρχαιολογία – Νησιά του Αιγαίου», Εκδόσεις Μέλισσα, σελίδα 167.
Κουκούλη-Χρυσανθάκη, Χ. (2005). Θάσος. Στο βιβλίο «Αρχαιολογία – Νησιά του Αιγαίου», Εκδόσεις Μέλισσα, σελίδες 80-91.
Κουκούλη-Χρυσανθάκη, Χ. & Weisgerber, G. (1996). Παλαιολιθικό ορυχείο ώχρας στη Θάσο.Αρχαιολογία & Τέχνες, Τεύχος 60, σελίδες 82-89.*
Μαζαράκης-Αινιάν, Α. (2005). Κύθνος. Στο βιβλίο «Αρχαιολογία – Νησιά του Αιγαίου», Εκδόσεις Μέλισσα, σελίδα 246.
Μάτσας, Δ. (2005). Σαμοθράκη. Στο βιβλίο «Αρχαιολογία – Νησιά του Αιγαίου», Εκδόσεις Μέλισσα, σελίδες 92-99.
Περισοράτης, Κ. (1988). Ιζηματολογία του πλατώ της Σαμοθράκης, Β. Αιγαίο. Δελτίο Ελληνικής Γεωλογικής Εταιρείας, Τόμος 20, σελίδες 341-351.*
Χρονόπουλος, Κ. (2010). Παλαιογραφική αναπαράσταση του Ελληνικού Αρχιπελάγους τα τελευταία 150.000 χρόνια με την χρήση του ARCGIS/ARCVIEW [Διπλωματική Εργασία].*
* Με αστερίσκο σημειώνονται όλες οι πηγές που είναι ελευθέρως και δωρεάν προσβάσιμες στο διαδίκτυο.
Σημείωση: Το blog οφείλει να εκφράσει την συγνώμη του για πιθανά προβλήματα που δημιούργησε στον δημιουργό του άρθρου κύριο Χρήστο Μητσάκη. Η ανάρτηση - αναμετάδοση, έγινε με μοναδικό σκοπό την μεταφορά της γνώσης που προκύπτει από την μελέτη του συγγραφέα σε περισσότερους αναγνώστες.
Δρ. Χρήστος Μητσάκης
mitsakis_christos@hotmail.com
Διαβάστε το όπως αλιεύτηκε από το διαδίκτυο χωρίς καμία τροποποίηση:
Σημείωση πνευματικών δικαιωμάτων: Το κείμενο αυτό γράφτηκε για να δημοσιευτεί στην ηλεκτρονική σελίδα «Ελληνική Ιστορία»http://www.e-istoria.com/. Επιτρέπεται η δωρεάν αναδημοσίευση όλου ή μέρους του κειμένου, με τον αυστηρό όρο να αναφέρεται ο συγγραφέας και η πηγή.
http://scorpio71.blogspot.gr/
Συγκεκριμένα, ο Διόδωρος μάς πληροφορεί ότι οι κάτοικοι της Σαμοθράκης διηγούνταν πως πριν από όλους τους κατακλυσμούς, τους οποίους διασώζει η ιστορική μνήμη των υπολοίπων λαών, συνέβη σε αυτούς «μέγας κατακλυσμός». Σύμφωνα με την διήγησή τους, αιτία του κατακλυσμού αυτού ήταν η άνοδος της στάθμης του Ευξείνου Πόντου, ο οποίος μέχρι τότε ήταν λίμνη, λόγω της αύξησης της εισερχομένης ποσότητας νερού από τους ποταμούς οι οποίοι εκβάλλουν σε αυτόν («το γαρ εν τω Πόντω πέλαγος λίμνης έχον τάξιν μέχρι τοσούτου πεπληρώσθαι διά των εισρεόντων ποταμών»). Η άνοδος της στάθμης του Ευξείνου Πόντου είχε ως συνέπεια την δημιουργία ενός ρεύματος νερού, το οποίο διήλθε αρχικώς από το στόμιο του Βοσπόρου («το μεν πρώτον του περί τας Κυανέας στόματος ραγέντος») και ακολούθως από τον Ελλήσποντο («το ρεύμα λάβρως εξέπεσεν εις τον Ελλήσποντον»).
Ακολούθησε η άνοδος της στάθμης της θάλασσας και στην πλευρά του Αιγαίου και η κάλυψη με νερό μεγάλου μέρους του πεδινού τμήματος της Σαμοθράκης («ουκ ολίγην δε και της επιπέδου γης εν τη Σαμοθράκη θάλατταν εποίησε»), αλλά και της ευρύτερης περιοχής. Κάποιοι οικισμοί βρέθηκαν για πάντα κάτω από το νερό («πόλεων κατακεκλυσμένων»), ώστε χρόνια αργότερα να βρίσκουν οι ψαράδες στα δίχτυά τους λίθινα αρχιτεκτονικά μέλη κτιρίων. Οι κάτοικοι της Σαμοθράκης, βλέποντας την στάθμη της θάλασσας να ανέρχεται ολοένα και περισσότερο («θαλάττης αναβαινούσης αεί μάλλον»), κατέφυγαν στα υψηλότερα μέρη του νησιού («υψηλοτέρους της νήσου τόπους»), προσευχόμενοι στους τοπικούς θεούς («εύξασθαι τοις θεοίς τους εγχωρίους»). Σε ανάμνηση της σωτηρίας τους οριοθέτησαν με πέτρες όλη την περίμετρο του νησιού («διασωθέντας κύκλω περί όλην την νήσον όρους θέσθαι της σωτηρίας») και ίδρυσαν βωμούς, στους οποίους συνέχισαν να κάνουν θυσίες μέχρι τουλάχιστον και τα χρόνια του Διοδώρου («και βωμούς ιδρύσασθαι, εφ’ ών μέχρι του νυν θύειν»).
Με βάση τις πληροφορίες αυτές τις οποίες διασώζει ο Διόδωρος, εξάγεται το συμπέρασμα πως ο περιγραφόμενος αυτός κατακλυσμός διαφέρει από τους άλλους ιστορούμενους κατακλυσμούς (π.χ. Δευκαλίωνος, Νώε), αφού δεν ήταν το αποτέλεσμα μίας περιόδου εντόνων βροχοπτώσεων, ούτε και τα νερά του αποτραβήχτηκαν αργότερα, οπότε και θα μπορούσε να θεωρηθεί ως μία εκτεταμένη πλημμύρα και μόνον. Αντιθέτως, ο συγκεκριμένος αυτός κατακλυσμός κάλυψε μονίμως τεράστιες εκτάσεις ξηράς, λόγω της σταδιακής και μεγάλης ανόδου της θάλασσας.
Η παγκόσμια άνοδος της θάλασσας – Ο Εύξεινος Πόντος λίμνη
Υπάρχουν κάποια κρίσιμα σημεία της διηγήσεως των αρχαίων Σαμοθρακών, τα οποία ελέγχοντάς τα, μπορούμε όχι μόνον να συμπεράνουμε αν υπάρχει σε αυτήν ίχνος ιστορικής αλήθειας, αλλά και να τά χρησιμοποιήσουμε για να κάνουμε μία γενική εκτίμηση για τό πότε περίπου μπορεί να συνέβη ο περιγραφόμενος αυτός κατακλυσμός. Το πρώτο σημείο είναι, αν όντως ανήλθε παγκοσμίως και κατά πόσο η στάθμη της θάλασσας στην πρόσφατη γεωλογική ιστορία της Γης. Το δεύτερο σημείο είναι αν υπήρξε εποχή και ποιά, κατά την οποία ο Εύξεινος Πόντος ήταν λίμνη αποκομμένη από την Προποντίδα και το Αιγαίο.
Σε ό,τι αφορά το πρώτο σημείο, είναι επιστημονικά αποδεδειγμένο πως κατά το μέγιστο (24.500-17.000 π. Χ.) της τελευταίας παγετώδους περίοδου η στάθμη της θάλασσας παγκοσμίως ήταν κατά 120 μέτρα περίπου χαμηλότερη από την σημερινή, με αποτέλεσμα η ακτογραμμή της εποχής εκείνης να διαφέρει δραματικά από την σύγχρονη. Η εξ’ αιτίας της αυξήσεως της θερμοκρασίας της γης βαθμιαία τήξη των παγετώνων, οι οποίοι κάλυπταν όχι μόνον τις πολικές περιοχές του πλανήτη, αλλά και μεγάλο μέρος περιοχών χαμηλοτέρου γεωγραφικού πλάτους, είχε ως συνέπεια την σταδιακή άνοδο της στάθμης της θάλασσας, η οποία και ήταν περισσότερο ταχεία μεταξύ του 12.500 π. Χ. και του 5.500 π. Χ. περίπου (Clark et al., 2009 – Gornitz, 2009).
Σε ό,τι αφορά τον Εύξεινο Πόντο, η επιστημονική έρευνα έχει αποδείξει την ταχεία του μεταβολή από λίμνη γλυκού νερού, γεγονός που υποδηλώνει πως ήταν αποκομμένος από την Μεσόγειο, σε υφάλμυρη λίμνη και τελικώς σε θάλασσα συνδεδεμένη με την Μεσόγειο περί το 7.400 π. Χ. (Aksu et al., 2002 – Giosan et al., 2009).
Επομένως, τα πορίσματα της επιστημονικής έρευνας συμφωνούν και με τα δύο αυτά σημεία της διασωζόμενης από τον Διόδωρο διηγήσεως των αρχαίων Σαμοθρακών. Ότι, δηλαδή, σημειώθηκε συνεχής και μεγάλη άνοδος της στάθμης της θάλασσας και ότι υπήρξε εποχή κατά την οποία ο Εύξεινος Πόντος ήταν λίμνη.
Η υπερχείλιση του Ευξείνου Πόντου
Σε ό,τι αφορά ένα άλλο κρίσιμο σημείο της διηγήσεως των αρχαίων Σαμοθρακών, ότι, δηλαδή, ο Εύξεινος Πόντος υπερχείλισε δια μέσου του Βοσπόρου αρχικώς, και του Ελλησπόντου ακολούθως, και αυτό υποστηρίζεται από τα επιστημονικά ευρήματα.
Συγκεκριμένα, λαμβάνοντας υπ’ όψην ωκεανολογικά, υδρογραφικά και σεισμογραφικά ευρήματα, καθώς και τις μεταβολές στην θαλάσσια πανίδα κατά τα τελευταία χιλιάδες χρόνια, ο Aksu και οι συνεργάτες του (2002) διατύπωσαν την «Υπόθεση της Εκροής» (Outflow Hypothesis). Σύμφωνα με την υπόθεση αυτή, περί το 8.200 π. Χ. η στάθμη του Ευξείνου Πόντου, που μέχρι τότε ήταν μία λίμνη γλυκού νερού, και δεχόταν μέσω των ποταμών που χύνονταν σε αυτόν αυξημένους όγκους νερού προερχομένους από τους παγετώνες της Ανατολικής Ευρώπης, οι οποίοι συνεχώς τήκονταν, υπερέβη τον Βόσπορο, που ήταν τότε ακόμη ισθμός, δημιουργώντας ένα ρεύμα νερού που άρχισε να χύνεται στην Προποντίδα (Aksu et al., 2002).
Την εποχή εκείνη η στάθμη της Προποντίδας, η οποία ήταν συνδεδεμένη με το Αιγαίο και την Μεσόγειο ήδη από το 10.000 π. Χ., ήταν 20 μέτρα περίπου χαμηλότερη από την στάθμη του Ευξείνου Πόντου και περίπου 60 μέτρα χαμηλότερη από την σημερινή στάθμη της θάλασσας. Γύρω στο 7.400 π. Χ. το Αιγαίο, η Προποντίδα και ο Εύξεινος Πόντος είχαν πλέον την ίδια στάθμη (σχεδόν 40 μέτρα χαμηλότερη από την σημερινή), η οποία και συνέχισε να ανέρχεται, ακολουθώντας την παγκόσμια τάση ανόδου των θαλασσών. Συνολικά, σε διάστημα οκτώ περίπου αιώνων και συγκεκριμένα από το 8.200 π. Χ. εώς και το 7.400 π. Χ., η στάθμη της θάλασσας ανήλθε κατά 20 σχεδόν μέτρα, με έναν μέσο ρυθμό ανόδου περί τα 2,5 μέτρα/αιώνα (Aksu et al., 2002 – McHugh et al., 2008).
Προφανώς, οι Σαμοθράκες της εποχής εκείνης ερμήνευσαν την άνοδο της στάθμης της θάλασσας, η οποία συνέβαινε ταυτοχρόνως σε όλη την Γη και οφειλόταν στην συνεχή τήξη των παγετώνων του πλανήτη, ως το αποτέλεσμα της υπερχείλισης του Ευξείνου Πόντου, αφού αυτό ήταν το εμφανές φυσικό φαινόμενο, το οποίο τούς παρείχε εξήγηση για τις δραματικές και μόνιμες αλλαγές που συνέβαιναν στο περιβάλλον τους.
Χρονολογώντας τον «μέγα κατακλυσμό» των αρχαίων Σαμοθρακών
Με βάση το γεγονός ότι η εκροή των νερών του Ευξείνου Πόντου στην Προποντίδα και στο Αιγαίο άρχισε περί το 8.200 π. Χ. και ολοκληρώθηκε περί το 7.400 π. Χ., όταν και οι τρεις αυτές θάλασσες είχαν πλέον την ίδια στάθμη (Aksu et al., 2002), μάς επιτρέπει να τοποθετήσουμε τον πυρήνα της διηγήσεως των αρχαίων Σαμοθρακών και τα περισσότερα από τα γεγονότα, τα οποία μάς μεταφέρει ο Διόδωρος στην χρονική αυτή περίοδο.
Λαμβάνοντας ως σημείο αναφοράς την υπερχείλιση του Ευξείνου Πόντου είναι και ο ασφαλέστερος τρόπος χρονολόγησης του διηγούμενου από τους αρχαίους Σαμοθράκες αυτού κατακλυσμού. Και αυτό γιατί άνοδος της στάθμης της θάλασσας είχε αρχίσει να σημειώνεται ήδη από το 17.000 π. Χ. περίπου, όταν και έληξε το μέγιστο της τελευταίας παγετώδους περιόδου και άρχισε η σταδιακή τήξη των παγετώνων. Η άνοδος αυτή της θάλασσας συνεχίστηκε, άλλοτε με αργούς και άλλοτε με ταχύτερους ρυθμούς μέχρι και το 5.500 π. Χ. περίπου και με πολύ αργότερους από τότε μέχρι σήμερα (Clark et al., 2009 – Gornitz, 2009).
Ο πυρήνας των γεγονότων που διασώζει ο Διόδωρος δεν πρέπει να συνέβη σε χρονική περίοδο μεταγενέστερη του 8.200-7.400 π. Χ., αφού η διήγηση των αρχαίων Σαμοθρακών σαφώς αναφέρει τον Εύξεινο Πόντο ως λίμνη. Και ήταν όντως λίμνη γλυκού νερού ως το 8.200 π. Χ., οπότε και άρχισε η σύνδεσή του με την Προποντίδα και το Αιγαίο, για να αποκτήσει την ίδια στάθμη μαζί τους και να μετατραπεί πλήρως σε θάλασσα περίπου το 7.400 π. Χ. (Aksu et al., 2002 – Giosan et al., 2009).
Αλλά ούτε και παλαιότερα πρέπει να συνέβη, αφού ο Εύξεινος Πόντος δεν υπερχείλισε προς την Προποντίδα και το Αιγαίο παρά γύρω στο 8.200 π. Χ. Επιπλέον επιχείρημα πως δεν μπορεί να συνέβη παλαιότερα είναι και το γεγονός ότι από την διήγηση των αρχαίων Σαμοθρακών απουσιάζουν πληροφορίες σχετικές με άλλες μείζονες και μόνιμες αλλαγές στην γεωγραφία και στην ακτογραμμή του Βορειο-Ανατολικού Αιγαίου, οι οποίες και συνέβησαν τις αμέσως προηγούμενες χιλιετίες λόγω της ανόδου της στάθμης του Αιγαίου. Τέτοιες μείζονες αλλαγές ήταν η αποκοπή της Σαμοθράκης από την Ευρωπαϊκή ηπειρωτική ακτή και η μετατροπή της σε νησί γύρω στο 9.500 π. Χ. (Χρονόπουλος, 2010), όπως και η σύνδεση του Αιγαίου με την Προποντίδα, η οποία μέχρι τότε ήταν λίμνη γλυκού νερού, μέσω του Ελλησπόντου γύρω στο 10.000 π. Χ. (McHugh et al., 2008).
Ο «μέγας κατακλυσμός» και ο κατακλυσμός του Δαρδάνου
Ο «μέγας κατακλυσμός» της 9ης-8ης π. Χ. χιλιετίας φαίνεται να είναι άλλος από αυτόν του Δαρδάνου, τον οποίον επίσης διαζώσει η ιστορική μνήμη, η οποία τοποθετεί και αυτόν στην περιοχή του Βορειο-Ανατολικού Αιγαίου. Ο κατακλυσμός του Δαρδάνου, ενδεχομένως τοπικής κλίμακας, πρέπει να χρονολογηθεί πολύ αργότερα.
Ο Διόδωρος αναφέρει σαφώς στο έργο του «Ιστορική Βιβλιοθήκη» (πέμπτο βιβλίο, 48η παράγραφος), πως ο Σάωνας, πρόγονος του Δάρδανου και των αδερφών του, Ιασίωνα και Αρμονίας, γεννήθηκε στην Σαμοθράκη «μετά ταύτα», δηλαδή μετά το πέρας του διηγούμενου από τους αρχαίους Σαμοθράκες μεγάλου κατακλυσμού, χωρίς, όμως, να προσδιορίζει χρονικώς τό πόσο μετά.
Επιπλέον, σύμφωνα με τις μυθολογικές παραδόσεις η ζωή και η δράση τόσο του Δαρδάνου (π.χ. ήταν προ-προ-προ-παππούς του Πριάμου, βασιλιά της Τροίας: Δάρδανος>Εριχθόνιος>Τρώας>Ίλος>Λαομέδων>Πρίαμος) όσο και των αδελφών του (π.χ. η αδελφή του Αρμονία παντρεύτηκε τον Κάδμο) συνδέονται με πρόσωπα και γεγονότα του Ελλαδικού και Αιγαιακού χώρου, τα οποία με βεβαιότητα τοποθετούνται προς το τέλος της Ύστερης Χαλκοκρατίας (1600-1100 π. Χ.).
Το «τέλος» του κατακλυσμού
Το πότε περίπου αισθάνθηκαν ασφαλείς οι αρχαίοι Σαμοθράκες, δεν μπορούμε να τό συμπεράνουμε από τις πληροφορίες που μάς δίνει ο Διόδωρος. Κατά πάσα πιθανότητα, αυτό συνέβη αφού το Αιγαίο, η Προποντίδα και ο Εύξεινος Πόντος απέκτησαν την ίδια στάθμη, δηλαδή, γύρω στο 7.400 π. Χ., οπότε και έπαυσε η εκροή των υδάτων του Ευξείνου Πόντου προς την Προποντίδα και το Αιγαίο. Το γεγονός αυτό πιθανότατα θα καθησύχασε τους κατοίκους της Σαμοθράκης της εποχής εκείνης, μιάς και εκεί είχαν αποδώσει την άνοδο της θάλασσας.
Πάντως, η άνοδος της θάλασσας, όχι μόνον στο Αιγαίο, αλλά και παγκοσμίως, συνεχίστηκε με τον ίδιο σχεδόν ρυθμό και μετά το 7.400 π. Χ. Ο ρυθμός ανόδου της ελαττώθηκε μετά το 7.000 π. Χ. και κυρίως μετά το 5.500 π. Χ. (Aksu et al., 2002 – Gornitz, 2009). Αυτό είχε ως συνέπεια η άνοδος της θάλασσας να γινόταν δυσκολότερα αντιληπτή κατά την διάρκεια της ζωής ενός ανθρώπου, η οποία, άλλωστε, τότε δεν ήταν παρά λίγες δεκαετίες μόνον.
Επιπρόσθετα, οι περισσότερες, πλέον εμφανείς και δραματικές αλλαγές στην γεωγραφία του Βορειο-Ανατολικού Αιγαίου και στην ακτογραμμή της Σαμοθράκης είχαν πια συντελεστεί, το κλίμα είχε σταθεροποιηθεί, και απαιτούνταν από μέρους των κατοίκων της ολοένα λιγότερες και μικρότερες προσαρμογές και αλλαγές στον τρόπο ζωής τους και στην οργάνωση της κοινωνίας τους για να επιβιώσουν.
Πιό συγκεκριμένα, ενώ μέχρι και τα τέλη περίπου της 9ης π. Χ. χιλιετίας η Σαμοθράκη χωρίζονταν από την τότε ηπειρωτική θρακική ακτή με ένα στενό θαλάσσιο δίαυλο πλάτους μερικών εκατοντάδων μέτρων μόνον, η άνοδος της θάλασσας κατά την 8η π. Χ. χιλιετία είχε ως αποτέλεσμα την διεύρυνση της απόστασης αυτής κατά πολλά χιλιόμετρα, λόγω του ό,τι κατακλύστηκε από την θάλασσα μεγάλο μέρος της τότε θρακικής πεδιάδας και η ηπειρωτική θρακική ακτογραμμή μετατοπίστηκε βορειότερα (Περισοράτης, 1986 – Χρονόπουλος, 2010).
Επιπλέον, η άνοδος της θάλασσας κατά την 8η π. Χ. χιλιετία κατέκλυσε τις περιοχές εκείνες του νησιού, οι οποίες την εποχή εκείνη ήταν σε υψόμετρο χαμηλότερο των 30 μέτρων περίπου, με συνέπεια να βυθιστούν μεγάλες εκτάσεις της Σαμοθράκης, κυρίως στο δυτικό, βόρειο και ανατολικό της τμήμα, καθώς η θάλασσα, αναλόγως της μορφολογίας του εδάφους, εισχώρησε στην ξηρά από λίγες δεκάδες μέτρα (στο νοτιο-ανατολικό μέρος του νησιού) εώς και αρκετά χιλιόμετρα (στο βορειο-ανατολικό μέρος του νησιού). Είναι η περίοδος κατά την οποία η σύγχρονη βραχονησίδα Ζουράφα (ή Λαδόξερα), που βρίσκεται σήμερα περίπου 6 ναυτικά μίλια από τις ανατολικές ακτές της Σαμοθράκης, άρχισε να αποκόπτεται από αυτήν, ενώ μέχρι τότε ήταν ένα χαμηλό ύψωμα στο ανατολικό της άκρο.
Με βάση τά παραπάνω, μπορεί να εξαχθεί το συμπέρασμα, πως οι τότε κάτοικοι της Σαμοθράκης θα αισθάνθηκαν ασφαλείς κάποια εποχή μετά το 7.400 π. Χ., οπότε και θα προέβησαν στις ενέργειες τις οποίες αναφέρει ο Διόδωρος, δηλαδή, την οριοθέτηση με λίθους της περιμέτρου του νησιού («διασωθέντας κύκλω περί όλην την νήσον όρους θέσθαι της σωτηρίας») και την ίδρυση βωμών και την καθιέρωση τέλεσης θυσιών, ως ένδειξη ευγνωμοσύνης προς τους θεούς για την σωτηρία τους («και βωμούς ιδρύσασθαι, εφ’ ών μέχρι του νυν θύειν»). Τό πόσο όμως μετά το 7.400 π. Χ. και τό πότε περίπου συνέβησαν αυτά δεν μπορεί να υπολογιστεί με ακρίβεια, χωρίς τον εντοπισμό και την αξιολόγηση σχετικών αρχαιολογικών ευρημάτων.
Όχι ακριβώς «κατακλυσμός»
Η άνοδος της θάλασσας ήταν σταδιακή και όχι ραγδαία
Πρέπει να τονιστεί ιδιαιτέρως πως καθ’ όλη αυτήν την περίοδο από το 17.000 π. Χ. περίπου εώς και τους ιστορικούς χρόνους, η άνοδος της θάλασσας δεν ήταν ποτέ κατακλυσμιαία, με την έννοια ότι αυτή δεν ανερχόταν απότομα και κατά πολλά μέτρα εντός μικρού και σύντομου χρονικού διαστήματος. Συγκεκριμένα, υπολογίζεται ότι μεταξύ 13.000 και 5.000 π. Χ. ο μέσος ρυθμός ανόδου της θάλασσας ήταν περίπου 1 μέτρο/αιώνα, ενώ υπήρξαν περίοδοι κατά τις οποίες ο ρυθμός αυτός έφτανε τα 4 εώς 5 μέτρα/αιώνα (Giosan, 2009).
Επειδή όμως η άνοδος της θάλασσας ήταν συνεχής και διήρκεσε αρκετές χιλιάδες χρόνια, αλλάζοντας σταδιακά μεν, αλλά δραματικά και μόνιμα την γεωγραφία και την ακτογραμμή, ανάγκαζε τους ανθρώπους των παράκτιων περιοχών με χαμηλό υψόμετρο να μεταφέρουν τους τόπους κατοικίας τους κάθε λίγες γενιές, και να προσαρμόζουν αναλόγως τον τρόπο ζωής τους, τις κυνηγητικές και τροφοσυλλεκτικές τους δραστηριότητες και την διατροφή και δίαιτά τους σε ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο φυσικό περιβάλλον.
Μία πρόσθετη πρόκληση για τους ανθρώπους της περιόδου εκείνης ήταν και η πίεση να προσαρμοστούν στην αιτία που προκάλεσε την τήξη των παγετώνων, στην βαθμιαία, δηλαδή, προς το θερμότερο αλλαγή του κλίματος και στις συνακόλουθες αλλαγές στην χλωρίδα και στην πανίδα. Αλλαγές, οι οποίες με την σειρά τους, μετέβαλαν τους διαθέσιμους φυσικούς πόρους, αναγκάζοντας τους ανθρώπινους πληθυσμούς της εποχής είτε να μεταναστεύσουν, είτε να εφεύρουν νέους τρόπους διαχείρισης και εκμετάλλευσης του φυσικού τους περιβάλλοντος.
Πέρα από όλες αυτές τις προκλήσεις και τις ανάγκες για προσαρμογή σε ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο περιβάλλον, οι διαμένοντες σε νησιά και παράκτιες περιοχές ανθρώπινοι πληθυσμοί, ζούσαν και με τον συνεχή φόβο της ανόδου της θάλασσας, φόβος που γινόταν μεγαλύτερος στις περιόδους εκείνες κατά τις οποίες ο ρυθμός της ανόδου αυτής επιταχυνόταν.
Για όλους αυτούς τους λόγους, η άνοδος της θάλασσας και οι συνέπειές της είχαν, προφανώς, βαθιά επίδραση στις ανθρώπινες κοινωνίες των χρόνων εκείνων, ιδιαιτέρως στις νησιωτικές και στις παράκτιες, ενώ διατηρήθηκαν στην συλλογική μνήμη αρκετών από αυτές τις κοινωνίες, αρχικώς μέσω προφορικών διηγήσεων, αποκτώντας συχνά μυθολογικές και θρησκευτικές διαστάσεις.
Καθώς οι προφορικές αυτές διηγήσεις υποβάλλονταν για πολλές γενιές σε μία τέτοια επεξεργασία, εξελισσόμενες κάποιες από αυτές σε μύθους, δεν είναι παράξενο που το διάστημα των λίγων ή αρκετών αιώνων ή και χιλιετηρίδων, εντός του οποίου η άνοδος της θάλασσας προκάλεσε τις μείζονες και πλέον εμφανείς αλλαγές στην γεωγραφία και στο φυσικό περιβάλλον μιάς περιοχής, συμπυκνώθηκε σε κάποιες μυθολογικές παραδόσεις σε διάστημα λίγων μόνον ημερών. Και αυτή από συνεχής και βαθμιαία μετατράπηκε σε κατακλυσμιαία και ταχεία, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις, και κάτω από την ανάγκη να εξηγηθεί, θεωρήθηκε το αποτέλεσμα παρατεταμένων κατακλυσμιαίων βροχοπτώσεων.
Συμπεράσματα και υποθέσεις για την Σαμοθράκη της 9ης-8ης π. Χ. χιλιετίας
Πέρα από την διαπίστωση πως η διήγηση των αρχαίων Σαμοθρακών για τον «μέγα κατακλυσμό» φαίνεται να ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, αφού είναι σύμφωνη με τα ευρήματα της σύγχρονης επιστημονικής έρευνας, είναι δυνατόν, με βάση τις πληροφορίες, τις οποίες μάς παραδίδει ο Διόδωρος, να εξαχθεί μία σειρά λογικών συμπερασμάτων, όχι μόνον για την Σαμοθράκη, τους κατοίκους της και το επίπεδο του πολιτισμού τους την περίοδο της 9ης-8ης π. Χ. χιλιετίας, αλλά και για αυτήν ακόμη την πολιτισμική συνέχεια του νησιού. Τα λογικά αυτά συμπεράσματα είναι τα ακόλουθα:
1) Η περιοχή της Σαμοθράκης όχι απλά κατοικούνταν, ήδη από την 9η π. Χ. χιλιετία τουλάχιστον, αλλά ο πληθυσμός της ζούσε εγκατεστημένος σε οργανωμένους οικισμούς.
2) Οι κάτοικοί της είχαν γνώση της γεωγραφίας του Βορειο-Ανατολικού Αιγαίου, του Ελλησπόντου, της Προποντίδας και του Ευξείνου Πόντου, όπως αυτές ήταν κατά την 9η-8η π. Χ. χιλιετία. Γνώση την οποία απέκτησαν, κατά πάσα πιθανότητα, ταξιδεύοντας στις περιοχές αυτές και ερχόμενοι σε επαφή με τους κατοίκους τους.
3) Οι κάτοικοί της κατεργάζονταν τον λίθο και κατασκεύαζαν κτίρια και ιερά. Άρα, είχαν ένα προχωρημένο για την εποχή τεχνολογικό πολιτισμό.
4) Οι κάτοικοί της θρησκεύονταν. Υπήρχε οργανωμένη θρησκεία, με ιερά και τελετές και ενδεχομένως με συγκροτημένο ιερατείο και εορτολόγιο.
5) Η διαβίωση τους σε οικισμούς συνεπάγεται την ύπαρξη κάποιας μορφής κοινωνικής οργάνωσης, όπως και ηθών, εθίμων, ακόμη και κανόνων δικαίου, έστω στοιχειωδών, αναγκαίων για την ρύθμιση όχι μόνον της λειτουργίας των οικισμών αυτών, αλλά και των μεταξύ των κατοίκων τους σχέσεων.
6) Στην Σαμοθράκη κατάφερε να επιβιώσει επαρκής πληθυσμός, ο οποίος διέθετε και τις γνώσεις και τις δεξιότητες για να ανταπεξέλθει σε μία μείζονα και μόνιμη αλλαγή του φυσικού του περιβάλλοντος και στην οριστική απώλεια μεγάλου μέρους της ξηράς και των αντιστοίχων φυσικών πόρων.
7) Εφ’ όσον διατηρήθηκε στην μνήμη των κατοίκων της Σαμοθράκης το γεγονός αυτό της μεγάλης ανόδου της στάθμης της θάλασσας και της δραματικής αλλαγής της γεωγραφίας του νησιού τους, του Βορειο-Ανατολικού Αιγαίου και του Ευξείνου Πόντου, ώστε να τό διηγηθούν στον Διόδωρο τον Σικελιώτη κατά τον 1ο π. Χ. αιώνα, και αφού συνέχισαν, εώς και την εποχή εκείνη τουλάχιστον, οι Σαμοθράκες να τελούν τις ευχαριστήριες θυσίες στους θεούς, οι οποίες καθιερώθηκαν για την σωτηρία του νησιού και των κατοίκων του από τον «μέγα κατακλυσμό», προκύπτει το λογικό συμπέρασμα πως στην Σαμοθράκη υπήρξε αδιάσπαστη πολιτισμική συνέχεια από την 9η π. Χ. χιλιετία εώς και τον 1ο π. Χ. αιώνα τουλάχιστον.
Αρχαιολογικές αποδείξεις από την Σαμοθράκη
Όλα τά παραπάνω, βέβαια, δεν είναι παρά συμπεράσματα στα οποία κατέληξε και υποθέσεις τις οποίες διατύπωσε ο γράφων, επεξεργαζόμενος το σχετικό απόσπασμα του Διοδώρου με την κοινή λογική και καθοδηγούμενος από τα ευρήματα και τα πορίσματα της σύγχρονης επιστημονικής έρευνας.
Απαιτείται συστηματική και οργανωμένη αρχαιολογική έρευνα, τόσο στο έδαφος του νησιού όσο και στην γύρω από αυτό υποθαλάσσια περιοχή, ώστε να διαπιστωθεί αν η Σαμοθράκη κατοικούνταν ήδη από την 9η π. Χ. χιλιετία και αν οι κάτοικοί της ζούσαν όντως σε οργανωμένους οικισμούς ήδη από τότε και πριν την άνοδο της θάλασσας κατά την 8η π. Χ. χιλιετία. Τα ίχνη των οικισμών αυτών, ίσως, να διασώζονται. Επιπλέον, χρειάζεται να διερευνηθεί, αν διασώζονται ίχνη των όσων φέρεται να οικοδόμησαν οι Σαμοθράκες της εποχής εκείνης (π.χ. ιερά, βωμοί), ως ένδειξη ευγνωμοσύνης προς τους θεούς τους, όταν πια ένοιωσαν ασφαλείς, και βέβαια των νέων οικισμών που οργάνωσαν στα υψηλότερα μέρη του νησιού, μετά την εγκατάλειψη αυτών, οι οποίοι κατά την διήγησή τους, κατακλύστηκαν από την θάλασσα.
Τα εώς τώρα αρχαιολογικά ευρήματα από την Σαμοθράκη δείχνουν ότι αυτή κατοικείται τουλάχιστον από τα μέσα της 6ης π. Χ. χιλιετίας, μη παρέχοντας, μέχρι στιγμής, απτές αποδείξεις κατοίκησης και μόνιμης εγκατάστασης σε παλαιότερες περιόδους και ειδικότερα κατά την 9η και 8η π. Χ. χιλιετία, οπότε και υπολογίζεται ότι διαδραματίζονται τα συμβάντα του ιστορούμενου από τους αρχαίους Σαμοθράκες κατακλυσμού.
Συγκεκριμένα, ίχνη ανθρώπινης δραστηριότητας και μονίμων εγκαταστάσεων έχουν εντοπιστεί σε διάφορες θέσεις του νησιού (π.χ. Μικρό Βουνί, Καρυώτες, Βρυχός). Συστηματικές ανασκαφές, όμως, έχουν γίνει μόνον στο Μικρό Βουνί, όπου και εντοπίστηκε νεολιθικός οικισμός, οι απαρχές του οποίου υπολογίζονται στα μέσα της 6ης π. Χ. χιλιετίας, το δε τέλος του περί το 1.700 π. Χ. (Μάτσας, 2005). Σε ό,τι αφορά την γύρω από το νησί υποθαλάσσια περιοχή, δεν φαίνεται να έχει διεξαχθεί αρχαιολογική έρευνα ή, αν έχει διεξαχθεί, δεν έχουν δημοσιευτεί τα τυχόν ευρήματά της.
Έμμεσες αρχαιολογικές αποδείξεις από τον Ελλαδικό χώρο
Έμμεσες αποδείξεις ότι δεν αποκλείεται η κατοίκηση όχι μόνον της Σαμοθράκης, αλλά και της ευρισκόμενης σήμερα κάτω από την θάλασσα περιοχής μεταξύ Σαμοθράκης, Θάσου και ηπειρωτικής Θρακικής ακτής και μάλιστα σε περίοδο ακόμη παλαιότερη από αυτήν του αφηγούμενου από τους αρχαίους Σαμοθράκες κατακλυσμού παρέχονται από τα αρχαιολογικά ευρήματα που έχουν εντοπιστεί σε διάφορες τοποθεσίες του Βορείου και Κεντρικού Αιγαίου.
Η σημαντικότερη από τις αποδείξεις αυτές προέρχεται από τον λόφο Τζίνες, ανάμεσα στις Μαριές και στα Λιμενάρια της Θάσου, όπου και εντοπίστηκαν ίχνη εξόρυξης ερυθράς ώχρας, δραστηριότητα η απαρχή της οποίας χρονολογήθηκε περί το 18.300 π. Χ. (Κουκούλη-Χρυσανθάκη & Weisberger, 1996 – Κουκούλη-Χρυσανθάκη, 2005), κατά το μέγιστο, δηλαδή, της τελευταίας παγετώδους περιόδου (24.500-17.000 π. Χ.). Σημειώνεται πως η Θάσος και η Σαμοθράκη ήταν ενωμένες μεταξύ τους, αλλά και με την σημερινή ηπειρωτική ακτή την περίοδο εκείνη. Διαχωρίστηκαν ως συνέπεια της ανόδου της στάθμης της θάλασσας, ώστε από το 9.500 π. Χ. περίπου η Σαμοθράκη να είναι πια νησί (Χρονόπουλος, 2010).
Με βάση το παραπάνω εύρημα συμπεραίνεται ότι στην ευρύτερη περιοχή της Σαμοθράκης και γενικά της σημερινής Ανατολικής Μακεδονίας και Δυτικής Θράκης διαβιούσε ανθρώπινος πληθυσμός ακόμη και κατά το μέγιστο της τελευταίας παγετώδους περιόδου, όταν, μάλιστα, οι κλιματολογικές συνθήκες ήταν ιδιαιτέρως σκληρές και αντίξοες, η δε σημερινή θαλάσσια περιοχή μεταξύ Σαμοθράκης, Θάσου και ηπειρωτικής Θρακικής ακτής ήταν στέππα.
Λόγω της βεβαιομένης χρήσης της ερυθράς ώχρας από τους ανθρώπους της Ύστερης Παλαιολιθικής και της Μεσολιθικής Εποχής στην παρασκευή χρωστικών ουσιών για τις βραχογραφίες, για την επικάλυψη του ανθρώπινου σώματος με αυτήν για αισθητικούς ή πρακτικούς λόγους και την χρήση της στις ταφές, συμπεραίνεται, επιπλέον, πως ο πληθυσμός αυτός όχι μόνον κατείχε την σχετική τεχνογνωσία για την αξιοποίηση της ερυθράς ώχρας, αλλά είχε αναπτύξει αισθητικές αντιλήψεις και θρησκευτικές πεποιθήσεις με τις οποίες συνδεόταν η χρήση της, κάτι το οποίο συνιστά ένδειξη για την ύπαρξη πολιτισμού, έστω, πρωτόγονου.
Αποδείξεις όχι μόνον για την ύπαρξη μονίμων οικισμών στον χώρο του Βορείου Αιγαίου ήδη από την Μεσολιθική Εποχή (11.000-6.800 π. Χ.), αλλά ακόμη και για την εξημέρωση οικόσιτων ζώων (π.χ. χοίροι, αιγοπρόβατα) νωρίτερα από ό,τι γενικώς πιστευόταν, όπως και για συστηματική αλιευτική δραστηριότητα και μάλιστα στην ανοιχτή θάλασσα παρέχονται από διάφορες θέσεις στα νησιά και στις νησίδες των Βορείων Σποράδων (π.χ. Αλόννησος, Γιούρα, Κυρα-Παναγιά, Άγιος Πέτρος, Περιστέρα) (Δουλγέρη-Ιντζεσιλόγλου, 2005). Τα ευρήματα μάλιστα από το σπήλαιο του Κύκλωπα στα Γιούρα οδηγούν στο συμπέρασμα ότι οι πληθυσμοί που τό χρησιμοποιούσαν κατά την 9η-7η π. Χ. χιλιετία είχαν εξημερώσει χοίρους και αιγοπρόβατα και είχαν αναπτύξει εξελιγμένες για την εποχή εκείνη τεχνικές αλίευσης και μάλιστα για την ανοιχτή θάλασσα, απόδειξη ότι ήταν σε θέση να κατασκευάζουν πλωτά μέσα και να ναυσιπλοούν.
Δεν πρέπει να διαφεύγει, επίσης, της προσοχής πως οι κάτοικοί των Βορείων Σποράδων της περιόδου εκείνης βίωσαν τις ίδιες μείζονες περιβαλλοντικές αλλαγές και προκλήσεις με τους σύγχρονούς τους κατοίκους της Σαμοθράκης, αφού όλα τα κύρια νησιά των Βορείων Σποράδων αποτελούσαν μία ενιαία λωρίδα ξηράς ενωμένη με την Θεσσαλία μέσω της χερσονήσου του Πηλίου εώς και το 16.000 π. Χ. περίπου. Άρχισαν να αποκόπτονται σταδιακά και μεταξύ τους και από αυτήν, λόγω της ανόδου της θάλασσας, ώστε το 8.000 π. Χ. να είναι όλα τους αποκομμένα από την Θεσσαλία, πλην της Σκιάθου (Χρονόπουλος, 2010). Αυτό, κατά πάσα πιθανότητα, οδήγησε τους τότε κατοίκους των Βορείων Σποράδων, αλλά και αυτούς και άλλων περιοχών του Ελλαδικού και Αιγαιακού χώρου που ήρθαν και αυτοί αντιμέτωποι με τις συνέπειες της ανόδου της θάλασσας, σε αντιδράσεις, συμπεριφορές, και προσαρμογές παρόμοιες με αυτές τις διηγούμενες από τον Διόδωρο τον Σικελιώτη των αρχαίων Σαμοθρακών, χωρίς, όμως, να διασώζονται οι αντίστοιχες μυθολογικές παραδόσεις ή ιστορικές μαρτυρίες.
Κρίσιμης σημασίας απόδειξη ότι μόνιμοι λιθόκτιστοι οικισμοί υπήρχαν στον Ελλαδικό και Αιγαιακό χώρο ήδη από την Μεσολιθική Εποχή (11.000-6.800 π. Χ.), και άρα είναι πιθανό τέτοιοι οικισμοί να βρίσκονταν και στην ευρύτερη περιοχή της Σαμοθράκης κατά την περίοδο των περιγραφομένων από τον Διόδωρο γεγονότων, επιβεβαιώνοντάς τον, προέρχεται από την θέση Μαρουλάς της Κύθνου, νησιού στο βόρειο τμήμα των Κυκλάδων. Μάλιστα, μέρος τουλάχιστον των οικημάτων ήταν κατασκευασμένα από λίθους, ενώ βρέθηκαν και εργαλεία από χαλαζία, πυριτόλιθο και οψιανό (Μαζαράκης-Αινιάν, 2005). Όλα αυτά συνιστούν αποδείξεις ότι οι κάτοικοι του οικισμού αυτού κατείχαν την κατεργασία της πέτρας.
Σημαντικό επίσης εύρημα από τον Μαρουλά, ο οποίος χρονολογείται μεταξύ 8.800 και 7.600 π. Χ., είναι και αριθμός ταφών, με τους νεκρούς τοποθετημένους σε οκλάζουσα στάση (Μαζαράκης-Αινιάν, 2005). Πρόκειται για εύρημα το οποίο αποδεικνύει ότι ο Μεσολιθικός άνθρωπος είχε διαμορφωμένες μεταφυσικές πίστεις και πεποιθήσεις, ενταγμένες, προφανώς, σε κάποιας μορφής θρησκεία.
Αρχαιολογικές αποδείξεις για την κατασκευή ιερών κατά την Μεσολιθική Εποχή
Σε ότι αφορά το ενδεχόμενο επιχείρημα πως η κατασκευή ευμεγεθών λίθινων ιερών και χώρων λατρείας δεν ήταν δύνατη την περίοδο εκείνη, και μάλιστα από πληθυσμούς κυνηγών και τροφοσυλλεκτών, όχι μόνον λόγω ανυπαρξίας της σχετικής τεχνογνωσίας και ελλείψεως των απαραίτητων υλικών μέσων και πόρων, αλλά και γιατί δεν είχε συγκροτηθεί ακόμη επαρκώς ανάλογη θρησκευτική πίστη, η οποία και θα καθιστούσε αναγκαία την οικοδόμηση τέτοιων κατασκευών, η απάντηση έρχεται από τον λόφο του Gobekli Tepe της σημερινής Ν.Α. Τουρκίας.
Στην περιοχή αυτή, η οποία βρίσκεται περί τα 15 χλμ. βορειοανατολικά της πόλεως Sanliurfa, η οποία δεν είναι άλλη από την αρχαία Έδεσσα, ανακαλύφθηκε πρόσφατα σύμπλεγμα ιερών και χώρων λατρείας, κατασκευασμένων από κυνηγούς-τροφοσυλλέκτες και χρονολογουμένων από τα μέσα της 10ης π. Χ. χιλιετίας. Το σύμπλεγμα αποτελείται από 20 κυκλικές κατασκευές διαμέτρου 10 ως 30 μέτρων η καθεμία τους. Στις κυκλικές αυτές κατασκευές δεσπόζουν λίθινες στήλες σχήματος Τ, ύψους ως 3 μέτρων επί των οποίων υπάρχουν ανάγλυφες παραστάσεις ζωικών μορφών (π.χ. λιοντάρια, αλεπούδες, αγριόχοιροι, γερανοί, φίδια, σκορπιοί κλπ.), ενώ δεν λείπουν και οι ανθρωπόμορφες φιγούρες, αν και είναι σημαντικά λιγότερες σε αριθμό. Η χρονολόγηση των μέχρι τώρα ανασκαμμένων ιερών δείχνει ότι αυτά κατασκευάστηκαν και ήταν σε χρήση μεταξύ του 9.130 και του 7.370 π. Χ., ενώ φαίνεται πως ολόκληρο το σύμπλεγμα επιχωματώθηκε περί τα τέλη της 8ης π. Χ. χιλιετίας, οπότε και εγκαταλείφθηκε (Peters & Schmidt, 2004 – Schmidt, 2010).
Η κατασκευή και η επί μακρά περίοδο χρήση των ιερών αυτών και χώρων λατρείας στο Gobekli Tepe αποδεικνύει ότι ακόμα και οι κυνηγοί-τροφοσυλλέκτες είχαν αναπτύξει θρησκευτικές και μεταφυσικές πίστεις και πεποιθήσεις, οι οποίες απαιτούσαν την ύπαρξη και λειτουργία κτιστών χώρων για λατρευτικούς και θρησκευτικούς σκοπούς. Επιπλέον, αποδεικνύει πως ήταν ικανοί να αναγείρουν, έστω με τα πρωτόγονα τεχνικά μέσα που διέθεταν, ευμεγέθεις λίθινες κατασκευές, δαπανώντας χρόνο και πόρους για την κατασκευή τους, και συνεργαζόμενοι σε μεγάλους αριθμούς για να φέρουν σε πέρας τέτοια έργα.
Επίλογος
Είναι, λοιπόν, μεγάλες οι πιθανότητες σε μικρά σχετικά βάθη, όχι μεγαλύτερα των 50-60 μέτρων, γύρω από την Σαμοθράκη και κυρίως κοντά στις βόρειες ακτές και στα ανατολικά μεταξύ Σαμοθράκης και Ζουράφας, αλλά και φυσικά και πάνω στο ίδιο το νησί, να έχουν διασωθεί τα υλικά απομεινάρια ενός κόσμου, ο οποίος βίωσε μία μόνιμη και δραματική αλλαγή του περιβάλλοντός του και κατάφερε να επιβιώσει, προσαρμόζοντας την οικιστική του οργάνωση και τις κυνηγητικές και τροφοσυλλεκτικές του δραστηριότητες σε ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο κλίμα και περιβάλλον, έχοντας, παράλληλα, να αντιμετωπίσει για αρκετές γενιές τον φόβο του αφανισμού του από την συνεχή άνοδο της θάλασσας, και ζώντας διαρκώς με την αγωνία για το μέλλον του.
Στην περίπτωση κατά την οποία η επιστημονική έρευνα αποδείξει τά παραπάνω, το αποτέλεσμα δεν θα είναι απλά και μόνον ο εμπλουτισμός των μουσείων και των αρχαιολογικών αποθηκών της χώρας με επιπλέον ευρήματα, έστω και μοναδικά, αλλά κυρίως η μετάθεση της πρωτο-ιστορίας του Ελλαδικού χώρου κατά πολύ στο παρελθόν, και πιο συγκεκριμένα στην Μεσολιθική Εποχή (11.00-6.800 π. Χ.). Επιπρόσθετα, κάτι τέτοιο θα είναι ένα ισχυρότατο επιχείρημα, ακόμη και για τους πιο δύσπιστους, πως οι μυθολογικές παραδόσεις περιέχουν στον πυρήνα τους ιστορικές αλήθειες. Αλήθειες οι οποίες, φυσικά, και θα πρέπει να τεκμηριώνονται από την επιστήμη της αρχαιολογίας.
Μιάς και όμως η αρχαιολογία είναι ανθρωπιστική επιστήμη, και όχι απλώς επιστήμη αναζήτησης και ανεύρεσης υλικών καταλοίπων προηγουμένων εποχών και πολιτισμών, το κύριο όφελός μας θα είναι η γνώση για έναν κόσμο που χάθηκε και για έναν άλλον που γεννήθηκε, ύστερα από μόνιμες και μείζονες αλλαγές, οι οποίες άλλαξαν δραματικά το φυσικό περιβάλλον. Και ίσως, αν τό θελήσουμε, να αντλήσουμε διδάγματα και για τον δικό μας πολιτισμό, τον πολιτισμό του 21ου αιώνα, αφού καλούμαστε και εμείς να προσαρμοστούμε σε ένα φυσικό περιβάλλον, το οποίο αλλάζει με ολοένα ταχύτερους ρυθμούς, υποβαθμιζόμενο και καταστρεφόμενο από την απληστία και την αδιαφορία μας.
Και είναι αυτός ο κύριος λόγος και το βασικό κίνητρο, μαζί με την αγάπη για την Ελληνική ιστορία και την μυθολογία, που έκαναν έναν όχι αρχαιολόγο αλλά ψυχολόγο να ασχοληθεί με το θέμα αυτό και να γράψει αυτό το κείμενο.
ΠΗΓΕΣ – ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ*
Aksu, Α. et al. (2002). Persistent holocene outflow from the Black Sea to the Eastern Mediterranean contradicts Noah’s flood hypothesis. GSA Today, Volume 12(5), pages 4-10.*
Clark, P. U. et al. (2009). The Last Glacial Maximum. Science, Volume 325, Issue 5941, pages 710-714.*
Giosan, L. et al. (2009). Was the Black Sea catastrophically flooded in the early Holocene?Quaternary Science Reviews, Volume 28, Issue 12(2), pages 1-6.*
Gornitz, V. (2009). Sea level change, post-glacial. In the «Encyclopedia of Paleoclimatology and Ancient Environments», Springer, pages 887-893.
McHugh, C. M. G. et al. (2008). The last reconnection of the Marmara Sea (Turkey) to the World Ocean: A paleoceanographic and paleoclimatic perspective. Marine Geology, Issue 255, pages 64-82.*
Peters, J. & Schmidt, K. (2004). Animals in the symbolic world of Pre-Pottery Neolithic Gobekli Tepe, south-eastern Turkey: A preliminary assessment. Anthropozoologica, Volume 39(1), pages 179-218.*
Schmidt, K. (2010). Gobekli Tepe – The Stone Age sanctuaries. New results of ongoing excavations with a special focus on sculptures and high reliefs. Documenta Praehistorica, Volume 37, pages 239-256.*
Δουλγέρη-Ιντζεσίλογλου, Α. (2005). Ερημόνησοι Σποράδων. Στο βιβλίο «Αρχαιολογία – Νησιά του Αιγαίου», Εκδόσεις Μέλισσα, σελίδα 167.
Κουκούλη-Χρυσανθάκη, Χ. (2005). Θάσος. Στο βιβλίο «Αρχαιολογία – Νησιά του Αιγαίου», Εκδόσεις Μέλισσα, σελίδες 80-91.
Κουκούλη-Χρυσανθάκη, Χ. & Weisgerber, G. (1996). Παλαιολιθικό ορυχείο ώχρας στη Θάσο.Αρχαιολογία & Τέχνες, Τεύχος 60, σελίδες 82-89.*
Μαζαράκης-Αινιάν, Α. (2005). Κύθνος. Στο βιβλίο «Αρχαιολογία – Νησιά του Αιγαίου», Εκδόσεις Μέλισσα, σελίδα 246.
Μάτσας, Δ. (2005). Σαμοθράκη. Στο βιβλίο «Αρχαιολογία – Νησιά του Αιγαίου», Εκδόσεις Μέλισσα, σελίδες 92-99.
Περισοράτης, Κ. (1988). Ιζηματολογία του πλατώ της Σαμοθράκης, Β. Αιγαίο. Δελτίο Ελληνικής Γεωλογικής Εταιρείας, Τόμος 20, σελίδες 341-351.*
Χρονόπουλος, Κ. (2010). Παλαιογραφική αναπαράσταση του Ελληνικού Αρχιπελάγους τα τελευταία 150.000 χρόνια με την χρήση του ARCGIS/ARCVIEW [Διπλωματική Εργασία].*
* Με αστερίσκο σημειώνονται όλες οι πηγές που είναι ελευθέρως και δωρεάν προσβάσιμες στο διαδίκτυο.
Σημείωση: Το blog οφείλει να εκφράσει την συγνώμη του για πιθανά προβλήματα που δημιούργησε στον δημιουργό του άρθρου κύριο Χρήστο Μητσάκη. Η ανάρτηση - αναμετάδοση, έγινε με μοναδικό σκοπό την μεταφορά της γνώσης που προκύπτει από την μελέτη του συγγραφέα σε περισσότερους αναγνώστες.
Δρ. Χρήστος Μητσάκης
mitsakis_christos@hotmail.com
Διαβάστε το όπως αλιεύτηκε από το διαδίκτυο χωρίς καμία τροποποίηση:
Σημείωση πνευματικών δικαιωμάτων: Το κείμενο αυτό γράφτηκε για να δημοσιευτεί στην ηλεκτρονική σελίδα «Ελληνική Ιστορία»http://www.e-istoria.com/. Επιτρέπεται η δωρεάν αναδημοσίευση όλου ή μέρους του κειμένου, με τον αυστηρό όρο να αναφέρεται ο συγγραφέας και η πηγή.
http://scorpio71.blogspot.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου