31 Μαΐου 2021

Ιστορίες της θάλασσας από τον Δημήτρη Σιμσιρίκη

29 Μαΐου στις 6:38 μ.μ. 
-Τράβα ανοιχτά στο πέλαγος να πάρουμε ανάσα…φώναξε ο Φάνης κάτω απ΄την κουβέρτα.
Κοίταξα πίσω στην πρύμη μας το Ντακάρ. Θολούρα, σκόνη, οχλοβοή, μούχλα…Η μυρουδιά της σαπίλας έφτανε ως τη γέφυρα…
Τι ζητάω μέσα εκεί…χίλιες φορές το πέλαγος....
Στο μυαλό μου γυρνούσαν ακόμα οι εικόνες απ΄τον γάμο…ο Πιέρ…η Μαρί-ε-Ρόζ…ο Κλέων με το σμόκιν..
-Μια μεγάλη καλάδα θα βάλω εκεί στην τραγάνα*(σκληρός βυθός) και θα σαλπάρω το πρωί...κοιμηθείτε όλοι. Να το ξέρεις…αύριο θάναι δύσκολη μέρα θα δουλέψουμε στα ρέζικα*(ξέρες)…είπα τον Φάνη…
-Να σου κάνω κάτι να φας;
-Όχι δεν θέλω τίποτα…μόνο κάτι να πιω..
Μούφερε τον μαστραπά γεμάτο μ΄ένα κρασί άσπρο απ΄την Ελλάδα…Παριανό… τάστειλε ο καπταν Κυριαζής μ΄έναν μαύρο…δώδεκα μπουκάλια σε ένα κουτί από ψάρια…
Καλάραμε πάνω στον “πάγκο”…εκατόν είκοσι οργιές…Αριστερά μας…άπατα…χίλιες οργιές και βάλε…Κοίταξα το πέλαγος γύρα γύρα στο σκοτάδι. Ψυχή πουθενά σ΄όλο τον Ατλαντικό….
-Μοναχοβάπορο θα είμαστε πάλι απόψε…είπα...
Παρέα το ραδιοτηλέφωνο που…βράζανε ολη την νύχτα τα Ελληνικά βαπόρια. Λέγανε…λέγανε για τα παιδιά τους, λέγανε για τα ψάρια…έλεγε ο καπταν Βαγγέλης ότι ίσως σήμερα-αύριο γεννάει η κόρη του κι αυτός είναι καλαρισμένος*(ψάρευε) στον ωκεανό…Κουβέντες πίκρας…
-Να ξεμπαρκάρεις καπταν Βαγγέλη…να πας να δεις το εγγόνι σου…
-Ναι…ναι θα ξεμπαρκάρω καπταν Μιχάλη…Τον άλλον μήνα...τον άλλον μήνα θα ξεμπαρκάρω…
Το “Ντέλια” και το “Αργώ” δίνανε ραντεβού στο Φρι Τάουν να πάρουνε πετρέλαια…Γέλαγε ο καπταν Στέφος και έλεγε στο “Ankor” να ανταμώσουν σ΄εκείνο το μπάρ με τις καλές πουτάνες…Το σουξέ του “Ankor” ήταν η Ραφαέλλα μια πουτάνα πορτουγέζα…νάνος…με το σκιστό φορεματάκι της και το μπουτάκι απ έξω…
Ένας γλάρος όλη την νύχτα πίσω στα απόνερα, μια στις μπάντες μια στην πλώρη. Σαν να ήθελε να μου δείχνει την ρότα μου μέσα στο σκοτάδι. Τον παρακολουθώ…κάθισε δυο φορές στο δεξί καπόνι…χτυπούσε με την γκάγκα του την μπαστέκα*.(τροχαλία)
-Τι τον κοιτάς…φώναξε ο Φάνης. Ψόφιος απ την πείνα είναι…εσένα περιμένει να σαλπάρεις για να φάει…
Θάταν τρείς το ξημέρωμα…άκουσα στο ραδιοτηλέφωνο την φωνή του καπταν Κλέων…Είχα ένα ραδιοτηλέφωνο μόνο για το κανάλι της Gold Fisher…για να τον ακούω που μιλούσε με τους καπεταναίους του και τους μηχανικούς του…στα Γαλλικά και στα Ισπανικά. Δεν καταλάβαινα σχεδόν τίποτα. Ύστερα τον ρωτούσα…Τι τους είπες καπταν Κλέων;…Περίμενε περίμενε…θα στα πω όλα…
-Εεε…Βόρειε απ΄τα πέλαγα…μ΄ακούς;
-Έλα καπταν Κλέων σ΄ακούω…
-Καλησπέρα…καλημέρα…πως τα πάει το καπετανάκι μου..αντέχεις;
-Καλημέρα καλημέρα…χα χα…αντέχω ακόμα αν και μας πέθανε η "θάλασσα" εδώ και τρεις μέρες…καπταν Κλέων τέτοια ώρα στο γραφείο; Πότε κοιμάσαι;
-Χα χα…πώς να κοιμηθώ… ογδόντα βαπόρια έχω στο πέλαγος…Μαθαίνω ότι πάλι δουλεύεις μακριά απ τα βαπόρια...ρε δεν ακούς ποτέ αυτά που λέω;
-Τα ακούω καπταν Κλέων τα΄ακούω αλλά καλάραμε εδώ ανοιχτά στο Νιανίγκ και παίρνουμε καλά ψάρια…
-Μωρέ το ξέρω που είσαι…το ξέρω. Το πρωί στέλνω δυο δικά μου βαπόρια να καλάρουν*(να ψαρέψουν) πίσω σου. Στο είπα χίλιες φορές…ποτέ δεν μ΄ακους…ποτέ μόνος στο ωκεανό…Τέλος πάντων πότε γυρνάς;
-Την Παρασκευή…
-Οκ…καλή δουλειά και να προσέχεις…κι όπως σου είπα…κοντά στα βαπόρια…
-Οκ καπταν Κλέων…θα προσέχω…καλημέρα….
Την Παρασκευή το βράδυ πέσαμε δίπλα να δέσουμε.
Ούτε που κατάλαβα πως πέρασε μια βδομάδα…όλες οι μέρες…ίδιες. Τιγκάρανε τα ψυγεία ψάρια. Ψάρια πρώτα όλα…δεν είχαμε χώρο για δευτερότριτα…Τα δευτερότριτα στην θάλασσα…τα τρώγανε οι σκύλοι*(καρχαρίες) και οι γλάροι…
Απ τα σκοτάδια του λιμανιού ξεπρόβαλε η κάντιλακ του Κλέων. Το αραπάκι ο Σέσε ο οδηγός του βγήκε βιαστικός…ανήσυχος. Μου έκανε νεύμα να κατέβω.
-Τι τρέχει ρε Σέσε;
Έβγαλε ένα χαρτί απ την τσέπη του και το διάβασε στα Ελληνικά…
-Πατρόν* (αφεντικό) είπε έρτεις σπίτι μαζί τώρα…
-Δεν μπορώ ρε…πες του είμαι πολύ κουρασμένος…”μποκού φατιγιέ ρε…κομπρί;” κατάλαβες;
-Ουί…σε πάω εγκώ σπίτι μαζί τώρα…τουτ σουίτ*(αμέσως)…
Θα μάθεις Ελληνικά του είχε πει ο καπταν Κλέων…αλλιώς θα σ΄απολύσω…κι ο Σέσε ο δόλιος προσπαθούσε…
Στο δρόμο για το σπίτι ο Σέσε μούσκασε τον λόγο…
-Καπταν Κλέων…ήπιε “μαύρο”…μαύρο Λιμπάν*…κλαίει…τέλει πας σπίτι…. (χασίσι που το καλλιεργούν Λιβανέζοι στην Σενεγάλη και στο Μάλι βαθιά μέσα στην ζούγκλα.Τριάντα χιλιάδες Λιβανέζοι στο Ντακάρ…εμπόροι κόκας και νταβατζίδες. Όλα τα μπαρ και οι πουτάνες στα χέρια τους)
-Τι ; Ήπιε μαύρο; Γιατί;
-Ντεν ξέρει πατρόν*(αφεντικό)…κλαίει…τέλει εσένα…
Μπήκα στο σπίτι του αλαφιασμένος. Το σαλόνι…ένας μεγάλος χώρος που στο κέντρο δέσποζε μια ξυλόγλυπτη πιρόγα δυο τρία μέτρα με οκτώ κωπηλάτες από μαύρο μπάομπαμπ*(έβενος). Θάταν και τρακόσια κιλά…λογάριαζα. Το μπάομπαμπ σαν ξύλο δεν επιπλέει …πάει στον πάτο σαν μάρμαρο…Στους τοίχους άλλα ξυλόγλυπτα με γαζέλες ελέφαντες και λιοντάρια.Φωτογραφίες παντού…διάσπαρτες… ο Κλέων νέος με βαπόρια μαύρους και ψάρια…Όλα τα έπιπλα ξυλόγλυπτα…έργα τέχνης απ το Καζαμάνς και το Κάπο Βέρντε…
Ο καπταν Κλέων στον καναπέ ξαπλωμένος στο πλάι..δίπλα του ένα εξάγωνο τραπεζάκι σκαλιστό με φιλντισένια στολίσματα…κι επάνω του ένας λουλάς που κάπνιζε…Ο λουλάς σκαλιστός από ελεφαντόδοντο στολισμένος με χάντρες και δαχτυλίδια από χρυσό…Φορούσε μια γαλάζια μπούμπου* Τουαρέγκ (κελεμπία της παράξενης “γαλάζιας” φυλής της Σαχάρας) με χρυσαφιά κεντήματα. Τα μάτια του ήταν κλειστά…
Μισάνοιξε τα μάτια του…
-Κάτσε εδώ κοντά μου…κάτσε δίπλα μου…ψιθύρισε…
-Καπταν Κλέων μ΄όλο μου το σεβασμό…αλλά αυτό γιατί το πίνεις…θα σε σκοτώσει…
Μιλούσε αργά….η φωνή του ίσα που έβγαινε…
-Σαράντα χρόνια το πίνω…Το μαύρο*(χασίσι) δεν σκότωσε κανέναν…τα άσπρα*(κόκα-ηρωίνη ) σκοτώνουν τους νέους..Μόνο που το “μαύρο” κάνει την χαρά δυο φορές χαρά…όμως την λύπη...δέκα φορές λύπη…Εσύ όμως μην το πιείς ποτέ…δεν έχεις λόγο…
-Εσύ τι λόγο έχεις καπταν Κλέων;
-Έχω…Έχω τριάντα χρόνια έχω εδώ στο Ντακάρ και στην πατρίδα δεν έχω πάει ποτέ…ντρέπομαι που το λέω…Έκανα πολλά λεφτά όμως οικογένεια δεν έκανα ποτέ…ήταν όλες πουτάνες…Μια πουτάνα θάχα δίπλα μου στην ζωή μου γιατί αυτό μου άξιζε…όμως ξέφυγα…Μόνο την Μαρί Ροζ έχω την κόρη μου…που κι αυτή δεν έρχεται να με δει…έχει δουλειές λέει…κι εσένα που μ εκνευρίζεις με τις μαλακίες σου…δεν έχω κανέναν άλλον…
-Έχεις καπταν Κλέων…έχεις εκατόν σαράντα πληρώματα που πίνουν νερό στο όνομά σου κι όλους τους μαύρους που σε λατρεύουν…
-Ναι…ναι το ξέρω...όμως παιδιά μου έχω μόνο την Μαρί Ρόζ και σένα…
Βούρκωσα..μούρθαν δάκρυα ήθελα να τον αγκαλιάσω να τον σφίξω..όμως ο καπταν Κλέων ήταν άντρας σέρτης…απρόσιτος…άντρας βαρύς, δύσκολος δεν σήκωνε κάτι τέτοια…
Τράβηξε μια ρουφιξιά κι έκλεισε τα μάτια του. Μέσα στο παραλήρημά του είπε κάτι…δεν κατάλαβα…Μετά τον έπιασε ένας βήχας για ώρα πολύ…
-Απ τα κωλοτσίγαρα είναι…μουρμούρισε…
Έβηξε..είπε κάτι βρισιές στ αράπικα…καθάρισε την φωνή του και με ρώτησε βραχνά…
-Στην πατρίδα πότε πας;
-Τον άλλον μήνα καπταν Κλέων…αν δεν στραβώσει κάτι…
-Έχω ένα γράμμα κλειστό…να της πας…Να της το δώσεις στα χέρια της…
-Ποια καπταν Κλέων;
-Θα σου πω…θα σου πω όταν θάρθει η ώρα…Τόγραψα πριν τρείς μέρες πριν τρείς μήνες…τρία χρόνια…δεν θυμάμαι..Να της το πας στα χέρια της…Δεν θυμάμαι το πρόσωπό της…το χάνω…ήταν όμορφη. Ίσως είναι όμορφη ακόμα…Ακούς ρε αυτά που λέω;
-Τ΄ακούω καπταν Κλέων…τα ακούω…θα της το δώσω στα χέρια της…
Ίσως ήταν ο λόγος που δεν γύρισε ποτέ στην πατρίδα…σκεφτόμουν. Δεν τόλμησα ποτέ να τον ρωτήσω…Μου είχε ξαναπεί κι άλλη φορά γι αυτό το γράμμα…αλλά ως εκεί….”Θα σου πω…θα σου πω όταν θάρθει η ώρα”…έλεγε…
Έκλεισε τα μάτια του και χάθηκε για πολύ ώρα.Έβαλα ένα πιοτό να πιω και κάθισα πιο κοντά να τον ακούω…Δεν ήθελα να βλέπω αυτόν τον λεβεντόγερο μαστουρωμένο…με τα πόδια μαζεμένα μέσα στην κελεμπία του…
Άρχισε πάλι το παραλήρημα…με τα μάτια κλειστά..
-Βλέπεις το άσπρο βαπόρι στην μπάντα μας; Εκατό μέτρα βαπόρι και βάλε…Που βρέθηκε τόσο σίδερο να πλέκει στον ωκεανό…Κινέζος είναι...Κινέζοι ψαράδες...σιγά...πόσοι είναι διακόσοι πεντακόσιοι χίλιοι…δεν μπορώ να τους μετρήσω…χωριάτες είναι απ τα ρυζοχώραφα που τους κάνανε ψαράδες…Το βλέπεις ρε;
-Το βλέπω καπταν Κλέων το βλέπω…
-Ψαράδες είμαστε εμείς οι Έλληνες…το λένε όλοι σ΄όλο τον Ατλαντικό…Ούτε οι Γάλλοι ούτε οι Σπανιόλοι…εμείς οι Έλληνες…
-Καπταν Κλέων…θαρρώ τα παραλές…
-Τα παραλέω; Είσαι καινούργιος στον Ατλαντικό…έχεις πολλά να μάθεις…θα δεις…Να το ξέρεις…τρίζει ο Ατλαντικός όταν ψαρεύουν οι Έλληνες καπεταναίοι…Εγώ το ξέρω…κρατώ μπουλέτα*(λογαριασμό) απ τα ψάρια…απ όλα τα βαπόρια…ξέρω τι λέω…Πες μου τώρα για την πατρίδα…πες μου για τον Ματζάρη τον καπταν Καρδαμήλα τον Αρμουτίδη…πες μου για τους φίλους μου…τι κάνουν;
-Καλά είνα καπταν Κλέων…είναι καλά…Τους λέω για σένα και καμαρώνουν…Τους λέω ότι είσαι αρχιμηχανικός σε εκατόν σαράντα βαπόρια εδώ στο Ντακάρ…τους λέω ότι η πιο μεγάλη Γαλλική εταιρία έχει αρχιμηχανικό Έλληνα και κλαίνε…ξέρεις καπταν Κλέων οι γέροι συγκινούνται εύκολα…
Αυτό ήταν..άρχισε να κλαίει…αμέσως γύρισε αλλού και σκούπισε τα μάτια του κρυφά να μην τον δω…Για ώρα πολύ τίποτα…κοίταζε απ το τζάμι τους γλάρους και το πέλαγος…
-Ξέρεις…πριν σαράντα χρόνια έκανα μηχανικός στα καίκια τους…
-Τα ξέρω όλα καπταν Κλέων…τα ξέρω όλα...
Ύστερα έκλεισε τα μάτια του…χάθηκε σ΄ένα ύπνο βαθύ…
Ήρθε ο Σέσε πατώντας στις μύτες…
-Σε πάω σπίτι πατρόν*(αφεντικό);
-Όχι δεν τον αφήνω απόψε…θα κοιμηθώ εδώ. Στρώσε μου μέσα…
Απ το βιβλίο "Πέλαγα και πεσκάδες" www.pelagakaipeskades.gr tel 25510 26592


*** Ο Δημήτρης Σιμσιρίκης είναι Αλεξανδρουπολίτης, γνωστός έμπορος και πρώην ναυτικός για πολλά χρόνια σε ψαράδικα. Γνωρίζει καλά τη ζωή στη θάλασσα, την κουλτούρα της και τους εργάτες ναυτικούς σ' αυτήν. Οι ιστορίες του ατέλειωτες και δοσμένες με έναν τρόπο μοναδικό και γλαφυρό είτε τον διαβάζεις είτε τον ακούς! Αγάπησε με πάθος την θάλασσα, την όμορφη οικογένειά του και τους φίλους του και είναι λάτρης της Σαμοθράκης. Θεωρώ τυχερό τον εαυτόν μου που μπορώ πότε πότε να κουβεντιάζω ΖΩΝΤΑΝΑ μαζί του! Πρόσφατα κυκλοφόρησε ένα βιβλίο του που έχει συγκεντρωμένα τα περισσότερα από όσα έγραψε και αξίζει κανείς να το έχει στην αγκαλιά του όταν θέλει να "συν-ταξιδέψει" μαζί του!
Σπιτάλας Βασίλης

15 Μαΐου 2021

Ιστορίες της θάλασσας - Δημήτρης Σιμσιρίκης


Το βράδυ βγήκαμε στο πέλαγος…Βαρύς ο καιρός…ούτε ένα αστέρι ούτε φεγγάρι ούτε ένα φως πουθενά…μια μαυρίλα όλος ο Ατλαντικός…μια μαυρίλα και στην ψυχή μου…Δεν ξέρω γιατί η νύχτα αγριεύει τόσο τον άνθρωπο…ίσως γιατί το σκοτάδι με κάνει ν΄ακούω αυτά που σκέφτομαι…Όμως μ αρέσει η νύχτα…ίσως γιατί σαν να φαίνονται για αύριο να είναι όλα πιθανά…Έβαλα το μπουκάλι το ουίσκι πάνω στον χάρτη…μια ουισκάρα θα χτυπήσω κι όλα θα λασσάρουν*(θα στρώσουν)…
Αρμενίσαμε τέσσερις πέντε ώρες…να πάμε κοντά στα Ελληνικά βαπόρια. Το “Αργώ”…το “Άντα” και το “Ευαγγελίστρια” το μεγάλο βαπόρι των Κυριαζήδων ήταν καλαρισμένα*(ψάρευαν) ανοιχτά απ το Ζοάλ…απ τις λίγες φορές που ψάρευαν τόσο κοντά στο Ντακάρ…Ο καπταν Γιάννης απ το “Αργώ” με πήρε χαμπάρι που αρμενίζω επάνω τους…Εβαλε μια φωνή στο VHF…
-Εεε..Βόρειε απ τα πέλαγααα…απ το “Αργώ” σε φωνάζω …καλησπέραααα…
-Καλησπέρα καπταν Γιάννη…σ άκουσα…αρμενίζω..
-Καλησπέρα..καλησπέρα…Το ξέρω..σε άκουσα που μιλούσες με τον καπταν Κλέων. Έλα να καλάρεις*(να ψαρέψεις) στην μπάντα μου και δεν θα φύγεις από κοντά μου μια βδομάδα..έτσι μούπε ο καπταν Κλέων…να σε βλέπωωω…
-Σ άκουσα...καπταν Γιάννη σ ευχαριστώ…σε μια ώρα θάμαι πίσω στην προπελιά σου…σ ευχαριστώ…
Τέτοιες κουβέντες ζέσταιναν την ψυχή μου…τέτοιες κουβέντες…
Θάταν τρεις το ξημέρωμα…καλάραμε στην δεξιά μπάντα του “Αργώ”..Μπροστά μας κάνα μίλι το “Άντα”…πίσω μας το “Ευαγγελίστρια” και τρία-τέσσερα σπανιόλικα…Το ένα το σπανιόλικο το “Santa Maria” το καπετάνευε ο καπταν Φώτης απ την Μάλαγα…ψυχούλα...άνθρωπος του Θεού…έπρεπε παπάς να ήταν όχι ψαροκαπετάνιος…Πάνω στην γέφυρα είχε εκατό εικονίσματα…θυμιατά…καντήλια που κουνιόταν απ το μπότζι… Αγίους, Χριστούς, Παναγίες…ακόμα και στο ταβάνι…Κάθε Κυριακή στο πέλαγος μας έκανε λειτουργία στο ραδιοτηλέφωνο κι ακούγαμε όλα τα βαπόρια…δυο ώρες ίσως και παραπάνω… Τραβούσαμε*(ψαρεύαμε) παρέα όλοι μαζί και είχαμε πορεία όστρια*(νότια)…Το πρωί κατά τις δέκα είχε ανέβει ο ήλιος ψηλά…έφερε έναν καιρό απ τον Γραίγο…αέρας μαζί με άμμο…Μια κάπνα η θάλασσα…όμως το “Suadu” το βαποράκι μου μουντάριζε στις θάλασσες…τραβούσαμε*(ψαρεύαμε) μαζί με τα βαπόρια…Η θάλασσα έσκαγε στην πλώρη κι έβγαινε απ την πρύμη… όμως ψαρεύαμε…γύρω μου φίλοι μου καπεταναίοι που άκουγα την ανάσα τους…Ο καπταν Φώτης έβαλε μια φωνή..
-Ε…Βόρειε..νάχεις το νου σου σε λίγο θα σαλπάρουμε…σε λίγο πέφτουμε στα άπατα..
-Ναι ναι καπταν Φώτη τόχω στο μυαλό μου…τόχω στις σημειώσεις μου…θα σαλπάρω*…(παίρνω το δίχτυ επάνω).

Δημήτρης Σιμσιρίκης

Ο Δ. Σιμσιρίκης είναι γνωστός έμπορος της Αλεξ/πολης, έκανε πολλά χρόνια στα ψαράδικα καράβια, είναι μεγάλος γνώστης της θάλασσας και έχει την ικανότητα να αποδίδει τις εμπειρίες του με έναν τρόπο ιδιαίτερα προσωπικό και γι΄αυτό μοναδικό. Είναι λάτρης της Σαμοθράκης και αισθάνομαι τυχερός που απολαμβάνω την φιλία του, να είναι γερός και να γράφει για να μη χαθούν όλα αυτά που έζησε και να μας τα μεταφέρει με τον τρόπο του!
Σπιτάλας Βασίλης

1 Μαΐου 2021

Ένα διαφορετικό Πάσχα, της θάλασσας από τον Δ.Σιμσιρίκη


ΠΑΣΧΑ

Φτάσαμε βράδυ στο Ντακάρ. Ο καπταν Κλέων έβαζε ρούχα σε μια μικρή βαλίτσα..
-Πετάω σε τρεις ώρες για Παρίσι, νομίζω στο είχα πει…Έχουμε συνέλευση μετόχων…Θα γυρίσω την Πέμπτη. Θα με πας στο αεροδρόμιο.
-Μα καπταν Κλέων αύριο είναι Πάσχα…κι Τάσος έφυγε για την Ελλάδα…είμαι μόνος…Έλεγα…η Μαρί Ροζ να βάψει κανένα κόκκινο αυγό να κάνουμε μαζί Πάσχα…Έχω και κόκκινη μπογιά…μου την έδωσε ο καπταν Φώτης…Έφερα και πενήντα αυγά απ το Καγιάρ…
-Ρε για ψάρια σ έστειλα στο Καγιάρ…αυγά έφερες;
-Μα…Πάσχα έχουμε αύριο καπταν Κλέων…Πάσχα..
-Α…ναι….
-Καπταν Κλέων άλλα όνειρα είχα γι αύριο…έλεγα στην βεράντα σου να κάτσουμε να πίνουμε μπίρες να μαγειρεύει Μαρί Ροζ να λέμε ιστορίες για την πατρίδα…αλλά εσύ ψάρια ονειρεύεσαι…
Κατάλαβε την πίκρα μου…τάλεγα και μόνο που δεν έκλαψα…
-Δεν πειράζει…πέρσι τέτοια μέρα ήσουν στο πέλαγος…φέτος είσαι πιο καλά…Κάνε καμιά γύρα στο λιμάνι κι αν είσαι τυχερός μπορεί να βρεις κάποιο Ελληνικό βαπόρι να κάνεις Πάσχα…θα φάτε και μαγειρίτσα…
Μπήκαμε στο αυτοκίνητο για το αεροδρόμιο…σ όλη την διαδρομή δεν είπαμε κουβέντα…Οδηγούσα χωρίς να μιλώ…Τον μισούσα που έφευγε…δεν τούπα τίποτα για τα ψάρια…ούτε και με ρώτησε.Χτύπησε την πόρτα στο αυτοκίνητο κι απ το παράθυρο πέταξε ένα βιαστικό...
-Για τα ψάρια θα μου πεις όταν γυρίσω…Καλή Ανάσταση…
-Μπον βουαγιάζ καπετάνιε…Καλή Ανάσταση…
Πάτησα γκάζι και χάθηκα…”πως μπορεί να είναι τόσο σκληρός…γι αυτό άντεξε την αραπιά τριάντα χρόνια”…σκεφτόμουν…”έλα ρε…μέρα είναι θα περάσει”…και μου ήρθαν δάκρυα…Το πέλαγος σκέφθηκα …εκεί θάθελα να ήμουν τώρα…εκεί στα Ελληνικά ψαράδικα που σκάνε φωτοβολίδες στον ουρανό για να γιορτάσουν την Ανάσταση…Φωτιά όλος ο Ατλαντικός…Χριστός Ανέστη…μια αστραπή όλος ο ωκεανός…
Μου ήρθαν στο μυαλό εικόνες…η Φανή μου τα πιτσιρίκια μου…αύριο γιορτάζει η Λαμπρινή μου η κορούλα μου…πόσο πονάω Θεέ μου…Ίσως τώρα στην Ελλάδα θα χτυπάνε οι καμπάνες…πόσο πονάω Θεέ μου…Πήγα στο σπίτι μόνος μου…να κλάψω…να κάνω Ανάσταση…
Απ τα χαράματα βγήκα στους δρόμους…γραμμή για το λιμάνι…να δω Ελληνική σημαία…να βρω Ελληνικό βαπόρι…να κάνω Πάσχα. Γύρισα σαν τρελός όλα τα ντόκα…τίποτα…Γερμανοί Γάλλοι Κινέζοι Σπανιόλοι Πορτογάλοι…Έλληνες πουθενά…απογοήτευση, πίκρα…βούρκωσα ήθελα να κλάψω…
Οδηγούσα στους δρόμους χωρίς να ξέρω που πάω…Σαν αστραπή μούρθε στο μυαλό μου το Νιανίγκ…”αυτό είναι…είπα, στο Νιανίγκ θα πάω στον Αντωνόπουλο τον ξενοδόχο”…Οι μόνοι Έλληνες στην Σενεγάλη…αυτός κι ο αδερφός του. Είχαν ένα μεγάλο ξενοδοχείο εκατόν πενήντα χιλιόμετρα νότια απ το Ντακάρ…προς την Γκάμπια…Μια κατάφυτη όαση δίπλα στον ωκεανό…Πισίνες…γήπεδα γκολφ…ιπποφορβεία με άλογα…μαρίνα και σκάφη με μαύρους καπεταναίους για να ψαρεύουν οι Γάλλοι με τις…κοιλάρες και τα πούρα…ξιφίες στον Ατλαντικό…Ένας παράδεισος για τους πλούσιους Γάλλους…
Βγήκα στον δρόμο πατημένος…πίσω μου έβλεπα στον καθρέφτη…άφηνα ένα ντουμάνι μια κάπνα…Είχα βέβαια μια αγωνία αν το σαραβαλάκι θα με πήγαινε στο Νιανίγκ…μα πιο πολύ φοβόμουν τα ποτάμια...Οι Σενεγαλέζοι δεν κάνουν γέφυρες…μια τσιμενταρία κάνουν και περνάει το νερό από πάνω. Αν σβήσει η μηχανή σε τρώνε οι κροκόδειλοι…”ρε αυτό κι αν είναι Πάσχα”…σκεφτόμουν…
Πέρασα την σαβάνα*(έρημος) πατημένος…τα γκάζια τέρμα …έβλεπα μια σκόνη πίσω μου.Ύστερα η ζούγκλα…τα ποτάμια…Στον δρόμο τίποτα…ούτε ελέφαντες ούτε γαζέλες ούτε μια μαϊμού…μια ησυχία…
Στο “Hotel Nianig” μου άνοιξε το “πασσάζο” ένας ευγενικός ψηλός μαύρος με μια μπλε στολή κι έναν μπερέ…με θυμόταν…
-Ααα…μπονζούρ μεσιέ…σαβά μπιέν;
-Α..γαμήσου και συ ρε μαλάκα…
Μου ανταπέδωσε τον χαιρετισμό μ ένα πλατύ χαμόγελο…κι έδειξε τις δοντάρες του…
Τον Αντωνόπουλο τον βρήκα σε μια από τις πισίνες του…έπινε τον καφέ του…Άντρας γύρω στα εξήντα…άσπρη γενειάδα μέχρι την κοιλάρα του..μ ένα πούρο στο χέρι και με μια άσπρη μπούμπου*(κελεμπία) με χρυσαφιά κεντήματα και με κάτι χαϊμαλιά στον λαιμό…σενεγαλέζος βέρος…
Ο Αντωνόπουλος είχε το Ελληνικό Προξενείο στο Ντακάρ…ήταν ο Πρόξενος της Ελλάδας…Το προξενείο το κρατούσαν η κυρία Λένα …Ελληνολιβανέζα …χήρα γύρω στα εξήντα…πρώην γκομενάρα, με την κόρη της γύρω στα τριάντα πέντε…γεματούλα λιγάκι αλλά…σε καλή κατάσταση…Πιο πολύ Λιβανέζα την έκανες παρά Ελληνίδα…είχε εκείνο το μελαψό το Λιβανέζικο …το πουτανιάρικο…
Στο Ντακάρ ερχόταν τα Ελληνικά αλιευτικά. Η κυρία Λένα κατέβαινε στο λιμάνι με την κόρης της…μ ένα μεγάλο μαύρο εξακύλινδρο Πεζώ, τάχα να πάρει ψάρια…Έπαιρνε δυο Έλληνες καπεταναίους να τους κάνει τραπέζι στο σπίτι της…Οι καπεταναίοι γυρνούσαν το πρωί στα βαπόρια…Τι στο διάολο τρώγανε μέχρι το πρωί…δεν μπόρεσα ποτέ να καταλάβω…To προξενείο μας…κάπου στην Σαντινέρ, σε μια αράπικη συνοικία είχε μια ταμπέλα έναν θυρεό… “Consulat de Grece” …πήγαινα γιατί η κυρία Λένα πολύ με συμπαθούσε…τις πιο πολλές φορές που πήγα να κάνω κάνα τηλέφωνο στην Ελλάδα…ήταν κλειστό…
Ο Αντωνόπουλος με καλοδέχτηκε…μάλλον σαν να χάρηκε που με είδε…
-Καλημέρα κύριε Αντωνόπουλε …Χριστός Ανέστη…
-Καλώς τον Δημητρό καλημέρα…παρντόν δεν κατάλαβα τι είπες;
-Πάσχα κύριε Αντωνόπουλε …Πάσχα έχουμε σήμερα…
-Ααα…ναι; Σώπα ρε…αλήθεια; Μόνος σου ήρθες;
-Ναι κύριε Αντωνόπουλε …
-Δεν σου είπα όταν θάρχεσαι να φέρνεις δυο τρεις καπεταναίους φίλους σου; Οι πελάτησές μου…βαρέθηκαν θα φύγουν…βαρέθηκαν τους μαύρους υπαλλήλους μου…
-Ναι κυριε Αντωνόπουλε …όταν ξανάρθω θα τους φέρω…
Ανέμισε την κελεμπία του δεξιά αριστερά να πάρουν αέρα τα αρχίδια του…τράβηξε μια ρουφιξιά το πούρο και μου γύρισε την πλάτη…
-Να κάνω κανένα τηλέφωνο στην Ελλάδα κύριε Αντωνόπουλε;
-Ρε κάνε όσα θες…υπομονή θέλει μόνο…Παρντόν τώρα έχω δουλειά…θα τα πούμε μετά…και με παράτησε…
Οι πελάτησές του οι κυρίες και οι κόρες των Γάλλων βιομηχάνων κάναν διακοπές εξ επτά μήνες…μαυρίζαν τα κορμιά τους στον Αφρικάνικο ήλιο και το καλοκαίρι ανηφόριζαν στην Ευρώπη στις πλαζ του Κάπρι και της Κόστας Ντελ Σολ…να συνεχίσουν τις διακοπές τους…
Οι Γάλλοι βιομήχανοι ερχόταν κάθε Παρασκευή με τσάρτερ στο Ντακάρ κι από εκεί με κάτι λεωφοριάκια για ζούγκλα…μαύροι οδηγοί τους φέρναν στο Νιανίγκ. Άλλοι ντυμένοι με ρούχα καμουφλάζ για ζούγκλα με τις κοιλάρες τους και τα πούρα και κάτι καραμπίνες…κι άλλοι ντυμένοι καπεταναίοι με άσπρα καπέλα με χρυσές κλάρες με κοντά παντελονάκια και την κοιλάρα απ έξω…σούργελα να τους βλέπεις και να κλαίς…Ερχόταν το απόγευμα της Παρασκευής και πήγαιναν κατ ευθείαν στα μπάρ του ξενοδοχείου μαζί με τις καραμπίνες…Κατά τις δύο-τρεις την νύχτα δυο μαύροι τους σήκωναν…λιάρδα στο μεθύσι…
-Που τον πάνε τον Γάλλο κύριε Αντωνόπουλε; Έπαθε τίποτα;
-Μπά όχι ρε…τον πάνε να κοιμηθεί…
Το Σάββατο τα ίδια…πίναν μέχρι να βρουν τον πάτο…την Κυριακή το απόγευμα έφευγαν…Ποια ζούγκλα για γαζέλες…ποιον ωκεανό για ξιφίες…ουίσκια και μπίρες έπιναν μέχρι να στανιάρουν…Δεν ξέρω αν αυτοί οι εκατομμυριούχοι περνούσαν πιο καλά από μένα…
Έκανα βουτιές στις πισίνες έκανα γύρα τους μπουφέδες με τα τροπικά φρούτα και τα Αφρικάνικα φαγητά…τέλος πάντων έκανα Πάσχα πέρασα καλά ξεχάστηκα…πήρε να νυχτώνει… Ένιωσα μια ενοχή…”φτάνει το χασομέρι…έχω κι ένα πλήρωμα που με περιμένει” …σκέφθηκα…
-Θα φεύγω κύριε Αντωνόπουλε…
-Τρελάθηκες; Ούτε να το σκεφθείς…ρε που θα πας μέσα στην νύχτα…Θα σε φάνε οι μαύροι και τα φίδια…Θα φύγεις το πρωί…
-Δεν μπορώ κύριε Αντωνόπουλε…πρέπει να φύγω οπωσδήποτε το πρωί βγαίνω στην δουλειά…
Έφυγα νύχτα…ούτε που φανταζόμουν τι θα μου συνέβαινε…


*** Ο Δημήτρης είναι φίλος μου, Αλεξ/πολίτης έμπορος, πρώην ναυτικός για πολλά χρόνια και Λάτρης της Σαμοθράκης μας. Έχει το "χάρισμα" να γράφει γλαφυρά και η θεματολογία του είναι η θάλασσα. Πρόσφατα έχει εκδώσει βιβλίο του που αφηγείται τις ιστορίες του που είναι η ίδια η ζωή του.