Ο Διαμαντής ανέβηκε στη γέφυρα, και για να μου δώσει κουράγιο, είπε : - Ότι είναι να κάνει ο καιρός, τόκανε. Αυτός είναι, δεν έχει άλλο θυμό. Να το κρατάς ορθόπλωρα, καλά πάμε…. Πρόσεχε μονάχα μη μας φέρει διπλαριά. Τα μάτια σου στο τιμόνι. Δώσε λίγες στροφές ακόμα. Με την κουβέντα του Διαμαντή ένιωσα καλύτερα. Έκανα κέφι την παρέα του, ήταν παλιός ναυτικός ο Διαμαντής. Τον σεβόμουνα, ήξερε καλά τους καιρούς. Έδωσα ακόμα λίγες στροφές στη μηχανή. Κι αρμενίζαμε μέσα στο σκοτάδι, με τον καιρό στη μάσκα. Η θάλασσα κάπνιζε. Θάταν ο καιρός οκτάρι γεμάτο. - Κάτσε δίπλα μου μη φεύγεις. Πες μου καμιά ιστορία απ’ τα παλιά. Πιάσε και μια μπίρα απ’ εκεί. Ο Διαμαντής γέλασε, έξυσε τα γένια του. Άρχισε να μου λέει που ήταν μικρός και βάζανε δίχτυα με τον γέρο του. Τότε δεν είχαν μηχανές. Πανί, Σακολέφες και Λατίνια.
- Η Σακολέφα αρμένιζε καλά στα πρίμα, φερμάριζες καλά την σκότα, κι έκανε το Καζακί φτερό. Την φέρανε οι πρόσφυγες απ΄την Μαύρη Θάλασσα. Ήτανε, ψαράδες τεχνίτες. Τότε το 22 φέρανε και τα “μανωμένα” δίχτυα, μέχρι τότε ο γέρος μου δουλεύανε κρυστάλια και απλάδια. Τα μανωμένα άλλαξαν την ψαροσύνη. Τα Λατίνια δεν ξέρω από πού ήρθαν, λένε απ’ τα Μουδανιά, απ’ τον Ελλήσποντο. Αυτά αρμενίζανε πολύ καλά, και στα όρτσα. Φοβερά πανιά και τα δυο. Αν είχε αέρα, και φόρτωνε καλά, κάναμε και έξι μίλια δρόμο. Φεύγαμε το απόγευμα για τα Γκρέμνα,(ποταμός Εβρος, ακτές Τουρκίας) με τον Πουνέντε πρίμα, και καλέρναμε το σούρουπο. Σαλπέρναμε τα δίχτυα το χάραμα, και γυρνάγαμε, με τον Λεβάντε, πάλι πρίμα, που “έβαζε” όσο ανέβαινε ήλιος. Η βάρκα έμπαζε νερά απ΄τα κρουζέτα, από τα ψάρια που φορτώναμε. Άλλες εποχές. Τότε τα ψάρια, δεν τα πιάναμε, μας πιάνανε.
Ήταν ο Διαμαντής, μια θάλασσα πλατιά. Ρουφούσα τα λόγια του. -Διαμαντή πιάσε μια μπίρα ακόμα, λέγε παρακάτω, πες μου για τα πανιά, για τις ψαριές. Μουρούνες, ξιφιούς, βγάζατε; - Και μουρούνες, και ξιφιούς και τούνες....πάω όμως κάτω να κοιμηθώ, γιατί έχω βάρδια σε δυο ώρες.
Τάκης Σιμσιρίκης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου