Δεν το πίστευα…. Δέσαμε στο ντόκο, πιάσαμε στεριά, είμαστε δίπλα σε πίντες και στο τσιμέντο. Πεντέμισι χιλιάδες μίλια τέλειωσαν…ένας μήνας στο πέλαγος. Αλεξανδρούπολη Ντακάρ και στην Μεσόγειο χειμώνας. Μπήκαμε στο λιμάνι τους νύχτα…λίγο μετά τα μεσάνυχτα.
-Αργά την μηχανή Διαμαντή…. να δούμε που θα πέσουμε…..
Ο Διαμαντής έκανε αργά κι απ το πλάνο του χάρτη βρήκαμε τον μόλο “6”.Το πλάνο έγραφε…port de pêche* (ιχθυόσκαλα)
-Χα …το βρήκαμε..εκεί Διαμαντή….στην αριστερή μας μάσκα…εκεί στα πολλά φώτα…η Ιχθυόσκαλα. Βάλε την πλώρη σου εκεί στα φώτα και….θα δούμε…
Δεξια μας…..τα πετρέλαια λίγο μετά ένα μεγάλο ντόκο η φόρτωση φωσφάτου…….. έλεγε ο πορτολάνος…..
-Τι είναι το φωσφάτο ρε Διαμαντή;
-Δεν έχω ιδέα αφεντικό…θα είναι κάτι που βγαίνει στην Ζούγκλα…
Αρμενίζαμε αργά…η προπέλα ίσα που γυρνούσε.
Αριστερά μας κοντεινερς ξεφόρτωναν κουτιά κάτω από κάτι μεγάλους προβολείς. Μ έπιασε δέος δεν είχα δει ποτέ στην ζωή μου τόσο μεγάλο λιμάνι…
-Μπροστά μας ένα νέτο* (καθαρό) ντόκο….είπε δειλά ο Διαμαντής.
-Πάμε εκεί….είπα..
-Αργά την μηχανή Διαμαντή…. να δούμε που θα πέσουμε…..
Ο Διαμαντής έκανε αργά κι απ το πλάνο του χάρτη βρήκαμε τον μόλο “6”.Το πλάνο έγραφε…port de pêche* (ιχθυόσκαλα)
-Χα …το βρήκαμε..εκεί Διαμαντή….στην αριστερή μας μάσκα…εκεί στα πολλά φώτα…η Ιχθυόσκαλα. Βάλε την πλώρη σου εκεί στα φώτα και….θα δούμε…
Δεξια μας…..τα πετρέλαια λίγο μετά ένα μεγάλο ντόκο η φόρτωση φωσφάτου…….. έλεγε ο πορτολάνος…..
-Τι είναι το φωσφάτο ρε Διαμαντή;
-Δεν έχω ιδέα αφεντικό…θα είναι κάτι που βγαίνει στην Ζούγκλα…
Αρμενίζαμε αργά…η προπέλα ίσα που γυρνούσε.
Αριστερά μας κοντεινερς ξεφόρτωναν κουτιά κάτω από κάτι μεγάλους προβολείς. Μ έπιασε δέος δεν είχα δει ποτέ στην ζωή μου τόσο μεγάλο λιμάνι…
-Μπροστά μας ένα νέτο* (καθαρό) ντόκο….είπε δειλά ο Διαμαντής.
-Πάμε εκεί….είπα..
Πέσαμε δίπλα και ετοίμαζαν τους κάβους να δέσουμε. Ξαφνικά ένα τζιπ με το φάρο αναμμένο εμφανίστηκε απ το πουθενά. Ένας μαύρος λιμενικός με σιρίτια και παράσημα με μια σφυρίχτρα και ένα φακό κουνούσε χέρια και πόδια και ούρλιαζε.
-Κατέβα ρε Διαμαντή να δεις τι θέλει αυτός ο μαλάκας.
Ο Διαμαντής κατέβηκε και τον έβλεπα να μιλάει με τα χέρια…
-Να φύγουμε λέει….να πάμε απέναντι εκεί δίπλα στα κρένια.
-Ρε κατάλαβες καλά ;
-Ναι κατάλαβα….κάνε ανάποδα…
Αυτή η διαδρομή των δέκα λεπτών μου φάνηκε αιώνας. Ήθελα να σβήσω την μηχανή…..να τα σβήσω όλα…να κοιμηθώ …. Πήγαμε απέναντι και πέσαμε δίπλα.
-Διαμαντή…βάλτε τους καινούργιους κάβους που πήραμε απ΄τον Περαία…..μην μας πουν χωριάτες……
Ο Διαμαντής γέλασε και κατέβηκε να επιβλέψει το δέσιμο.
-Δέστε καλά….είπα. Να κοιμηθούμε, σβήστε την μηχανή….σβήστε τα όλα…
Πρώτη εικόνα στο Ντακάρ..…ο λιμενικός που ούρλιαζε και μας έδιωξε…Ήρθε η δεύτερη τα επόμενα λεπτά. Απ΄τα σκοτάδια του ντόκου ξαφνικά πετάχτηκαν εκατό μαύροι κουρελιασμένοι σχεδόν γυμνοί. Ζύγωσαν το αλιευτικό μας κι άρχισαν να αγγίζουν τα παραπέτα μας τις κουπαστές. Να σαλτάρουν επάνω.
Εμείς παγώσαμε, ο Φάνης πήρε ένα λοστό κι ετοιμάστηκε για μάχη. Βάζανε τα δάχτυλά τους στο στόμα και φωνάζανε…
-Τσόπ τσόπ πατρόν…τσόπ τσόπ πατρόν…
-Τι λένε ρε Διαμαντή ;
-Πεινάνε αφεντικό….φαγητό θέλουν…πεινάνε δεν το κατάλαβες;
Το επόμενο λεπτό ήρθε ένα άλλο τζίπ με μαύρους λιμενικούς. Πετάχτηκαν και με κάτι ραβδιά άρχισαν να τους χτυπούν. Μια μάχη μπροστά στα μάτια μας.
Χάθηκαν στα σκοτάδια αλλά …..μόλις έφυγε το τζίπ άρχισαν να ξαναεμφανίζονται…
-Δεν πάμε καλά….Φάνη βάρδιες ως το πρωί. Τα μάτια σας δεκατέσσερα. Θα μας ξηλώσουν και τα βίντσια…
Ο Διαμαντής άρχισε να μουρμουρίζει…
-Τι τόπος είναι αυτός ρε….Έμείς θα γυρίσουμε στην Ελλάδα.. εσυ πώς θα ζήσεις εδώ αφεντικό;
-Δεν ξέρω Διαμαντή….τώρα για μένα επιστροφή δεν έχει…
Η μέρα ξημέρωσε και ήρθε άλλο σοκ. Μας είχανε κλέψει τους κάβους…πλώρα πρύμα.. Τους κάβους μου…. τους πλεκτούς που αγόρασα απ΄τον “Κατράδη” στον Περαία…που καμάρωνα γι΄αυτούς….Μας είχανε δέσει με κάτι σπάγγους…πάλι καλά…
Ήρθε ο Τάσος ο συνεταίρος μου να μας καλωσορίσει που ήταν ήδη στην Αφρική. Θα πήγαινε το ημερολόγιο του πλοίου στο λιμεναρχείο για τον κατάπλου…
-Δεν θα βγείτε στο ντόκο. Θα περιμένετε το ιμιγκρέσιο, τους γιατρούς….μας φώναξε ο Τάσος μπαίνοντας σε ένα σκουριασμένο αυτοκίνητο που κρεμόταν ένα φτερό ……νομίζω ενα Ρενώ…
- Με γειά το αυτοκίνητο ρε..…που το βρήκες αυτό….του φώναξα.
-Το αυτοκίνητό μας είναι…για σένα το αγόρασα… είπε γελώντας.
Έφυγε βιαστικός…αφήνοντας πίσω ένα ντουμάνι μια κάπνα….
Σε λίγο ήρθε το ιμιγκρέσιο*(Λιμενικές αρχές, Τελωνείο, και γιατρός) Άνοιξαν τα ταμπούκια και τ΄αμπάρια. Σήκωσαν μέχρι και τα πανιόλα*(πάτωμα) της μηχανής. Ο γιατρός μας εξέτασε με ένα στηθοσκόπιο και ζήτησε τα χαρτιά των εμβολίων που είχαμε κάνει στην Αθήνα…. Μαλάρια*(ελονοσία), κίτρινο πυρετό και ηπατίτιδα….
Ήταν πια απόγευμα και ετοιμαζόμασταν να βγούμε…. να πατήσουμε στεριά.
Ο Φάνης μπανιαρίστηκε ξυρίστηκε….. γαμπρός έτοιμος…Έγινε καινούργιος…
-Θα γαμήσουμε αφεντικο;
-Βρέ ας το διάολο…προχώρα….
Έξω στο ντόκο…πίσω στην πρύμη μας είδα έναν ψιλό ξερακιανό λευκό άνδρα γύρω στα εξήντα πέντε, τόσο τον έκοψα….Ψημένος απ την αλμύρα…ναυτικός….είπα μέσα μου. Φορούσε μια καθαρή άσπρη φόρμα μηχανικού. Στη φόρμα κάτι έγραφε στα ξένα..δεν μπόρεσα να διαβάσω.... Στα χείλια του διέκρινα ένα χαμόγελο. Διάβαζε την πρύμη μας και κουνούσε το κεφάλι του. Η πρύμη έγραφε….”Νηολόγιο 61 Αλεξανδρούπολης” με μεγάλα γράμματα… Ζύγωσα προς την πρύμη..
-Καλησπέρα….καλώς ήρθες…μου φωνάζει……
-Καλησπέρα….Έλληνας;
-Έλληνας κι Αλεξανδρουπολίτης…
Έμεινα άφωνος…
-Τι… άκουσα καλά; Αλεξανδρουπολίτης; Ελάτε μέσα…
-Όχι… έλα έξω εσύ…..έμαθα πέρασες ιμιγκρέσιο.
Πετάχτηκα έξω στο ντόκο. Μου έσφιξε το χέρι με δύναμη....παραπάνω απ΄το κανονικό…
-Είμαι ο Κλέων…ο αρχιμηχανικός της Gold Fisher..
Αυτό έγραφε η φόρμα ….Gold Fisher.
-Είμαι ο Δημήτρης…είπα δειλά…απ΄την Αλεξανδρούπολη.
Γέλασε αλλά τον είδα σαν να δάκρυσε λίγο..γύρισε το πρόσωπό του αλλού..
-Εμείς οι δυο έχουμε να πούμε πολλά….Έχω τριάντα χρόνια στο Ντακάρ και στην πατρίδα δεν έχω πάει ποτέ…Από τώρα κι ύστερα είσαι ο γιός μου….να το ξέρεις. Μην δεσμευτείς στο Ντακάρ μην υπογράψεις τίποτα αν δεν σου πω…
Ξεροκατάπια για λίγο μου κόπηκε η ανάσα…ψέλλισα μόνο..
-Μα Καπτάν-Κλέων… δεσμεύτηκα…. υπέγραψα….
-θα τα πούμε ..θα τα πούμε. Να ξέρεις ότι μούδωσες μεγάλη χαρά. Είχα μάθει για σένα ότι ερχόσουν και σε περίμενα όμως ……φεύγω τώρα και θα τα πούμε..
Σήκωσε το χέρι του…έκανε ένα νεύμα και ξαφνικά εμφανίστηκε ένα μεγάλο μαύρο γυαλιστερό αυτοκίνητο. Που στο διάολο ήταν….. αμερικάνικο Κάντιλακ…η κάτι τέτοιο….
Ένας νεαρός μαύρος οδηγός πετάχτηκε, του άνοιξε την πίσω πόρτα και μπήκε. Με κοίταξε μέσα απ το τζάμι και διέκρινα ένα χαμόγελο και ένα αδιόρατο χαιρετισμό….
Ο Κλέων ο μηχανικός…Δεν τον γνώρισα ποτέ, ήμουν μικρός τότε..αλλά τον ήξερα …άκουγα ιστορίες γι΄αυτόν στο λιμάνι. Νεαρός τότε…. τρίτος μηχανικός απ΄την σχολή της Μηχανιώνας.Έκανε λίγο στα ποντοπόρα πλοία κι ύστερα ήρθε στην Αλεξανδρούπολη να κάνει υπηρεσία στις ανεμότρατες…Καλός μηχανικός αλλά μόρτης λέγανε….και μπελαλής… Ο Κλέων ο μηχανικός….. Λέγανε ότι τάμπλεξε με μια πουτάνα απ΄τον ‘Καραμάτσο” και έφυγε για την Αθήνα…..Ύστερα χάθηκε…κανείς ποτέ δεν άκουσε κάτι γι΄αυτόν….
Με τον Κλέων άρχισε μια ζεστή φιλία. Μια σχέση πατέρα και γιού. Με συμβούλευε με πρόσεχε με προστάτευε. Πάνω στα πλάνα του χάρτη μου σημείωνε καλάδες, μου μάθαινε τον πάτο του Ατλαντικού οργιά-οργιά……που είναι οι φικιάδες που οι τραγάνες και που τα ρέζικα. Μάθαινα για τους καιρούς τα ρέματα, πως και…. πότε έρχονται τα μπουρίνια. Τα μπουρίνια έρχονται απ΄τον Λεβάντε....έλεγε… Μούλεγε να προσέχω ποιους να κάνω φίλους και ποιους όχι…
-Πρόσεχε εδώ στο Ντακάρ. Θα γνωρίσεις αξιόλογους Έλληνες ψαράδες αλλά και κατακάθια… φυγόδικους, χωρισμένους, κυνηγημένους, ακόμα και φονιάδες, αλήτες που δεν έχουν σπίτι στην Ελλάδα το σπίτι τους είναι τα γαριδάδικα….που τρώνε τον μισθό τους στο πιοτό στο χασίσι και στις πουτάνες…
Εγώ τον άκουγα χωρίς να αναπνέω….
Έστελνε τον οδηγό του στο λιμάνι να με πάρει να με πάει στο μπαρ “Pondy”… εκεί σύχναζε τα βράδια. Το Pondy ήταν ένα μεγάλο μπάρ στο κέντρο του Ντακάρ. Εκεί σύχναζαν ναυτικοί και οι Έλληνες ψαράδες. Μπαινόβγαιναν τουλάχιστον εκατό πουτάνες ψάχνοντας πελάτη. Τρουά μίλλ….(τρείς χιλιάδες CFA…φράγκα Αφρικάνικα) ήταν η ταρίφα….ίδια τιμή όλες….
Το Pondy είχε μια αυλή στο δρόμο περιφραγμένη με κάγκελα και τροπικά φυτά…για να μην ενοχλούνται οι πελάτες απ΄τους μαύρους που πουλούσαν μαϊμούνια, παπαγάλους, δέρματα από φίδια και ξυλόγλυπτα από μπάομπαπ*(έβενος)…Το μπάομπαπ σαν δένδρο… είναι το εθνικό σύμβολο της Σενεγάλης.Το βλέπεις παντού σε πίνακες και φωτογραφίες σε τράπεζες, γραφεία παντού…. Είναι ένα μαύρο ξύλο που δεν επιπλέει…πάει στον πάτο σαν μάρμαρο. Φυτρώνει στις σαβάνες και στην έρημο…στην άμμο, στα βόρεια της χώρας προς την Μαυριτάνια. Λογικό να μην επιπλέει αφού στις φλέβες του έχει άμμο.
Ο Κλέων έπιανε πάντα το ίδιο τραπέζι. Το γωνιακό με την ράχη στον τοίχο.
Κάθισα δίπλα του. Την ίδια στιγμή μια μαυρούκα με τα μπούτια έξω, ψηλή δυο μέτρα, έφερε μια παγωμένη Γαλλική σαμπάνια με δυο ψιλά ποτήρια…
-Τι γιορτάζουμε καπτάν-Κλέων ;
-Χα… τι γιορτάζουμε……γιορτάζω αυτή την στιγμή που σ΄έχω δίπλα μου. Λίγο είναι αυτό;
Εγώ δάκρυσα μούρθε ένας κόμπος….ψέλλισα μόνο..
-Στην υγειά σου Καπετάνιε.
-Στην υγειά σου παιδί μου….
Στην πόρτα του κήπου, απ έξω, ένας Γάλλος ψαράς καθισμένος σ΄ένα σκαμπώ έβαφε τα παπούτσια του. Τύφλα στο μεθύσι. Κρατούσε μια μπίρα κι έπινε. Είχε τατουάζ στο μπράτσο και ένα κολιέ με δόντια από καρχαρία στο λαιμό. Η κοιλιά του έφτανε στα γόνατα. Τα πόδια του πατούσαν σε δυο κασσελάκια…σε δυο λούστρους. Ένα μαυράκι κοκαλιάρικο δέκα δώδεκα χρονώ κι ένας αράπης γέρος. Ο ένας κοίταζε τον άλλον ποιος θα βάψει πιο καλά…. Τους πείραζε τους κλωτσούσε τους έβρεχε με την μπίρα. Όταν τέλειωσαν τους πέταξε μια χούφτα κέρματα στο δρόμο…….που γονάτισαν χίλιοι να τα μαζέψουν.
Μούρθε το αίμα στο κεφάλι. Χωρίς καν να σκεφτώ σήκωσα μια καρέκλα και πήγα να κάνω ένα βήμα.Ήθελα να του την σκάσω στο κεφάλι του. Ο Κλέων το κατάλαβε γρήγορα…. μ΄άρπαξε ξαφνικά δυνατά απ το μπράτσο…Έτρεμα….
-Άσε με καπτάν-Κλέων….τον είδες τι έκανε;
-Τον είδα, κάτσε κάτω…..δεν κάνουν τέτοια οι Έλληνες εδώ. Κάτσε κάτω….άσε την καρέκλα…… ηρέμησε… Υπάρχει Θεία Δίκη εδω. Αυτόν τον Γάλλο κάποιοι μαύροι τον βλέπουν από μακριά και τον παρακολουθούν. Εγώ τους βλέπω τους ξέρω…ο Γάλλος δεν έχει πάρει χαμπάρι…Απόψε είναι η τελευταία του βραδιά. Απόψε θα τον μαχαιρώσουν. Κάτσε εδώ…και μόνο βλέπε….
Την άλλη μέρα το απόγευμα ήρθε ο Κλεών στο λιμάνι. Κρατούσε την “Soleil” μια εφημερίδα του Ντακάρ.Την άνοιξε γελώντας…
-Κοίτα….
Είδα τον Γάλλο ανάσκελα πνιγμένο στο αίμα του…..στο μόλο “επτά” δίπλα σένα σκουριασμένο κοντέινερ….Το κολιέ με τα δόντια του καρχαρία…έλειπε…και φυσικά και το ρολόι του…
Προσπάθησα να διαβάσω την λεζάντα στα Γαλλικά…
-Τι λέει εδώ καπτάν-Κλέων;
-Λέει… έγκλημα για ανεξήγητους λόγους. Δεν πρόκειται να ασχοληθεί κανείς με τον Γάλλο. Να ξέρεις ότι η ζωή στο Ντακάρ είναι πολύ φθηνή. Κάθε βράδυ οι μαύροι τρώνε ένα Γάλλο….γιατί τους ταπεινώνουν γιατί τους προσβάλουν τους εκμεταλλεύονται. Δεν κάνουν τέτοια οι Έλληνες ναυτικοί….
-Δηλαδή δεν κινδυνεύω εγώ;
-Δεν είπα αυτό….δεν κινδυνεύεις τόσο όσο οι Γάλλοι. Δεν θα κυκλοφορείς ποτέ μόνος….πάντα με πέντε εξ δικούς σου….
-Ναι όμως…. εσύ κυκλοφορείς μόνος σου….πως γίνεται..
-Άλλο εγώ….
Όμως έμαθα…μου τάπαν καπετανέοι που είχαν είκοσι χρόνια στον Ατλαντικό…
Ο Κλέων ήταν ο αρχιμηχανικός της Gold Fisher….αλλά κι από τους μεγαλομετόχους της εταιρίας που είχε εκατόν σαράντα αλιευτικά στο Ντακάρ και εργοστάσια για κονσέρβες στο λιμάνι. Είχε…λέγανε πολλά λεφτά….αλλά τα λεφτά του τα μοίραζε στα μαυράκια…στις καλύβες..στις μάνες που πεινούσαν τα παιδιά τους. Έτσι εξηγούσα το ότι κυκλοφορούσε μόνος στην αραπιά. Τον ήξερε όλο το Ντακάρ τον ήξεραν όλοι οι μαύροι είχε κερδίσει τον σεβασμό τους. Τον προστάτευαν τον πρόσεχαν τον ακολουθούσαν συνεχώς πέντε μαύροι…..αόρατοι, όπου κι αν πήγαινε. Κάθε φορά άλλοι…..
-Δεν έκανα οικογένεια…..η οικογένειά μου είναι αυτά…..και μούδειξε καμιά δεκαριά μαυράκια που μας ακολουθούσαν….
Δεν απάντησα…δάκρυσα… σκούπισα τα μάτια μου κρυφά να μη με δει….
-Καπτάν-Κλέων τον άλλον μήνα πάω στην Ελλάδα. Τι θάθελες να σου φέρω…
Περπατούσε με τα χέρια στις τσέπες, έκανε πέντε βήματα και σταμάτησε. Με κοίταξε με εκείνα τα όμορφα γκρίζα μάτια του. Μ΄αυτά τα γκρίζα μάτια κέρδισε όλους στην Αφρική …είπα μέσα μου….
-Απ την Ελλάδα; Τι να θέλω…δεν θέλω τίποτα πια….Όμως θέλω ένα δώρο από σένα…το θέλω σαν χάρη….Θα πάς στην Αθήνα στο Σύνταγμα κι απ το περίπτερο θα μου πάρεις ένα τσολιαδάκι. Ξέρεις ….αυτά τα πλεκτά με την άσπρη και μπλέ κλωστή. Ναι… ένα τσολιαδάκι θέλω……αυτό μόνο θέλω απ την Ελλάδα κι αυτό μου φτάνει….
Περπατούσαμε στο δρόμο…γύρω μας χιλιάδες μαύροι. Ο Κλέων περπατούσε αγέρωχος ήρεμος ατάραχος. Οι μαύροι άνοιγαν δρόμο να περάσει….Κάποιοι τον κοίταζαν στα μάτια…χαμογελούσαν. Κάποιοι ψιθύριζαν στους άλλους και έδειχναν τον Κλέων. Εγώ περπατούσα δίπλα του ….σαν να μην υπήρχα…
Όμως υπήρχα…
Ένα βράδυ μετά από πολλά πιοτά τον καληνύχτησα.
-Πάω σπίτι…
-Κάτσε λίγο νάρθει ο Σανέ να σε πάει…
-Άστον να κοιμηθεί…είναι αργά…θα πάρω ένα ταξί.
Θα πήγαινα στο Καπ-Βερντ (πράσινο ακρωτήριο) τριάντα χιλιόμετρα έξω απ το Ντακάρ. Ήταν η περιοχή που έγινε το καινούριο αεροδρόμιο και οι Γάλλοι άποικοι εγκατέλειψαν τις βίλες τους αφού τα αεροπλάνα έξυναν τα κεραμίδια με τις ρόδες τους……Ένα τέτοιο νοικιάσαμε φθηνά…σχεδόν τσάμπα εμείς οι άμοιροι Έλληνες. Με εννιά δωμάτια. Είχε ένα κήπο δέκα-είκοσι στρέμματα και μια μεγάλη πισίνα χωρίς νερό. Πάνω στην μάντρα δυο μικρά μαϊμούνια με μακριά ουρά με κοίταζαν παράξενα, περίεργα…….Κάτι είπαν μεταξύ τους…
-Πρόσεχε …φώναξε ο Τάσος. Είναι κλεφτρώνια….. πρόσεχε γυαλιά τσιγάρα και αναπτήρες……
Στην άκρη της μάντρας άρχιζε ο διάδρομος προσγειώσεως..….Κάπου πίσω στον κήπο κάτω από κάτι λαμαρίνες δυο οικογένειες μαύροι με πολλά παιδάκια.
-Είναι υπηρέτες…μας είπε ο Γάλλος. Αυτοί προσέχουν εσάς και το σπίτι. Δεν θέλουν μισθό …..λίγο φαγητό μόνο. Η τιμή του σπιτιού είναι μαζί μ΄αυτούς….
Κάτω από ένα υπόστεγο είχε εξ επτά σκονισμένα αυτοκίνητα …όλα μεγάλα…
-Τι είναι αυτά Φιλίπ ; ρώτησε ο Τάσος..
-Α….τίποτα… είναι όλα χαλασμένα.
Την άλλη μέρα απ΄το ξημέρωμα άνοιξα όλα τα καπώ. Βρήκα ένα που είχε κομμένο ένα ιμάντα. Έβγαλα από ένα άλλο και τον πέρασα. Φέρανε και μια μπαταρία και τόβαλα μπρός….Οι μαύροι πέσαν όλοι μαζί και το γυάλισαν….μαζί και τα μαυράκια……Ένα πεζώ εξακύλινδρο …ίσως και τρακόσια άλογα….με κάτι λάστιχα για ζούγκλα…Βρήκα και ένα πιστόλι στο ντουλαπάκι…
-Μ΄αυτήν την αμαξάρα θα οργώσω όλη την Αφρική…είπα μέσα μου…
Ήμουν πια Βασιλιάς …τι ήθελα άλλο. Σπίτι με πισίνα (χωρίς νερό)..πιστόλι και ένα εξακύλινδρο πεζώ για ζούγκλα. Μια φυτεία με κόκα μου έλειπε να γίνω βαρώνος….
Όμως υπήρχα…
Ο Κλέων φώναξε ένα ταξί. Κάτι είπε στον μαύρο στα Γαλλικά…δεν κατάλαβα…
-Καληνύχτα…τα λεμε αύριο…και να προσέχεις…φώναξε ο Κλέων.
-Καληνύχτα θα προσέχω……Όμως δεν πρόσεξα….
Μπήκα στο ταξί κι ο μαύρος έδωσε όλα τα γκάζια….Θάταν δύο τα ξημερώματα. Οι δρόμοι έρημοι. Μέσα στην ζάλη μου απ΄τα πιοτά κατάλαβα ότι διασχίζουμε την “Σαντινέρ”. Μια συνοικία που λευκός δεν την έχει περάσει ποτέ… ειδικά βράδυ..
-Για να κόψει δρόμο…. σκέφθηκα μέσα στο μεθύσι μου…
Έξω από ένα αράπικο μπάρ ένας γέρος αράπης πουλούσε τσιγάρα σε ένα χαλάκι κάτω στο χώμα. Τα τσιγάρα στο Ντακάρ τα πουλάνε στα χαλάκια στο χώμα και δεν έχουν τιμή, η τιμή εξαρτάται από την ώρα και το μέρος που τα πουλάνε…. Είναι θέμα συμφωνίας….
-Σταμάτα εδώ….φώναξα τον μαύρο..
-Νο μεσιέ…νο μεσιέ σιλβουπλέ…νο μεσιέ…
-Βρε σταμάτα να πάρω τσιγάρα… Του τράβηξα την κελεμπία……
Κατέβηκα και ζήτησα τρία πακέτα. Ο αράπης μούπε μια τιμή πέντε φορές επάνω…εκνευρίστηκα… άρχισαν τα παζάρια. Ο ταξιτζής κορνάρισε …και φώναξε..
-Παρακαλω μεσιέ….να φύγουμε…
Τι τόθελε το κορνάρισμα ο μαλάκας….Ξαφνικά απ το μπάρ βγήκανε τέσσερα ντιρέκια μαύροι… πατημένοι από ουίσκια, ίσως από χασίσι…. Οι τρεις μπήκαν στο ταξί. Πετάχτηκε ο ταξιτζής άνοιξε τις πόρτες για να τους βγάλει έξω.
Ο ένας απ αυτούς βγήκε και τράβηξε ένα σουγιά..…Εγώ κόλλησα την ράχη μου στον τοίχο...ούτε που ανέπνεα. Όλη μου η ζωή πέρασε απ΄τα μάτια μου σε μια στιγμή.
-Αυτό ήταν……θα σφάξει τον ταξιτζή και μετά θάρθει σε μένα….είπα…
Ο ταξιτζής έκανε δυο βήματα πίσω…όμως φώναζε χειρονομούσε…. που το βρήκε τόσο θάρρος….Μιλούσαν Σουαχίλι…αλλά μέσα σ΄όλα άκουσα μια λέξη….Κλέων. Την άκουσα δυο φορές καθαρά…Κλέων…
Οι μαύροι …κάτι είπαν μεταξύ τους. Ύστερα χωρίς να μιλάει κανένας βγήκαν απ΄το ταξί. Ο πιο ψηλός ήρθε χαμογελώντας και μούπιασε το χέρι.
- Παρντόν μεσιέ….πα ντε προμπλέμ…..παρντόν..
Έβγαλε απ το χέρι του ένα βραχιόλι…μου το πέρασε στον καρπό μου..
-Θα σου φέρει τύχη…είναι φετίχ*(φυλαχτό)….μου είπε…
Οι μαύροι γύρισαν την πλάτη και ξαναμπήκαν στο μπαρ…
Εγώ έσφιξα το βραχιόλι στο χέρι μου…Είναι φετίχ σκέφθηκα….δεν το ξανάβγαλα ποτέ….
Ο γέρος μάζεψε το χαλάκι με τα τσιγάρα και εξαφανίστηκε τρέχοντας… χάθηκε στα σκοτάδια….
Μπήκα στο ταξί…ο ταξιτζής ούρλιαζε φώναζε…χτυπούσε τα χέρια του στο τιμόνι. Δεν καταλάβαινα τίποτα….από τα συμφραζόμενα κατάλαβα…. Μου έλεγε ότι είμαι μαλάκας…..Όμως υπήρχα….
Τώρα το απόγευμα έφερε έναν αέρα. Μαύρισε η θάλασσα. Τι στο διάλο θέλει πάλι ο καιρός…να κατέβει ο ουρανός πάλι θέλει; Ένας καυτός αέρας ήρθε απ΄την έρημο που είχε την μυρουδιά της άμμου. Είμαι κουρασμένος άυπνος νηστικός…δεν θέλω να φάω τίποτα…μόνο πίνω….Είμαστε κοντά… καμιά τριανταριά μίλια ακόμα…δεν θα τραβαγιάρουμε πολύ…. Αρμενίζουμε πρύμα….άστο να πάει….καλά πάμε…. Ήπια μισό μπουκάλι ουίσκι μαύρο..…άστο να πάει..καλά πάμε….
Μπήκαμε νύχτα στο λιμάνι..περασμένες δώδεκα. Ο μαύρος πέταξε το βιλάϊ και κάποιος στο ντόκο το τσάκωσε στον αέρα. Ήταν λίγο σκοτινά δεν μπόρεσα να δω….…σα γνωστή φάτσα μου φάνηκε ….Ααα…..ο Κλέων. Πέρασε τον κάβο στην πίντα και έτρεξε να μας δέσει την πρύμη….
-Τι ζητάς τέτοια ώρα εδώ…του φώναξα…Έγινες και καβοδέτης*(υπάλληλος του λιμανιού που δένει τα βαπόρια) στο ντόκο τώρα ;
Βγήκα στο τσιμέντο…βαριά…κουρασμένα….
-Εσένα περίμενα….άκουσα έχεις αβαρία… είπε ο Κλέων.
-Εεε…ναι…
-Ακουσα ότι κάρφωσες μια πόρτα στον πάτο….σ΄ένα βράχο…κι έσπασες το καπόνι..
-Εεε…ναι…
-Ότι έκανες βίρα…κουπαστάρησε το καίκι κι έβαλες νερά απ΄τα μπούνια…
-Εεε…ναι…που τα ξέρεις όλα αυτά καπτάν-Κλέων..
-Η δουλειά μου είναι αυτή…να τα ξέρω όλα…... ότι γίνεται στον Ατλαντικό. Σου είπα να μην καλάρεις εκεί….στο είπα η δεν στο είπα……
Εγώ σε στάση προσοχής κοίταζα τα παπούτσια μου…Τάλεγε σα να ήμουν βαπόρι της εταιρίας του….κι ακόμα πιο πολύ….
-Να….. παίρναμε καλά ψάρια Καπτάν-Κλέων….εκεί δίπλα στις ξέρες …αλλά πέρασα λίγο πιο γιαλό…Βάλαμε δυο καλάδες…και τις πέρασα νέτα…….στην τρίτη νταγιάντησα…
-Ναι…καλά ψάρια…… Κάρφωσες μια πόρτα στο πάτο. Άραξε τώρα στο λιμάνι τρείς μέρες ν΄αλλάξουμε καπόνι.
Τέλος πάντων….αύριο το μεσημέρι θάρθεις σπίτι …σ΄εχω τραπέζι..
-Σ΄ευχαριστώ…θάρθω…είπα θυμωμένα…
-Θα μαγειρέψει η Μαρί-ε-Ροζ….φασόλια πλακί. Εχω και ένα Γαλλικό απεριτίφ.
-Τι είναι το Γαλλικό απεριτίφ Καπετάνιε;
-Κάτι σαν Ελληνικό ούζο…περίπου…Καμία σχέση…τέλος πάντων...είσαι πολύ περίεργος λοιπόν…. το ξέρεις;
Ο Σανέ ο οδηγός του περίμενε μ΄ανοιχτή την πόρτα. Του έκανε ένα νόημα μπήκε μόνος του στο αυτοκίνητο και χτύπησε την πόρτα εκνευρισμένος….
Η Μαρί-ε-Ροζ ήταν μια νεαρή πανέμορφη Σενεγαλέζα. Μια μαύρη γαζέλα…... Ο πατέρας της ήταν κλητήρας στην Gold Fisher. Είχε πεθάνει νέος από κάτι…πονούσε λέει στην κοιλιά δεξιά και πέθανε… Ο Κλέων την μεγάλωσε την έστειλε σ΄ένα Γαλλικό κολέγιο στο Ντακάρ. Ύστερα την έστειλε στο Παρίσι να σπουδάσει σεφ. Αυτό ήθελε…να μάθει την Γαλλική κουζίνα….να γίνει σεφ στα μεγάλα ξενοδοχεία του Ντακάρ….
-Δεν ήθελα να καθαρίζει ψάρια στα ξενοδοχεία για τους κωλογάλλους…
-Μα σπούδασε σεφ…. καπτάν-Κλέων…σπούδασε…
-Μαλακίες……σεφ θα γινόταν σε τριάντα χρόνια…
Ο Κλέων την πήρα στο σπίτι του στην αρχή….σαν οικονόμο και να μαγειρεύει μόνο γι΄αυτόν. Έμαθε και την Ελληνική κουζίνα…. Έκανε και γιουβαρλάκια και ιμάμ μπαϊλτί, έφαγα πολλές φορές…το ξέρω… Ε…. μετά την πήρε στην εταιρία. Της πήρε ένα αυτοκίνητο…πανάκριβο…ένα Αλπίν Ρενώ, ανοιχτό από πάνω….ασημί χρώμα, με δυό καθίσματα…. Αυτά που τρέχουν στους αγώνες. Η Μαρί-ε-Ροζ κάθε μέρα όργωνε όλο το Ντακάρ…τράπεζες αεροδρόμια προξενεία λιμάνια πληρώματα μηχανουργεία……
Ο Κλέων καμάρωνε….
-Τέσσερεις γλώσσες μιλάει …Γαλλικά Ισπανικά Αγγλικά και Σουαχίλι. Τώρα εδώ και δυο χρόνια μαθαίνει Ουολόφ…. άρχισε και μιλάει. Μετά λέει…. θα μάθει και Σερέρ….χρειάζονται στην δουλειά μας….τα πληρώματα βλέπεις…..
-Όταν μιλάς για την Μαρί-ε-Ροζ φεγγοβολάς…
-Το ξέρω….
Τα πιο όμορφα παιδιά στον κόσμο είναι οι Σενεγαλέζοι πιλότοι…Μαύροι…δυο μέτρα μπόι…. λυγερόκορμοι με την άσπρη στολή του πιλότου με τα χρυσά σιρίτια. Σέρνουν στα αεροδρόμια το μαύρο τετράγωνο βαλίτσακι……αυτό που έχει μέσα τους χάρτες… και τους κοιτάς μέχρι να χαθούν…..Τους φλερτάρουν όλες…ακόμα και οι εβδομηντάχρονες γριές. Αυτοί χαμηλώνουν τα μάτια….χαμογελούν σαν να ντρέπονται να δείξουν τα υπέροχα κάτασπρα δόντια τους….
Με έναν τέτοιον την πάντρεψε. Τον Πιέρ…..δεν ξέρω αν αυτό ήταν το Σενεγαλέζικο όνομά του. Ένας μαύρος Θεός….Ο Πιέρ πετούσε ένα μεγάλο Boeing 727 Cargo (μεταφορικό)
Φόρτωνε τριάντα τόνους ψάρια νωπά και ταξίδευε σ΄όλο τον κόσμο…...όπου ήταν ο πελάτης. Η Μαρί-ε-Ροζ σχεδόν κάθε μέρα στο αεροδρόμιο φόρτωνε ψάρια.
Εεε… μοιραίο ήταν να συμβεί….
Ο Κλέων είχε ενδοιασμούς…….
-Καπετάνιο να πάρεις….της είπε. Νάναι στο πέλαγος…να ξέρεις που είναι…Αυτός πετάει….μια στο Σικάγο μια στο Πεκίνο….που θα τον βρεις….
Η Μαρί-ε-Ροζ ….έλεγε …Πιέρ και λιποθυμούσε…
Ο γάμος έγινε…..μεγάλος γάμος…. στο Almady. Ήρθαν οι μέτοχοι της Gold Fisher απ΄το Παρίσι. Ήρθαν υπουργοί μαύροι…...ήρθε μέχρι κι Σενγκόρ….ο πρόεδρος της Σενεγάλης.
-Τα πιο όμορφα μαυράκια στον κόσμο θα κάνουν….θα το δεις…
-Το πιστεύω Καπτάν-Κλέων….το πιστεύω….
Ύστερα πήγα σε μια γωνιά εκεί στα σκοτάδια κι έκλαψα. Ήμουν ευτυχισμένος…που ήταν ευτυχισμένος…
Ο Κλέων μ΄εχασε ξαφνικά και άρχισε να με ψάχνει……ήρθε και με βρήκε…
-Τι συμβαίνει ρε;
-Τίποτα ..τίποτα Καπτάν-Κλέων…ένα σκουπίδι μπήκε στο μάτι μου και έφυγε…..
Τέτοιον γάμο είχα ξαναδεί κι άλλες φορές. Στο σινεμά…σε ταινίες Αμερικάνικες….
Το Almady φωταγωγημένο…οι πισίνες οι φοίνικες η πίστα το πάλκο…Πάνω στο πάλκο πέντε μαύροι κι ένας σπανιόλος με κιθάρα. Πίσω ένας αράπης με καμιά δεκαριά τουμπερλέκια βαμμένα με χρώματα Αφρικάνικα.. Στο μικρόφωνο ένας αράπης δυο μέτρα μπόι με μια χρυσαφιά μπούμπου*(κελεμπία) με βραχιόλια και κάτι χαϊμαλιά στον λαιμό. Τραγουδούσε ένα Σενεγαλέζικο τραγούδι στα Σουαχίλι, το “Dakar Moon”…… Το φεγγάρι του Ντακάρ…
-Τι έχει το φεγγάρι του Ντακάρ καπτάν-Κλέων που το βγάλαν και τραγούδι…. Θάχουμε άλλο φεγγάρι εμείς στην Ελλάδα φαίνεται….
-Σκάσε…μίλα πιο σιγά. Είναι παραγγελιά του υπουργού ανάπτυξης….
(Το τραγούδι “Dakar Moon” το τραγούδησε τα επόμενα χρόνια ο Baaba Maal και έγινε viral παγκόσμια…υπήρχε βλέπεις η τεχνολογία…το You Tube)
Οι Γάλλοι μέτοχοι της Gold Fisher και οι μαύροι υπουργοί..….με άσπρα σμόκιν. Φυσικά και ο Κλέων. Οι Γαλλίδες με τουαλέτες……οι Σενεγαλέζες με μπούμπου μπατίκ* (κελεμπίες με σταμπαριστά χρώματα) και χρωματιστά τουρμπάνια. Μαύρες θεές….
-Δεν έρχομαι στο γάμο…. δεν μπαίνω εγώ στο Almady…..είχα πει στον Κλέων.
-Θάρθεις… και θα πείς και ένα τραγούδι.
-Δεν έχω ρούχα…..κάτι φόρμες έχω που μυρίζουν πετρέλαιο και κάτι παρδαλά πουκάμισα που τα πήρα στο λιμάνι από έναν μαύρο……
-Μια φόρμα θα βάλεις και θάρθεις, θες δεν θες..….και θα κάτσεις δίπλα μου…
Βρήκα ένα παντελονάκι απ το γαμπριάτικο κουστούμι…το σακάκι ήταν στην Ελλάδα τι να το κάνω το σακάκι στην Αφρική…...κι ένα άσπρο πουκάμισο…
-Κατέβασέ τα στο λιμάνι θάρθω να τα πάρω να τα σιδερώσει η Μαρί-ε-Ροζ κι έλα στο σπίτι να ντυθείς…είπε ο Κλέων.
-Ναι καλά…. εμένα θα σιδερώνει η Μαρί-ε-Ροζ τέτοιες ώρες…
-Πολλά λες και με εκνευρίζεις……
Κατάλαβα ότι δεν σήκωνε αντίρρηση ….
Πήγα στο σπίτι του. Η Μαρί-ε-Ροζ μόλις έβγαινε απ΄το μπάνιο μ΄ένα άσπρο μπουρνούζι.
-Εκεί είναι…..είναι έτοιμα……. μου έδειξε και χάθηκε στον διάδρομο….
Κολλαρισμένο το πουκάμισο και τσάκα στο παντελόνι. Έβγαλα από μια νάυλον σακούλα τα καλά μου τα παπούτσια. Πήγα στον καθρέφτη να κοιταχτώ….ο Κλέων γελούσε..Έκανα λίγα βήματα για να δω πως θα περπατούσα στο Almady και ξαναπήγα στον καθρέφτη. Ο Κλέων πάλι γελούσε….
Βγήκε η Μαρί-ε-Ροζ με κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω….έκανε μια γκριμάτσα…
-Κομσί κομσά….σαν γκαρσόν είσαι…..και γέλασε κι αυτή..
-Αυτό ήταν… είπα…Χτύπησα τα χέρια μου…Δεν πάω πουθενά….την άκουσες τι είπε;
Ο Κλέων πετάχτηκε σαν ελατήριο.
-Σταματήστε πια…. μην την ακούς αυτήν την παλαβή..….Πες τον Σανέ να φέρει το αυτοκίνητο…φεύγουμε…
Στην πίστα βγήκαν μαύροι χορευτές ….με φτερά ασπίδες ακόντια και φωτιές.
Ένας χτυπούσε δυο τρία τουμπερλέκια κι αυτοί κάναν ακροβατικά και χόρευαν….. υπερθέαμα…
-Ο Αναστασόπουλος μου τους έστειλε….το φιλαράκι σoυ ο ξενοδόχος από το Nianig. Τον ξέρεις…..Πολύ καλοί χορευτές…είναι απ την φυλή Σερέρ. Αυτοί πριν κάποια χρόνια οι παππούδες τους ήταν ανθρωποφάγοι. Ανθρωποφάγοι και πολεμιστές. Τώρα χορεύουν για τους Γάλλους και τους πετούν κέρματα. Πού είναι η περηφάνια αυτού του λάου.
-Έλα ρε Κλέων….είσαι υπερβολικός…
-Δεν είμαι καθόλου υπερβολικός. Η Αφρική χάθηκε πια..…έγινε ένα σόου για να διασκεδάζουν οι Γάλλοι. Άσε τι τους κλέβουν …τα διαμάντια, τα μεταλλεύματα τα ψάρια…...Χιλιάδες τόνοι ψάρια φεύγουν κάθε μέρα απ το Ντακάρ…κι αυτοί πεινάνε…τα ξέρεις….Ήθελα νάχω ένα πιστόλι να σκοτώσω, αυτή την στιγμή, όλους αυτούς τους κυρίους υπουργούς που έχουν τρία σπίτια και τρείς γυναίκες και τα παιδιά τους σπουδάζουν στο Παρίσι…Και ο λαός παθαίνει από ελονοσία…..
-Κλέων σε παρακαλώ σταμάτα…γάμο έχουμε…
Πόσο αγαπάει αυτόν τον λαό…. σκέφθηκα…
Τα φώτα έσβησαν…ενας προβολέας έριξε μια δέσμη κάπου εκεί στον κήπο…
Ο Πιέρ και η Μαρί-ε-Ροζ…..Την κρατούσε απ το χέρι και περπατούσαν προς την πίστα.
Ο Πιέρ ψηλός, λεπτός, ο πιο όμορφος μαύρος που έχω δει.. ..… με την κάτασπρη στολή του πιλότου την χρυσή πουλάδα στο στήθος και τα χρυσά σιρίτια του κυβερνήτη στους ώμους…
Η Μαρί-ε-Ροζ….χα…..η Μαρί….φορούσε μια μπούμπου σε χρώμα σαν την άμμο στην έρημο κι ένα λευκό τουρμπάν. Μια μαύρη Θεά…..Μου φάνηκε πιο ψηλή απ ότι ήταν….
Δεν θα ξεχάσω στην ζωή μου αυτήν την εικόνα….
Ο Κλέων σηκώθηκε…έβγαλε ένα μαντίλι και σκούπισε τα μάτια του …τους αγκάλιασε τους φίλησε..…Οι γονείς της Μαρί-ε-Ροζ είχαν πεθάνει προ πολλού..…πατέρας της πια ήταν ο Κλέων….
Πάνω στο πάλκο πήρε το μικρόφωνο ο Γάλλος ο Μπερανζέ…ο πρόεδρος της Gold Fisher.
-Ωχ…είπε ο Κλέων…πάει ο γάμος. Δεν χάνει ευκαιρία ο πούστης να κάνει δημόσιες σχέσεις με τους μαύρους υπουργούς…. Να δεις που θα ζητήσει λεφτά απ τον Σεγκόρ…
-Καπτάν-Κλέων ηρέμησε… μετάφραζέ μου σε παρακαλώ….δεν θα καταλάβω πολλά…
Ο Μπερανζέ είπε για τον Πιέρ…”τον πιλότο μας”…. που πάει τα ψάρια μας στην άκρη του κόσμου…Είπε για την Μαρί-ε-Ροζ….που είναι η “ψυχή” της Gold Fisher εδώ στο Ντακάρ.. το κορίτσι μας….είπε....Είπε για τον Κλέων….τον αρχιμηχανικό μας είπε…Είπε για τους Σενεγαλέζους γι αυτόν τον όμορφο ρομαντικό και περήφανο λαό, είπε…είπε…
-Τώρα θάρθει και στο ρεζουμέ…περίμενε….μουρμούρισε ο Κλέων….
……H Gold Fisher στα επόμενα επιχειρηματικά της σχέδια είναι να κάνει την μεγαλύτερη επένδυσή της εδώ στο Ντακάρ. Το μεγαλύτερο εργοστάσιο τυποποίησης ψαριών σε κουτί “easy oren” με οκτακόσιες θέσεις εργασίας.Το κουτί easy oren….είναι το μέλλον. Θέλουμε να πιστεύουμε στην αμέριστο υποστήριξη της κυβέρνησης της Σενεγάλης….είπε…
Ο Σεγκόρ σηκώθηκε κι άρχισε να χειροκροτάει….σαν ελατήρια σηκώθηκαν και οι υπουργοί κι άρχισαν κι αυτοί….
Ο Κλέων με κλωτσούσε κάτω απ το τραπέζι….
-Κοίταξέ τους ρε..κοίταξέ τους….Στο είπα….θα το πει ο πούστης…θα το πει…εδώ στον γάμο του παιδιού μου…
Ύστερα οι μαύροι σερβιτόροι με κάτι ροζ παπιόν, χα…τα ροζ παπιόν μ΄εσωσαν δεν θα με μπερδέψουν με γκαρσόνι σκέφτηκα…..άρχισαν να σερβίρουν το φαγητό.
“Κεν Μπουν Γεν” το εθνικό φαγητό της Σενεγάλης. Ψάρι με ρύζι και μια καυτερή σάλτσα…..πολύ καυτερή…
-Κατέβα ρε Διαμαντή να δεις τι θέλει αυτός ο μαλάκας.
Ο Διαμαντής κατέβηκε και τον έβλεπα να μιλάει με τα χέρια…
-Να φύγουμε λέει….να πάμε απέναντι εκεί δίπλα στα κρένια.
-Ρε κατάλαβες καλά ;
-Ναι κατάλαβα….κάνε ανάποδα…
Αυτή η διαδρομή των δέκα λεπτών μου φάνηκε αιώνας. Ήθελα να σβήσω την μηχανή…..να τα σβήσω όλα…να κοιμηθώ …. Πήγαμε απέναντι και πέσαμε δίπλα.
-Διαμαντή…βάλτε τους καινούργιους κάβους που πήραμε απ΄τον Περαία…..μην μας πουν χωριάτες……
Ο Διαμαντής γέλασε και κατέβηκε να επιβλέψει το δέσιμο.
-Δέστε καλά….είπα. Να κοιμηθούμε, σβήστε την μηχανή….σβήστε τα όλα…
Πρώτη εικόνα στο Ντακάρ..…ο λιμενικός που ούρλιαζε και μας έδιωξε…Ήρθε η δεύτερη τα επόμενα λεπτά. Απ΄τα σκοτάδια του ντόκου ξαφνικά πετάχτηκαν εκατό μαύροι κουρελιασμένοι σχεδόν γυμνοί. Ζύγωσαν το αλιευτικό μας κι άρχισαν να αγγίζουν τα παραπέτα μας τις κουπαστές. Να σαλτάρουν επάνω.
Εμείς παγώσαμε, ο Φάνης πήρε ένα λοστό κι ετοιμάστηκε για μάχη. Βάζανε τα δάχτυλά τους στο στόμα και φωνάζανε…
-Τσόπ τσόπ πατρόν…τσόπ τσόπ πατρόν…
-Τι λένε ρε Διαμαντή ;
-Πεινάνε αφεντικό….φαγητό θέλουν…πεινάνε δεν το κατάλαβες;
Το επόμενο λεπτό ήρθε ένα άλλο τζίπ με μαύρους λιμενικούς. Πετάχτηκαν και με κάτι ραβδιά άρχισαν να τους χτυπούν. Μια μάχη μπροστά στα μάτια μας.
Χάθηκαν στα σκοτάδια αλλά …..μόλις έφυγε το τζίπ άρχισαν να ξαναεμφανίζονται…
-Δεν πάμε καλά….Φάνη βάρδιες ως το πρωί. Τα μάτια σας δεκατέσσερα. Θα μας ξηλώσουν και τα βίντσια…
Ο Διαμαντής άρχισε να μουρμουρίζει…
-Τι τόπος είναι αυτός ρε….Έμείς θα γυρίσουμε στην Ελλάδα.. εσυ πώς θα ζήσεις εδώ αφεντικό;
-Δεν ξέρω Διαμαντή….τώρα για μένα επιστροφή δεν έχει…
Η μέρα ξημέρωσε και ήρθε άλλο σοκ. Μας είχανε κλέψει τους κάβους…πλώρα πρύμα.. Τους κάβους μου…. τους πλεκτούς που αγόρασα απ΄τον “Κατράδη” στον Περαία…που καμάρωνα γι΄αυτούς….Μας είχανε δέσει με κάτι σπάγγους…πάλι καλά…
Ήρθε ο Τάσος ο συνεταίρος μου να μας καλωσορίσει που ήταν ήδη στην Αφρική. Θα πήγαινε το ημερολόγιο του πλοίου στο λιμεναρχείο για τον κατάπλου…
-Δεν θα βγείτε στο ντόκο. Θα περιμένετε το ιμιγκρέσιο, τους γιατρούς….μας φώναξε ο Τάσος μπαίνοντας σε ένα σκουριασμένο αυτοκίνητο που κρεμόταν ένα φτερό ……νομίζω ενα Ρενώ…
- Με γειά το αυτοκίνητο ρε..…που το βρήκες αυτό….του φώναξα.
-Το αυτοκίνητό μας είναι…για σένα το αγόρασα… είπε γελώντας.
Έφυγε βιαστικός…αφήνοντας πίσω ένα ντουμάνι μια κάπνα….
Σε λίγο ήρθε το ιμιγκρέσιο*(Λιμενικές αρχές, Τελωνείο, και γιατρός) Άνοιξαν τα ταμπούκια και τ΄αμπάρια. Σήκωσαν μέχρι και τα πανιόλα*(πάτωμα) της μηχανής. Ο γιατρός μας εξέτασε με ένα στηθοσκόπιο και ζήτησε τα χαρτιά των εμβολίων που είχαμε κάνει στην Αθήνα…. Μαλάρια*(ελονοσία), κίτρινο πυρετό και ηπατίτιδα….
Ήταν πια απόγευμα και ετοιμαζόμασταν να βγούμε…. να πατήσουμε στεριά.
Ο Φάνης μπανιαρίστηκε ξυρίστηκε….. γαμπρός έτοιμος…Έγινε καινούργιος…
-Θα γαμήσουμε αφεντικο;
-Βρέ ας το διάολο…προχώρα….
Έξω στο ντόκο…πίσω στην πρύμη μας είδα έναν ψιλό ξερακιανό λευκό άνδρα γύρω στα εξήντα πέντε, τόσο τον έκοψα….Ψημένος απ την αλμύρα…ναυτικός….είπα μέσα μου. Φορούσε μια καθαρή άσπρη φόρμα μηχανικού. Στη φόρμα κάτι έγραφε στα ξένα..δεν μπόρεσα να διαβάσω.... Στα χείλια του διέκρινα ένα χαμόγελο. Διάβαζε την πρύμη μας και κουνούσε το κεφάλι του. Η πρύμη έγραφε….”Νηολόγιο 61 Αλεξανδρούπολης” με μεγάλα γράμματα… Ζύγωσα προς την πρύμη..
-Καλησπέρα….καλώς ήρθες…μου φωνάζει……
-Καλησπέρα….Έλληνας;
-Έλληνας κι Αλεξανδρουπολίτης…
Έμεινα άφωνος…
-Τι… άκουσα καλά; Αλεξανδρουπολίτης; Ελάτε μέσα…
-Όχι… έλα έξω εσύ…..έμαθα πέρασες ιμιγκρέσιο.
Πετάχτηκα έξω στο ντόκο. Μου έσφιξε το χέρι με δύναμη....παραπάνω απ΄το κανονικό…
-Είμαι ο Κλέων…ο αρχιμηχανικός της Gold Fisher..
Αυτό έγραφε η φόρμα ….Gold Fisher.
-Είμαι ο Δημήτρης…είπα δειλά…απ΄την Αλεξανδρούπολη.
Γέλασε αλλά τον είδα σαν να δάκρυσε λίγο..γύρισε το πρόσωπό του αλλού..
-Εμείς οι δυο έχουμε να πούμε πολλά….Έχω τριάντα χρόνια στο Ντακάρ και στην πατρίδα δεν έχω πάει ποτέ…Από τώρα κι ύστερα είσαι ο γιός μου….να το ξέρεις. Μην δεσμευτείς στο Ντακάρ μην υπογράψεις τίποτα αν δεν σου πω…
Ξεροκατάπια για λίγο μου κόπηκε η ανάσα…ψέλλισα μόνο..
-Μα Καπτάν-Κλέων… δεσμεύτηκα…. υπέγραψα….
-θα τα πούμε ..θα τα πούμε. Να ξέρεις ότι μούδωσες μεγάλη χαρά. Είχα μάθει για σένα ότι ερχόσουν και σε περίμενα όμως ……φεύγω τώρα και θα τα πούμε..
Σήκωσε το χέρι του…έκανε ένα νεύμα και ξαφνικά εμφανίστηκε ένα μεγάλο μαύρο γυαλιστερό αυτοκίνητο. Που στο διάολο ήταν….. αμερικάνικο Κάντιλακ…η κάτι τέτοιο….
Ένας νεαρός μαύρος οδηγός πετάχτηκε, του άνοιξε την πίσω πόρτα και μπήκε. Με κοίταξε μέσα απ το τζάμι και διέκρινα ένα χαμόγελο και ένα αδιόρατο χαιρετισμό….
Ο Κλέων ο μηχανικός…Δεν τον γνώρισα ποτέ, ήμουν μικρός τότε..αλλά τον ήξερα …άκουγα ιστορίες γι΄αυτόν στο λιμάνι. Νεαρός τότε…. τρίτος μηχανικός απ΄την σχολή της Μηχανιώνας.Έκανε λίγο στα ποντοπόρα πλοία κι ύστερα ήρθε στην Αλεξανδρούπολη να κάνει υπηρεσία στις ανεμότρατες…Καλός μηχανικός αλλά μόρτης λέγανε….και μπελαλής… Ο Κλέων ο μηχανικός….. Λέγανε ότι τάμπλεξε με μια πουτάνα απ΄τον ‘Καραμάτσο” και έφυγε για την Αθήνα…..Ύστερα χάθηκε…κανείς ποτέ δεν άκουσε κάτι γι΄αυτόν….
Με τον Κλέων άρχισε μια ζεστή φιλία. Μια σχέση πατέρα και γιού. Με συμβούλευε με πρόσεχε με προστάτευε. Πάνω στα πλάνα του χάρτη μου σημείωνε καλάδες, μου μάθαινε τον πάτο του Ατλαντικού οργιά-οργιά……που είναι οι φικιάδες που οι τραγάνες και που τα ρέζικα. Μάθαινα για τους καιρούς τα ρέματα, πως και…. πότε έρχονται τα μπουρίνια. Τα μπουρίνια έρχονται απ΄τον Λεβάντε....έλεγε… Μούλεγε να προσέχω ποιους να κάνω φίλους και ποιους όχι…
-Πρόσεχε εδώ στο Ντακάρ. Θα γνωρίσεις αξιόλογους Έλληνες ψαράδες αλλά και κατακάθια… φυγόδικους, χωρισμένους, κυνηγημένους, ακόμα και φονιάδες, αλήτες που δεν έχουν σπίτι στην Ελλάδα το σπίτι τους είναι τα γαριδάδικα….που τρώνε τον μισθό τους στο πιοτό στο χασίσι και στις πουτάνες…
Εγώ τον άκουγα χωρίς να αναπνέω….
Έστελνε τον οδηγό του στο λιμάνι να με πάρει να με πάει στο μπαρ “Pondy”… εκεί σύχναζε τα βράδια. Το Pondy ήταν ένα μεγάλο μπάρ στο κέντρο του Ντακάρ. Εκεί σύχναζαν ναυτικοί και οι Έλληνες ψαράδες. Μπαινόβγαιναν τουλάχιστον εκατό πουτάνες ψάχνοντας πελάτη. Τρουά μίλλ….(τρείς χιλιάδες CFA…φράγκα Αφρικάνικα) ήταν η ταρίφα….ίδια τιμή όλες….
Το Pondy είχε μια αυλή στο δρόμο περιφραγμένη με κάγκελα και τροπικά φυτά…για να μην ενοχλούνται οι πελάτες απ΄τους μαύρους που πουλούσαν μαϊμούνια, παπαγάλους, δέρματα από φίδια και ξυλόγλυπτα από μπάομπαπ*(έβενος)…Το μπάομπαπ σαν δένδρο… είναι το εθνικό σύμβολο της Σενεγάλης.Το βλέπεις παντού σε πίνακες και φωτογραφίες σε τράπεζες, γραφεία παντού…. Είναι ένα μαύρο ξύλο που δεν επιπλέει…πάει στον πάτο σαν μάρμαρο. Φυτρώνει στις σαβάνες και στην έρημο…στην άμμο, στα βόρεια της χώρας προς την Μαυριτάνια. Λογικό να μην επιπλέει αφού στις φλέβες του έχει άμμο.
Ο Κλέων έπιανε πάντα το ίδιο τραπέζι. Το γωνιακό με την ράχη στον τοίχο.
Κάθισα δίπλα του. Την ίδια στιγμή μια μαυρούκα με τα μπούτια έξω, ψηλή δυο μέτρα, έφερε μια παγωμένη Γαλλική σαμπάνια με δυο ψιλά ποτήρια…
-Τι γιορτάζουμε καπτάν-Κλέων ;
-Χα… τι γιορτάζουμε……γιορτάζω αυτή την στιγμή που σ΄έχω δίπλα μου. Λίγο είναι αυτό;
Εγώ δάκρυσα μούρθε ένας κόμπος….ψέλλισα μόνο..
-Στην υγειά σου Καπετάνιε.
-Στην υγειά σου παιδί μου….
Στην πόρτα του κήπου, απ έξω, ένας Γάλλος ψαράς καθισμένος σ΄ένα σκαμπώ έβαφε τα παπούτσια του. Τύφλα στο μεθύσι. Κρατούσε μια μπίρα κι έπινε. Είχε τατουάζ στο μπράτσο και ένα κολιέ με δόντια από καρχαρία στο λαιμό. Η κοιλιά του έφτανε στα γόνατα. Τα πόδια του πατούσαν σε δυο κασσελάκια…σε δυο λούστρους. Ένα μαυράκι κοκαλιάρικο δέκα δώδεκα χρονώ κι ένας αράπης γέρος. Ο ένας κοίταζε τον άλλον ποιος θα βάψει πιο καλά…. Τους πείραζε τους κλωτσούσε τους έβρεχε με την μπίρα. Όταν τέλειωσαν τους πέταξε μια χούφτα κέρματα στο δρόμο…….που γονάτισαν χίλιοι να τα μαζέψουν.
Μούρθε το αίμα στο κεφάλι. Χωρίς καν να σκεφτώ σήκωσα μια καρέκλα και πήγα να κάνω ένα βήμα.Ήθελα να του την σκάσω στο κεφάλι του. Ο Κλέων το κατάλαβε γρήγορα…. μ΄άρπαξε ξαφνικά δυνατά απ το μπράτσο…Έτρεμα….
-Άσε με καπτάν-Κλέων….τον είδες τι έκανε;
-Τον είδα, κάτσε κάτω…..δεν κάνουν τέτοια οι Έλληνες εδώ. Κάτσε κάτω….άσε την καρέκλα…… ηρέμησε… Υπάρχει Θεία Δίκη εδω. Αυτόν τον Γάλλο κάποιοι μαύροι τον βλέπουν από μακριά και τον παρακολουθούν. Εγώ τους βλέπω τους ξέρω…ο Γάλλος δεν έχει πάρει χαμπάρι…Απόψε είναι η τελευταία του βραδιά. Απόψε θα τον μαχαιρώσουν. Κάτσε εδώ…και μόνο βλέπε….
Την άλλη μέρα το απόγευμα ήρθε ο Κλεών στο λιμάνι. Κρατούσε την “Soleil” μια εφημερίδα του Ντακάρ.Την άνοιξε γελώντας…
-Κοίτα….
Είδα τον Γάλλο ανάσκελα πνιγμένο στο αίμα του…..στο μόλο “επτά” δίπλα σένα σκουριασμένο κοντέινερ….Το κολιέ με τα δόντια του καρχαρία…έλειπε…και φυσικά και το ρολόι του…
Προσπάθησα να διαβάσω την λεζάντα στα Γαλλικά…
-Τι λέει εδώ καπτάν-Κλέων;
-Λέει… έγκλημα για ανεξήγητους λόγους. Δεν πρόκειται να ασχοληθεί κανείς με τον Γάλλο. Να ξέρεις ότι η ζωή στο Ντακάρ είναι πολύ φθηνή. Κάθε βράδυ οι μαύροι τρώνε ένα Γάλλο….γιατί τους ταπεινώνουν γιατί τους προσβάλουν τους εκμεταλλεύονται. Δεν κάνουν τέτοια οι Έλληνες ναυτικοί….
-Δηλαδή δεν κινδυνεύω εγώ;
-Δεν είπα αυτό….δεν κινδυνεύεις τόσο όσο οι Γάλλοι. Δεν θα κυκλοφορείς ποτέ μόνος….πάντα με πέντε εξ δικούς σου….
-Ναι όμως…. εσύ κυκλοφορείς μόνος σου….πως γίνεται..
-Άλλο εγώ….
Όμως έμαθα…μου τάπαν καπετανέοι που είχαν είκοσι χρόνια στον Ατλαντικό…
Ο Κλέων ήταν ο αρχιμηχανικός της Gold Fisher….αλλά κι από τους μεγαλομετόχους της εταιρίας που είχε εκατόν σαράντα αλιευτικά στο Ντακάρ και εργοστάσια για κονσέρβες στο λιμάνι. Είχε…λέγανε πολλά λεφτά….αλλά τα λεφτά του τα μοίραζε στα μαυράκια…στις καλύβες..στις μάνες που πεινούσαν τα παιδιά τους. Έτσι εξηγούσα το ότι κυκλοφορούσε μόνος στην αραπιά. Τον ήξερε όλο το Ντακάρ τον ήξεραν όλοι οι μαύροι είχε κερδίσει τον σεβασμό τους. Τον προστάτευαν τον πρόσεχαν τον ακολουθούσαν συνεχώς πέντε μαύροι…..αόρατοι, όπου κι αν πήγαινε. Κάθε φορά άλλοι…..
-Δεν έκανα οικογένεια…..η οικογένειά μου είναι αυτά…..και μούδειξε καμιά δεκαριά μαυράκια που μας ακολουθούσαν….
Δεν απάντησα…δάκρυσα… σκούπισα τα μάτια μου κρυφά να μη με δει….
-Καπτάν-Κλέων τον άλλον μήνα πάω στην Ελλάδα. Τι θάθελες να σου φέρω…
Περπατούσε με τα χέρια στις τσέπες, έκανε πέντε βήματα και σταμάτησε. Με κοίταξε με εκείνα τα όμορφα γκρίζα μάτια του. Μ΄αυτά τα γκρίζα μάτια κέρδισε όλους στην Αφρική …είπα μέσα μου….
-Απ την Ελλάδα; Τι να θέλω…δεν θέλω τίποτα πια….Όμως θέλω ένα δώρο από σένα…το θέλω σαν χάρη….Θα πάς στην Αθήνα στο Σύνταγμα κι απ το περίπτερο θα μου πάρεις ένα τσολιαδάκι. Ξέρεις ….αυτά τα πλεκτά με την άσπρη και μπλέ κλωστή. Ναι… ένα τσολιαδάκι θέλω……αυτό μόνο θέλω απ την Ελλάδα κι αυτό μου φτάνει….
Περπατούσαμε στο δρόμο…γύρω μας χιλιάδες μαύροι. Ο Κλέων περπατούσε αγέρωχος ήρεμος ατάραχος. Οι μαύροι άνοιγαν δρόμο να περάσει….Κάποιοι τον κοίταζαν στα μάτια…χαμογελούσαν. Κάποιοι ψιθύριζαν στους άλλους και έδειχναν τον Κλέων. Εγώ περπατούσα δίπλα του ….σαν να μην υπήρχα…
Όμως υπήρχα…
Ένα βράδυ μετά από πολλά πιοτά τον καληνύχτησα.
-Πάω σπίτι…
-Κάτσε λίγο νάρθει ο Σανέ να σε πάει…
-Άστον να κοιμηθεί…είναι αργά…θα πάρω ένα ταξί.
Θα πήγαινα στο Καπ-Βερντ (πράσινο ακρωτήριο) τριάντα χιλιόμετρα έξω απ το Ντακάρ. Ήταν η περιοχή που έγινε το καινούριο αεροδρόμιο και οι Γάλλοι άποικοι εγκατέλειψαν τις βίλες τους αφού τα αεροπλάνα έξυναν τα κεραμίδια με τις ρόδες τους……Ένα τέτοιο νοικιάσαμε φθηνά…σχεδόν τσάμπα εμείς οι άμοιροι Έλληνες. Με εννιά δωμάτια. Είχε ένα κήπο δέκα-είκοσι στρέμματα και μια μεγάλη πισίνα χωρίς νερό. Πάνω στην μάντρα δυο μικρά μαϊμούνια με μακριά ουρά με κοίταζαν παράξενα, περίεργα…….Κάτι είπαν μεταξύ τους…
-Πρόσεχε …φώναξε ο Τάσος. Είναι κλεφτρώνια….. πρόσεχε γυαλιά τσιγάρα και αναπτήρες……
Στην άκρη της μάντρας άρχιζε ο διάδρομος προσγειώσεως..….Κάπου πίσω στον κήπο κάτω από κάτι λαμαρίνες δυο οικογένειες μαύροι με πολλά παιδάκια.
-Είναι υπηρέτες…μας είπε ο Γάλλος. Αυτοί προσέχουν εσάς και το σπίτι. Δεν θέλουν μισθό …..λίγο φαγητό μόνο. Η τιμή του σπιτιού είναι μαζί μ΄αυτούς….
Κάτω από ένα υπόστεγο είχε εξ επτά σκονισμένα αυτοκίνητα …όλα μεγάλα…
-Τι είναι αυτά Φιλίπ ; ρώτησε ο Τάσος..
-Α….τίποτα… είναι όλα χαλασμένα.
Την άλλη μέρα απ΄το ξημέρωμα άνοιξα όλα τα καπώ. Βρήκα ένα που είχε κομμένο ένα ιμάντα. Έβγαλα από ένα άλλο και τον πέρασα. Φέρανε και μια μπαταρία και τόβαλα μπρός….Οι μαύροι πέσαν όλοι μαζί και το γυάλισαν….μαζί και τα μαυράκια……Ένα πεζώ εξακύλινδρο …ίσως και τρακόσια άλογα….με κάτι λάστιχα για ζούγκλα…Βρήκα και ένα πιστόλι στο ντουλαπάκι…
-Μ΄αυτήν την αμαξάρα θα οργώσω όλη την Αφρική…είπα μέσα μου…
Ήμουν πια Βασιλιάς …τι ήθελα άλλο. Σπίτι με πισίνα (χωρίς νερό)..πιστόλι και ένα εξακύλινδρο πεζώ για ζούγκλα. Μια φυτεία με κόκα μου έλειπε να γίνω βαρώνος….
Όμως υπήρχα…
Ο Κλέων φώναξε ένα ταξί. Κάτι είπε στον μαύρο στα Γαλλικά…δεν κατάλαβα…
-Καληνύχτα…τα λεμε αύριο…και να προσέχεις…φώναξε ο Κλέων.
-Καληνύχτα θα προσέχω……Όμως δεν πρόσεξα….
Μπήκα στο ταξί κι ο μαύρος έδωσε όλα τα γκάζια….Θάταν δύο τα ξημερώματα. Οι δρόμοι έρημοι. Μέσα στην ζάλη μου απ΄τα πιοτά κατάλαβα ότι διασχίζουμε την “Σαντινέρ”. Μια συνοικία που λευκός δεν την έχει περάσει ποτέ… ειδικά βράδυ..
-Για να κόψει δρόμο…. σκέφθηκα μέσα στο μεθύσι μου…
Έξω από ένα αράπικο μπάρ ένας γέρος αράπης πουλούσε τσιγάρα σε ένα χαλάκι κάτω στο χώμα. Τα τσιγάρα στο Ντακάρ τα πουλάνε στα χαλάκια στο χώμα και δεν έχουν τιμή, η τιμή εξαρτάται από την ώρα και το μέρος που τα πουλάνε…. Είναι θέμα συμφωνίας….
-Σταμάτα εδώ….φώναξα τον μαύρο..
-Νο μεσιέ…νο μεσιέ σιλβουπλέ…νο μεσιέ…
-Βρε σταμάτα να πάρω τσιγάρα… Του τράβηξα την κελεμπία……
Κατέβηκα και ζήτησα τρία πακέτα. Ο αράπης μούπε μια τιμή πέντε φορές επάνω…εκνευρίστηκα… άρχισαν τα παζάρια. Ο ταξιτζής κορνάρισε …και φώναξε..
-Παρακαλω μεσιέ….να φύγουμε…
Τι τόθελε το κορνάρισμα ο μαλάκας….Ξαφνικά απ το μπάρ βγήκανε τέσσερα ντιρέκια μαύροι… πατημένοι από ουίσκια, ίσως από χασίσι…. Οι τρεις μπήκαν στο ταξί. Πετάχτηκε ο ταξιτζής άνοιξε τις πόρτες για να τους βγάλει έξω.
Ο ένας απ αυτούς βγήκε και τράβηξε ένα σουγιά..…Εγώ κόλλησα την ράχη μου στον τοίχο...ούτε που ανέπνεα. Όλη μου η ζωή πέρασε απ΄τα μάτια μου σε μια στιγμή.
-Αυτό ήταν……θα σφάξει τον ταξιτζή και μετά θάρθει σε μένα….είπα…
Ο ταξιτζής έκανε δυο βήματα πίσω…όμως φώναζε χειρονομούσε…. που το βρήκε τόσο θάρρος….Μιλούσαν Σουαχίλι…αλλά μέσα σ΄όλα άκουσα μια λέξη….Κλέων. Την άκουσα δυο φορές καθαρά…Κλέων…
Οι μαύροι …κάτι είπαν μεταξύ τους. Ύστερα χωρίς να μιλάει κανένας βγήκαν απ΄το ταξί. Ο πιο ψηλός ήρθε χαμογελώντας και μούπιασε το χέρι.
- Παρντόν μεσιέ….πα ντε προμπλέμ…..παρντόν..
Έβγαλε απ το χέρι του ένα βραχιόλι…μου το πέρασε στον καρπό μου..
-Θα σου φέρει τύχη…είναι φετίχ*(φυλαχτό)….μου είπε…
Οι μαύροι γύρισαν την πλάτη και ξαναμπήκαν στο μπαρ…
Εγώ έσφιξα το βραχιόλι στο χέρι μου…Είναι φετίχ σκέφθηκα….δεν το ξανάβγαλα ποτέ….
Ο γέρος μάζεψε το χαλάκι με τα τσιγάρα και εξαφανίστηκε τρέχοντας… χάθηκε στα σκοτάδια….
Μπήκα στο ταξί…ο ταξιτζής ούρλιαζε φώναζε…χτυπούσε τα χέρια του στο τιμόνι. Δεν καταλάβαινα τίποτα….από τα συμφραζόμενα κατάλαβα…. Μου έλεγε ότι είμαι μαλάκας…..Όμως υπήρχα….
Τώρα το απόγευμα έφερε έναν αέρα. Μαύρισε η θάλασσα. Τι στο διάλο θέλει πάλι ο καιρός…να κατέβει ο ουρανός πάλι θέλει; Ένας καυτός αέρας ήρθε απ΄την έρημο που είχε την μυρουδιά της άμμου. Είμαι κουρασμένος άυπνος νηστικός…δεν θέλω να φάω τίποτα…μόνο πίνω….Είμαστε κοντά… καμιά τριανταριά μίλια ακόμα…δεν θα τραβαγιάρουμε πολύ…. Αρμενίζουμε πρύμα….άστο να πάει….καλά πάμε…. Ήπια μισό μπουκάλι ουίσκι μαύρο..…άστο να πάει..καλά πάμε….
Μπήκαμε νύχτα στο λιμάνι..περασμένες δώδεκα. Ο μαύρος πέταξε το βιλάϊ και κάποιος στο ντόκο το τσάκωσε στον αέρα. Ήταν λίγο σκοτινά δεν μπόρεσα να δω….…σα γνωστή φάτσα μου φάνηκε ….Ααα…..ο Κλέων. Πέρασε τον κάβο στην πίντα και έτρεξε να μας δέσει την πρύμη….
-Τι ζητάς τέτοια ώρα εδώ…του φώναξα…Έγινες και καβοδέτης*(υπάλληλος του λιμανιού που δένει τα βαπόρια) στο ντόκο τώρα ;
Βγήκα στο τσιμέντο…βαριά…κουρασμένα….
-Εσένα περίμενα….άκουσα έχεις αβαρία… είπε ο Κλέων.
-Εεε…ναι…
-Ακουσα ότι κάρφωσες μια πόρτα στον πάτο….σ΄ένα βράχο…κι έσπασες το καπόνι..
-Εεε…ναι…
-Ότι έκανες βίρα…κουπαστάρησε το καίκι κι έβαλες νερά απ΄τα μπούνια…
-Εεε…ναι…που τα ξέρεις όλα αυτά καπτάν-Κλέων..
-Η δουλειά μου είναι αυτή…να τα ξέρω όλα…... ότι γίνεται στον Ατλαντικό. Σου είπα να μην καλάρεις εκεί….στο είπα η δεν στο είπα……
Εγώ σε στάση προσοχής κοίταζα τα παπούτσια μου…Τάλεγε σα να ήμουν βαπόρι της εταιρίας του….κι ακόμα πιο πολύ….
-Να….. παίρναμε καλά ψάρια Καπτάν-Κλέων….εκεί δίπλα στις ξέρες …αλλά πέρασα λίγο πιο γιαλό…Βάλαμε δυο καλάδες…και τις πέρασα νέτα…….στην τρίτη νταγιάντησα…
-Ναι…καλά ψάρια…… Κάρφωσες μια πόρτα στο πάτο. Άραξε τώρα στο λιμάνι τρείς μέρες ν΄αλλάξουμε καπόνι.
Τέλος πάντων….αύριο το μεσημέρι θάρθεις σπίτι …σ΄εχω τραπέζι..
-Σ΄ευχαριστώ…θάρθω…είπα θυμωμένα…
-Θα μαγειρέψει η Μαρί-ε-Ροζ….φασόλια πλακί. Εχω και ένα Γαλλικό απεριτίφ.
-Τι είναι το Γαλλικό απεριτίφ Καπετάνιε;
-Κάτι σαν Ελληνικό ούζο…περίπου…Καμία σχέση…τέλος πάντων...είσαι πολύ περίεργος λοιπόν…. το ξέρεις;
Ο Σανέ ο οδηγός του περίμενε μ΄ανοιχτή την πόρτα. Του έκανε ένα νόημα μπήκε μόνος του στο αυτοκίνητο και χτύπησε την πόρτα εκνευρισμένος….
Η Μαρί-ε-Ροζ ήταν μια νεαρή πανέμορφη Σενεγαλέζα. Μια μαύρη γαζέλα…... Ο πατέρας της ήταν κλητήρας στην Gold Fisher. Είχε πεθάνει νέος από κάτι…πονούσε λέει στην κοιλιά δεξιά και πέθανε… Ο Κλέων την μεγάλωσε την έστειλε σ΄ένα Γαλλικό κολέγιο στο Ντακάρ. Ύστερα την έστειλε στο Παρίσι να σπουδάσει σεφ. Αυτό ήθελε…να μάθει την Γαλλική κουζίνα….να γίνει σεφ στα μεγάλα ξενοδοχεία του Ντακάρ….
-Δεν ήθελα να καθαρίζει ψάρια στα ξενοδοχεία για τους κωλογάλλους…
-Μα σπούδασε σεφ…. καπτάν-Κλέων…σπούδασε…
-Μαλακίες……σεφ θα γινόταν σε τριάντα χρόνια…
Ο Κλέων την πήρα στο σπίτι του στην αρχή….σαν οικονόμο και να μαγειρεύει μόνο γι΄αυτόν. Έμαθε και την Ελληνική κουζίνα…. Έκανε και γιουβαρλάκια και ιμάμ μπαϊλτί, έφαγα πολλές φορές…το ξέρω… Ε…. μετά την πήρε στην εταιρία. Της πήρε ένα αυτοκίνητο…πανάκριβο…ένα Αλπίν Ρενώ, ανοιχτό από πάνω….ασημί χρώμα, με δυό καθίσματα…. Αυτά που τρέχουν στους αγώνες. Η Μαρί-ε-Ροζ κάθε μέρα όργωνε όλο το Ντακάρ…τράπεζες αεροδρόμια προξενεία λιμάνια πληρώματα μηχανουργεία……
Ο Κλέων καμάρωνε….
-Τέσσερεις γλώσσες μιλάει …Γαλλικά Ισπανικά Αγγλικά και Σουαχίλι. Τώρα εδώ και δυο χρόνια μαθαίνει Ουολόφ…. άρχισε και μιλάει. Μετά λέει…. θα μάθει και Σερέρ….χρειάζονται στην δουλειά μας….τα πληρώματα βλέπεις…..
-Όταν μιλάς για την Μαρί-ε-Ροζ φεγγοβολάς…
-Το ξέρω….
Τα πιο όμορφα παιδιά στον κόσμο είναι οι Σενεγαλέζοι πιλότοι…Μαύροι…δυο μέτρα μπόι…. λυγερόκορμοι με την άσπρη στολή του πιλότου με τα χρυσά σιρίτια. Σέρνουν στα αεροδρόμια το μαύρο τετράγωνο βαλίτσακι……αυτό που έχει μέσα τους χάρτες… και τους κοιτάς μέχρι να χαθούν…..Τους φλερτάρουν όλες…ακόμα και οι εβδομηντάχρονες γριές. Αυτοί χαμηλώνουν τα μάτια….χαμογελούν σαν να ντρέπονται να δείξουν τα υπέροχα κάτασπρα δόντια τους….
Με έναν τέτοιον την πάντρεψε. Τον Πιέρ…..δεν ξέρω αν αυτό ήταν το Σενεγαλέζικο όνομά του. Ένας μαύρος Θεός….Ο Πιέρ πετούσε ένα μεγάλο Boeing 727 Cargo (μεταφορικό)
Φόρτωνε τριάντα τόνους ψάρια νωπά και ταξίδευε σ΄όλο τον κόσμο…...όπου ήταν ο πελάτης. Η Μαρί-ε-Ροζ σχεδόν κάθε μέρα στο αεροδρόμιο φόρτωνε ψάρια.
Εεε… μοιραίο ήταν να συμβεί….
Ο Κλέων είχε ενδοιασμούς…….
-Καπετάνιο να πάρεις….της είπε. Νάναι στο πέλαγος…να ξέρεις που είναι…Αυτός πετάει….μια στο Σικάγο μια στο Πεκίνο….που θα τον βρεις….
Η Μαρί-ε-Ροζ ….έλεγε …Πιέρ και λιποθυμούσε…
Ο γάμος έγινε…..μεγάλος γάμος…. στο Almady. Ήρθαν οι μέτοχοι της Gold Fisher απ΄το Παρίσι. Ήρθαν υπουργοί μαύροι…...ήρθε μέχρι κι Σενγκόρ….ο πρόεδρος της Σενεγάλης.
-Τα πιο όμορφα μαυράκια στον κόσμο θα κάνουν….θα το δεις…
-Το πιστεύω Καπτάν-Κλέων….το πιστεύω….
Ύστερα πήγα σε μια γωνιά εκεί στα σκοτάδια κι έκλαψα. Ήμουν ευτυχισμένος…που ήταν ευτυχισμένος…
Ο Κλέων μ΄εχασε ξαφνικά και άρχισε να με ψάχνει……ήρθε και με βρήκε…
-Τι συμβαίνει ρε;
-Τίποτα ..τίποτα Καπτάν-Κλέων…ένα σκουπίδι μπήκε στο μάτι μου και έφυγε…..
Τέτοιον γάμο είχα ξαναδεί κι άλλες φορές. Στο σινεμά…σε ταινίες Αμερικάνικες….
Το Almady φωταγωγημένο…οι πισίνες οι φοίνικες η πίστα το πάλκο…Πάνω στο πάλκο πέντε μαύροι κι ένας σπανιόλος με κιθάρα. Πίσω ένας αράπης με καμιά δεκαριά τουμπερλέκια βαμμένα με χρώματα Αφρικάνικα.. Στο μικρόφωνο ένας αράπης δυο μέτρα μπόι με μια χρυσαφιά μπούμπου*(κελεμπία) με βραχιόλια και κάτι χαϊμαλιά στον λαιμό. Τραγουδούσε ένα Σενεγαλέζικο τραγούδι στα Σουαχίλι, το “Dakar Moon”…… Το φεγγάρι του Ντακάρ…
-Τι έχει το φεγγάρι του Ντακάρ καπτάν-Κλέων που το βγάλαν και τραγούδι…. Θάχουμε άλλο φεγγάρι εμείς στην Ελλάδα φαίνεται….
-Σκάσε…μίλα πιο σιγά. Είναι παραγγελιά του υπουργού ανάπτυξης….
(Το τραγούδι “Dakar Moon” το τραγούδησε τα επόμενα χρόνια ο Baaba Maal και έγινε viral παγκόσμια…υπήρχε βλέπεις η τεχνολογία…το You Tube)
Οι Γάλλοι μέτοχοι της Gold Fisher και οι μαύροι υπουργοί..….με άσπρα σμόκιν. Φυσικά και ο Κλέων. Οι Γαλλίδες με τουαλέτες……οι Σενεγαλέζες με μπούμπου μπατίκ* (κελεμπίες με σταμπαριστά χρώματα) και χρωματιστά τουρμπάνια. Μαύρες θεές….
-Δεν έρχομαι στο γάμο…. δεν μπαίνω εγώ στο Almady…..είχα πει στον Κλέων.
-Θάρθεις… και θα πείς και ένα τραγούδι.
-Δεν έχω ρούχα…..κάτι φόρμες έχω που μυρίζουν πετρέλαιο και κάτι παρδαλά πουκάμισα που τα πήρα στο λιμάνι από έναν μαύρο……
-Μια φόρμα θα βάλεις και θάρθεις, θες δεν θες..….και θα κάτσεις δίπλα μου…
Βρήκα ένα παντελονάκι απ το γαμπριάτικο κουστούμι…το σακάκι ήταν στην Ελλάδα τι να το κάνω το σακάκι στην Αφρική…...κι ένα άσπρο πουκάμισο…
-Κατέβασέ τα στο λιμάνι θάρθω να τα πάρω να τα σιδερώσει η Μαρί-ε-Ροζ κι έλα στο σπίτι να ντυθείς…είπε ο Κλέων.
-Ναι καλά…. εμένα θα σιδερώνει η Μαρί-ε-Ροζ τέτοιες ώρες…
-Πολλά λες και με εκνευρίζεις……
Κατάλαβα ότι δεν σήκωνε αντίρρηση ….
Πήγα στο σπίτι του. Η Μαρί-ε-Ροζ μόλις έβγαινε απ΄το μπάνιο μ΄ένα άσπρο μπουρνούζι.
-Εκεί είναι…..είναι έτοιμα……. μου έδειξε και χάθηκε στον διάδρομο….
Κολλαρισμένο το πουκάμισο και τσάκα στο παντελόνι. Έβγαλα από μια νάυλον σακούλα τα καλά μου τα παπούτσια. Πήγα στον καθρέφτη να κοιταχτώ….ο Κλέων γελούσε..Έκανα λίγα βήματα για να δω πως θα περπατούσα στο Almady και ξαναπήγα στον καθρέφτη. Ο Κλέων πάλι γελούσε….
Βγήκε η Μαρί-ε-Ροζ με κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω….έκανε μια γκριμάτσα…
-Κομσί κομσά….σαν γκαρσόν είσαι…..και γέλασε κι αυτή..
-Αυτό ήταν… είπα…Χτύπησα τα χέρια μου…Δεν πάω πουθενά….την άκουσες τι είπε;
Ο Κλέων πετάχτηκε σαν ελατήριο.
-Σταματήστε πια…. μην την ακούς αυτήν την παλαβή..….Πες τον Σανέ να φέρει το αυτοκίνητο…φεύγουμε…
Στην πίστα βγήκαν μαύροι χορευτές ….με φτερά ασπίδες ακόντια και φωτιές.
Ένας χτυπούσε δυο τρία τουμπερλέκια κι αυτοί κάναν ακροβατικά και χόρευαν….. υπερθέαμα…
-Ο Αναστασόπουλος μου τους έστειλε….το φιλαράκι σoυ ο ξενοδόχος από το Nianig. Τον ξέρεις…..Πολύ καλοί χορευτές…είναι απ την φυλή Σερέρ. Αυτοί πριν κάποια χρόνια οι παππούδες τους ήταν ανθρωποφάγοι. Ανθρωποφάγοι και πολεμιστές. Τώρα χορεύουν για τους Γάλλους και τους πετούν κέρματα. Πού είναι η περηφάνια αυτού του λάου.
-Έλα ρε Κλέων….είσαι υπερβολικός…
-Δεν είμαι καθόλου υπερβολικός. Η Αφρική χάθηκε πια..…έγινε ένα σόου για να διασκεδάζουν οι Γάλλοι. Άσε τι τους κλέβουν …τα διαμάντια, τα μεταλλεύματα τα ψάρια…...Χιλιάδες τόνοι ψάρια φεύγουν κάθε μέρα απ το Ντακάρ…κι αυτοί πεινάνε…τα ξέρεις….Ήθελα νάχω ένα πιστόλι να σκοτώσω, αυτή την στιγμή, όλους αυτούς τους κυρίους υπουργούς που έχουν τρία σπίτια και τρείς γυναίκες και τα παιδιά τους σπουδάζουν στο Παρίσι…Και ο λαός παθαίνει από ελονοσία…..
-Κλέων σε παρακαλώ σταμάτα…γάμο έχουμε…
Πόσο αγαπάει αυτόν τον λαό…. σκέφθηκα…
Τα φώτα έσβησαν…ενας προβολέας έριξε μια δέσμη κάπου εκεί στον κήπο…
Ο Πιέρ και η Μαρί-ε-Ροζ…..Την κρατούσε απ το χέρι και περπατούσαν προς την πίστα.
Ο Πιέρ ψηλός, λεπτός, ο πιο όμορφος μαύρος που έχω δει.. ..… με την κάτασπρη στολή του πιλότου την χρυσή πουλάδα στο στήθος και τα χρυσά σιρίτια του κυβερνήτη στους ώμους…
Η Μαρί-ε-Ροζ….χα…..η Μαρί….φορούσε μια μπούμπου σε χρώμα σαν την άμμο στην έρημο κι ένα λευκό τουρμπάν. Μια μαύρη Θεά…..Μου φάνηκε πιο ψηλή απ ότι ήταν….
Δεν θα ξεχάσω στην ζωή μου αυτήν την εικόνα….
Ο Κλέων σηκώθηκε…έβγαλε ένα μαντίλι και σκούπισε τα μάτια του …τους αγκάλιασε τους φίλησε..…Οι γονείς της Μαρί-ε-Ροζ είχαν πεθάνει προ πολλού..…πατέρας της πια ήταν ο Κλέων….
Πάνω στο πάλκο πήρε το μικρόφωνο ο Γάλλος ο Μπερανζέ…ο πρόεδρος της Gold Fisher.
-Ωχ…είπε ο Κλέων…πάει ο γάμος. Δεν χάνει ευκαιρία ο πούστης να κάνει δημόσιες σχέσεις με τους μαύρους υπουργούς…. Να δεις που θα ζητήσει λεφτά απ τον Σεγκόρ…
-Καπτάν-Κλέων ηρέμησε… μετάφραζέ μου σε παρακαλώ….δεν θα καταλάβω πολλά…
Ο Μπερανζέ είπε για τον Πιέρ…”τον πιλότο μας”…. που πάει τα ψάρια μας στην άκρη του κόσμου…Είπε για την Μαρί-ε-Ροζ….που είναι η “ψυχή” της Gold Fisher εδώ στο Ντακάρ.. το κορίτσι μας….είπε....Είπε για τον Κλέων….τον αρχιμηχανικό μας είπε…Είπε για τους Σενεγαλέζους γι αυτόν τον όμορφο ρομαντικό και περήφανο λαό, είπε…είπε…
-Τώρα θάρθει και στο ρεζουμέ…περίμενε….μουρμούρισε ο Κλέων….
……H Gold Fisher στα επόμενα επιχειρηματικά της σχέδια είναι να κάνει την μεγαλύτερη επένδυσή της εδώ στο Ντακάρ. Το μεγαλύτερο εργοστάσιο τυποποίησης ψαριών σε κουτί “easy oren” με οκτακόσιες θέσεις εργασίας.Το κουτί easy oren….είναι το μέλλον. Θέλουμε να πιστεύουμε στην αμέριστο υποστήριξη της κυβέρνησης της Σενεγάλης….είπε…
Ο Σεγκόρ σηκώθηκε κι άρχισε να χειροκροτάει….σαν ελατήρια σηκώθηκαν και οι υπουργοί κι άρχισαν κι αυτοί….
Ο Κλέων με κλωτσούσε κάτω απ το τραπέζι….
-Κοίταξέ τους ρε..κοίταξέ τους….Στο είπα….θα το πει ο πούστης…θα το πει…εδώ στον γάμο του παιδιού μου…
Ύστερα οι μαύροι σερβιτόροι με κάτι ροζ παπιόν, χα…τα ροζ παπιόν μ΄εσωσαν δεν θα με μπερδέψουν με γκαρσόνι σκέφτηκα…..άρχισαν να σερβίρουν το φαγητό.
“Κεν Μπουν Γεν” το εθνικό φαγητό της Σενεγάλης. Ψάρι με ρύζι και μια καυτερή σάλτσα…..πολύ καυτερή…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου