Τι αντίκτυπο θα έχει η μειωμένη κρατική επιχορήγηση για την Υγεία το 2018; Αυτό το ερώτημα απασχολεί τον δημόσιο διάλογο από τη στιγμή που κατατέθηκε το προσχέδιο του Προϋπολογισμού για το 2018, με ιδιαίτερη αγωνία να εκφράζεται για τα δημόσια νοσοκομεία και το φάρμακο. Απαντήσεις δίνει μιλώντας στην «Αυγή» ο υπουργός Υγείας Ανδρέας Ξανθός, ενώ μιλά και για τη μάχη της «Βαλέτας» με τη φαρμακοβιομηχανία, καθώς και για το τι να περιμένουμε μετά το τέλος των Μνημονίων.
* Πολλές φορές έχετε χαρακτηρίσει «πολύ περιοριστικό» το σημερινό επίπεδο δαπανών υγείας, ωστόσο προϋπολογισμός λιτότητας κατατέθηκε και πάλι στη Βουλή την περασμένη εβδομάδα. Τι σημαίνει αυτό στην πράξη για τη χρονιά που έπεται;
Όντως είναι περιοριστικό το όριο δαπανών του Συστήματος Υγείας, είτε αυτό αφορά τα νοσοκομεία και τα Κέντρα Υγείας είτε τον ΕΟΠΥΥ και τη φαρμακευτική δαπάνη. Οι κλειστοί προϋπολογισμοί που μας έχουν επιβληθεί από το Μνημόνιο δεν επαρκούν για να καλύψουν με πληρότητα τις αυξημένες υγειονομικές ανάγκες της κοινωνίας στην περίοδο της κρίσης. Παρ’ όλα αυτά, με σοβαρή και αθόρυβη δουλειά στο υπουργείο και χάρις στο φιλότιμο του ανθρώπινου δυναμικού του ΕΣΥ, καταφέραμε να στηρίξουμε και να αναβαθμίσουμε λειτουργικά τις δημόσιες δομές, να προχωρήσουν προσλήψεις μόνιμων και επικουρικών γιατρών καθώς και λοιπού προσωπικού, να ενισχυθούν οι προϋπολογισμοί των νοσοκομείων. Στο ίδιο μνημονιακό περιβάλλον λοιπόν καταφέρνουμε να υλοποιούμε, με πολλές δυσκολίες είναι αλήθεια, ένα διαφορετικό πολιτικό σχέδιο που περιλαμβάνει την καθολική και ισότιμη κάλυψη του πληθυσμού, την προτεραιότητα στη δημόσια περίθαλψη, τη στροφή στην ΠΦΥ και την «ηθικοποίηση» του Συστήματος. Ο προϋπολογισμός του 2018 είναι ένας ακόμα προϋπολογισμός δημοσιονομικής προσαρμογής και στενότητας πόρων, χωρίς όμως περαιτέρω δυσμενείς επιπτώσεις στη λειτουργία του Δημόσιου Συστήματος Υγείας.
Δεν μειώνονται οι παροχές προς τους ασθενείς
Υπάρχει ένα πρόβλημα σωστής ανάγνωσης των στοιχείων που αναγράφονται στην εισηγητική έκθεση. Δεν έχουμε μείωση του ορίου αγορών, δηλαδή των λειτουργικών δαπανών του ΕΣΥ, το οποίο παραμένει σταθερό στο πλαίσιο του Μεσοπρόθεσμου (ΜΠΔΣ). Αυτό που μειώνεται είναι η κρατική χρηματοδότηση προς τα νοσοκομεία και τις ΥΠΕ, που όμως αντισταθμίζεται από την ισοδύναμη αύξηση της μεταβίβασης πόρων του ΕΟΠΥΥ προς το ΕΣΥ και από τα υψηλά ταμειακά διαθέσιμα των νοσοκομείων. Αυτό που αφορά τους πολίτες και τους εργαζόμενους στο ΕΣΥ δεν είναι το ύψος των πληρωμών προς τους προμηθευτές, αλλά το ύψος της δαπάνης που μπορεί να πραγματοποιηθεί, δηλαδή το κόστος των φαρμάκων, υλικών και υπηρεσιών που μπορούν να «αγοράσουν» οι δημόσιες δομές για να λειτουργήσουν εύρυθμα. Οι πολιτικές επιλογές για την υγεία φαίνονται στα έξοδα, δηλαδή στις παροχές προς τους ασθενείς. Και τα έξοδα δεν μειώνονται. Όσον αφορά τα έσοδα, αυτά δεν εξαντλούνται μόνο στις επιχορηγήσεις από τον κρατικό προϋπολογισμό. Η κοινωνική ασφάλιση συνεισφέρει πολύ σημαντικά ποσά από το 2016 και μετά, ενώ τα ταμειακά διαθέσιμα των νοσοκομείων είναι ιδιαίτερα αυξημένα και αναμένεται να ξεπεράσουν τα 400 εκατ. ευρώ στο τέλος του 2017. Το κρίσιμο πολιτικό ζήτημα λοιπόν είναι η «αγοραστική δύναμη» του ΕΣΥ, η οποία έχει αυξηθεί σε σχέση με το προηγούμενο ΜΠΔΣ 2015-2018 κατά 700 εκατ. ευρώ (χωρίς το claw back).
Ο προϋπολογισμός για την υγεία υπολείπεται αρκετά του ευρωπαϊκού μέσου όρου
Οι δημόσιες δαπάνες υγείας στην Ελλάδα είναι πολύ χαμηλές (5,1% του ΑΕΠ), όταν ο μέσος όρος στην Ε.Ε. είναι 6,5-7,0%. Η λιτότητα και στην υγεία είναι παρούσα, συνεχίζεται εδώ και επτά χρόνια και έχει αδιαμφισβήτητες παρενέργειες. Εμποδίζει το Σύστημα Υγείας να ανταποκριθεί με επάρκεια στις σύγχρονες ανάγκες πρόληψης, διάγνωσης, φαρμακευτικής αγωγής, εξειδικευμένης θεραπείας, αποκατάστασης και ψυχοκοινωνικής φροντίδας των πολιτών. Άρα, όσο έντιμη και ορθολογική διαχείριση και να κάνουμε, όσο σθεναρή και αποφασιστική στάση και να έχουμε στα φαινόμενα σπατάλης και διαφθοράς, το γεγονός είναι ότι υπάρχει ασυμμετρία αναγκών και πόρων (ανθρώπινων και υλικών) στο Δημόσιο Σύστημα Υγείας. Για να διασφαλιστεί λοιπόν το θεμελιώδες δικαίωμα των πολιτών στη χωρίς διακρίσεις πρόσβαση σε αξιόπιστη ιατροφαρμακευτική περίθαλψη και ολιστική υγειονομική και κοινωνική φροντίδα, απαιτείται υποχώρηση της λιτότητας και περισσότερος «δημοσιονομικός χώρος» για δημόσια περίθαλψη και κοινωνικό κράτος.
Διαψεύστηκαν οι «Κασσάνδρες» για τα φάρμακα
* Σοβαρή μάχη δίνεται σε εθνικό και διεθνές επίπεδο για το φάρμακο ως κοινωνικό αγαθό. Καταγράφηκαν οι πρώτες νίκες, όπως στην περίπτωση της θεραπείας για την ηπατίτιδα C, αλλά και οι πρώτες ακραίες αντιδράσεις όπως εκείνη της Roche. Πώς προχωρούν οι διαπραγματεύσεις και πόσο δυνατές είναι οι πολιτικές ηγεσίες της «Βαλέτας» απέναντι στη φαρμακοβιομηχανία;
Το ζητούμενο στη φαρμακευτική πολιτική είναι η εγγυημένη πρόσβαση των ασθενών τόσο σε φθηνά και αξιόπιστα φάρμακα όσο και στη φαρμακευτική καινοτομία που τεκμηριωμένα έχει θεραπευτική προστιθέμενη αξία. Αυτό απαιτεί διαρθρωτικές αλλαγές, τόσο στον τομέα της αξιολόγησης (ΗΤΑ), δηλαδή της εισαγωγής επιστημονικών και όχι δημοσιονομικών κριτηρίων επιλογής των φαρμάκων που πρέπει να αποζημιωθούν, όσο και στον τομέα της ορθολογικής συνταγογράφησης (θεραπευτικά πρωτόκολλα) και κυρίως στο πεδίο της διαπραγμάτευσης με τη φαρμακοβιομηχανία, έτσι ώστε να υπάρχει ένας αποτελεσματικός μηχανισμός εξασφάλισης προσιτών τιμών αποζημίωσης για τα ακριβά φάρμακα. Οι διακρατικές συνεργασίες, όπως η συμμαχία των οκτώ χωρών της «Διακήρυξης της Βαλέτας» για κοινές διαπραγματεύσεις με τις πολυεθνικές φαρμάκου είναι πολύ ενθαρρυντικές. Έχουν γίνει τα βήματα προετοιμασίας για κοινή διαπραγμάτευση και συμφωνία που θα αφορά νέα φάρμακα τα οποία δεν έχουν ακόμα πάρει έγκριση (ογκολογικά, «ορφανά», βιολογικοί παράγοντες κ.λπ.). Οι «Κασσάνδρες» περί Grexit στα νέα φάρμακα έχουν διαψευστεί και ο εκβιασμός που επιχειρήθηκε από τη συγκεκριμένη εταιρεία δεν πέρασε. Είναι αδιαπραγμάτευτη πολιτική επιλογή η έγκαιρη και ευχερής πρόσβαση των ασθενών της χώρας στις σύγχρονες και αποτελεσματικές θεραπείες.
* Αν αυτός είναι όντως ο τελευταίος μνημονιακός προϋπολογισμός, τι θα σήμαινε αυτό με πρακτικούς όρους για το 2019 στη δημόσια υγεία;
Οι αριθμοί του προϋπολογισμού υπηρετούν τον στόχο της επίτευξης των δύσκολων δημοσιονομικών δεσμεύσεων για το 2018 και της βιώσιμης εξόδου από το μνημονιακό πρόγραμμα. Ο σκληρός μηχανισμός της λιτότητας (υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα) θα παραμείνει και μετά το τέλος του Μνημονίου, όμως θα αρθεί η ασφυκτική «επιτροπεία», θα αυξηθούν οι «βαθμοί ελευθερίας» για νομοθέτηση, κάλυψη κενών σε προσωπικό, αναβάθμιση υποδομών και σχεδιασμό της ανάπτυξης του ΕΣΥ χωρίς τους ελέγχους, τις προσυνεννοήσεις και εγκρίσεις των δανειστών που, πέραν όλων των άλλων, έχουν και τεράστιο κόστος χρόνου και πολιτικής ενέργειας. Η μεταμνημονιακή περίοδος θα δημιουργήσει περισσότερες δημοσιονομικές και πολιτικές προϋποθέσεις για επένδυση στην υγεία, για άρση των ανισοτήτων στην περίθαλψη, για κατοχύρωση των δικαιωμάτων των εργαζομένων και των ασθενών.
Καλυβιώτου Μαρία
avgi.gr
* Πολλές φορές έχετε χαρακτηρίσει «πολύ περιοριστικό» το σημερινό επίπεδο δαπανών υγείας, ωστόσο προϋπολογισμός λιτότητας κατατέθηκε και πάλι στη Βουλή την περασμένη εβδομάδα. Τι σημαίνει αυτό στην πράξη για τη χρονιά που έπεται;
Όντως είναι περιοριστικό το όριο δαπανών του Συστήματος Υγείας, είτε αυτό αφορά τα νοσοκομεία και τα Κέντρα Υγείας είτε τον ΕΟΠΥΥ και τη φαρμακευτική δαπάνη. Οι κλειστοί προϋπολογισμοί που μας έχουν επιβληθεί από το Μνημόνιο δεν επαρκούν για να καλύψουν με πληρότητα τις αυξημένες υγειονομικές ανάγκες της κοινωνίας στην περίοδο της κρίσης. Παρ’ όλα αυτά, με σοβαρή και αθόρυβη δουλειά στο υπουργείο και χάρις στο φιλότιμο του ανθρώπινου δυναμικού του ΕΣΥ, καταφέραμε να στηρίξουμε και να αναβαθμίσουμε λειτουργικά τις δημόσιες δομές, να προχωρήσουν προσλήψεις μόνιμων και επικουρικών γιατρών καθώς και λοιπού προσωπικού, να ενισχυθούν οι προϋπολογισμοί των νοσοκομείων. Στο ίδιο μνημονιακό περιβάλλον λοιπόν καταφέρνουμε να υλοποιούμε, με πολλές δυσκολίες είναι αλήθεια, ένα διαφορετικό πολιτικό σχέδιο που περιλαμβάνει την καθολική και ισότιμη κάλυψη του πληθυσμού, την προτεραιότητα στη δημόσια περίθαλψη, τη στροφή στην ΠΦΥ και την «ηθικοποίηση» του Συστήματος. Ο προϋπολογισμός του 2018 είναι ένας ακόμα προϋπολογισμός δημοσιονομικής προσαρμογής και στενότητας πόρων, χωρίς όμως περαιτέρω δυσμενείς επιπτώσεις στη λειτουργία του Δημόσιου Συστήματος Υγείας.
Δεν μειώνονται οι παροχές προς τους ασθενείς
Υπάρχει ένα πρόβλημα σωστής ανάγνωσης των στοιχείων που αναγράφονται στην εισηγητική έκθεση. Δεν έχουμε μείωση του ορίου αγορών, δηλαδή των λειτουργικών δαπανών του ΕΣΥ, το οποίο παραμένει σταθερό στο πλαίσιο του Μεσοπρόθεσμου (ΜΠΔΣ). Αυτό που μειώνεται είναι η κρατική χρηματοδότηση προς τα νοσοκομεία και τις ΥΠΕ, που όμως αντισταθμίζεται από την ισοδύναμη αύξηση της μεταβίβασης πόρων του ΕΟΠΥΥ προς το ΕΣΥ και από τα υψηλά ταμειακά διαθέσιμα των νοσοκομείων. Αυτό που αφορά τους πολίτες και τους εργαζόμενους στο ΕΣΥ δεν είναι το ύψος των πληρωμών προς τους προμηθευτές, αλλά το ύψος της δαπάνης που μπορεί να πραγματοποιηθεί, δηλαδή το κόστος των φαρμάκων, υλικών και υπηρεσιών που μπορούν να «αγοράσουν» οι δημόσιες δομές για να λειτουργήσουν εύρυθμα. Οι πολιτικές επιλογές για την υγεία φαίνονται στα έξοδα, δηλαδή στις παροχές προς τους ασθενείς. Και τα έξοδα δεν μειώνονται. Όσον αφορά τα έσοδα, αυτά δεν εξαντλούνται μόνο στις επιχορηγήσεις από τον κρατικό προϋπολογισμό. Η κοινωνική ασφάλιση συνεισφέρει πολύ σημαντικά ποσά από το 2016 και μετά, ενώ τα ταμειακά διαθέσιμα των νοσοκομείων είναι ιδιαίτερα αυξημένα και αναμένεται να ξεπεράσουν τα 400 εκατ. ευρώ στο τέλος του 2017. Το κρίσιμο πολιτικό ζήτημα λοιπόν είναι η «αγοραστική δύναμη» του ΕΣΥ, η οποία έχει αυξηθεί σε σχέση με το προηγούμενο ΜΠΔΣ 2015-2018 κατά 700 εκατ. ευρώ (χωρίς το claw back).
Ο προϋπολογισμός για την υγεία υπολείπεται αρκετά του ευρωπαϊκού μέσου όρου
Οι δημόσιες δαπάνες υγείας στην Ελλάδα είναι πολύ χαμηλές (5,1% του ΑΕΠ), όταν ο μέσος όρος στην Ε.Ε. είναι 6,5-7,0%. Η λιτότητα και στην υγεία είναι παρούσα, συνεχίζεται εδώ και επτά χρόνια και έχει αδιαμφισβήτητες παρενέργειες. Εμποδίζει το Σύστημα Υγείας να ανταποκριθεί με επάρκεια στις σύγχρονες ανάγκες πρόληψης, διάγνωσης, φαρμακευτικής αγωγής, εξειδικευμένης θεραπείας, αποκατάστασης και ψυχοκοινωνικής φροντίδας των πολιτών. Άρα, όσο έντιμη και ορθολογική διαχείριση και να κάνουμε, όσο σθεναρή και αποφασιστική στάση και να έχουμε στα φαινόμενα σπατάλης και διαφθοράς, το γεγονός είναι ότι υπάρχει ασυμμετρία αναγκών και πόρων (ανθρώπινων και υλικών) στο Δημόσιο Σύστημα Υγείας. Για να διασφαλιστεί λοιπόν το θεμελιώδες δικαίωμα των πολιτών στη χωρίς διακρίσεις πρόσβαση σε αξιόπιστη ιατροφαρμακευτική περίθαλψη και ολιστική υγειονομική και κοινωνική φροντίδα, απαιτείται υποχώρηση της λιτότητας και περισσότερος «δημοσιονομικός χώρος» για δημόσια περίθαλψη και κοινωνικό κράτος.
Διαψεύστηκαν οι «Κασσάνδρες» για τα φάρμακα
* Σοβαρή μάχη δίνεται σε εθνικό και διεθνές επίπεδο για το φάρμακο ως κοινωνικό αγαθό. Καταγράφηκαν οι πρώτες νίκες, όπως στην περίπτωση της θεραπείας για την ηπατίτιδα C, αλλά και οι πρώτες ακραίες αντιδράσεις όπως εκείνη της Roche. Πώς προχωρούν οι διαπραγματεύσεις και πόσο δυνατές είναι οι πολιτικές ηγεσίες της «Βαλέτας» απέναντι στη φαρμακοβιομηχανία;
Το ζητούμενο στη φαρμακευτική πολιτική είναι η εγγυημένη πρόσβαση των ασθενών τόσο σε φθηνά και αξιόπιστα φάρμακα όσο και στη φαρμακευτική καινοτομία που τεκμηριωμένα έχει θεραπευτική προστιθέμενη αξία. Αυτό απαιτεί διαρθρωτικές αλλαγές, τόσο στον τομέα της αξιολόγησης (ΗΤΑ), δηλαδή της εισαγωγής επιστημονικών και όχι δημοσιονομικών κριτηρίων επιλογής των φαρμάκων που πρέπει να αποζημιωθούν, όσο και στον τομέα της ορθολογικής συνταγογράφησης (θεραπευτικά πρωτόκολλα) και κυρίως στο πεδίο της διαπραγμάτευσης με τη φαρμακοβιομηχανία, έτσι ώστε να υπάρχει ένας αποτελεσματικός μηχανισμός εξασφάλισης προσιτών τιμών αποζημίωσης για τα ακριβά φάρμακα. Οι διακρατικές συνεργασίες, όπως η συμμαχία των οκτώ χωρών της «Διακήρυξης της Βαλέτας» για κοινές διαπραγματεύσεις με τις πολυεθνικές φαρμάκου είναι πολύ ενθαρρυντικές. Έχουν γίνει τα βήματα προετοιμασίας για κοινή διαπραγμάτευση και συμφωνία που θα αφορά νέα φάρμακα τα οποία δεν έχουν ακόμα πάρει έγκριση (ογκολογικά, «ορφανά», βιολογικοί παράγοντες κ.λπ.). Οι «Κασσάνδρες» περί Grexit στα νέα φάρμακα έχουν διαψευστεί και ο εκβιασμός που επιχειρήθηκε από τη συγκεκριμένη εταιρεία δεν πέρασε. Είναι αδιαπραγμάτευτη πολιτική επιλογή η έγκαιρη και ευχερής πρόσβαση των ασθενών της χώρας στις σύγχρονες και αποτελεσματικές θεραπείες.
* Αν αυτός είναι όντως ο τελευταίος μνημονιακός προϋπολογισμός, τι θα σήμαινε αυτό με πρακτικούς όρους για το 2019 στη δημόσια υγεία;
Οι αριθμοί του προϋπολογισμού υπηρετούν τον στόχο της επίτευξης των δύσκολων δημοσιονομικών δεσμεύσεων για το 2018 και της βιώσιμης εξόδου από το μνημονιακό πρόγραμμα. Ο σκληρός μηχανισμός της λιτότητας (υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα) θα παραμείνει και μετά το τέλος του Μνημονίου, όμως θα αρθεί η ασφυκτική «επιτροπεία», θα αυξηθούν οι «βαθμοί ελευθερίας» για νομοθέτηση, κάλυψη κενών σε προσωπικό, αναβάθμιση υποδομών και σχεδιασμό της ανάπτυξης του ΕΣΥ χωρίς τους ελέγχους, τις προσυνεννοήσεις και εγκρίσεις των δανειστών που, πέραν όλων των άλλων, έχουν και τεράστιο κόστος χρόνου και πολιτικής ενέργειας. Η μεταμνημονιακή περίοδος θα δημιουργήσει περισσότερες δημοσιονομικές και πολιτικές προϋποθέσεις για επένδυση στην υγεία, για άρση των ανισοτήτων στην περίθαλψη, για κατοχύρωση των δικαιωμάτων των εργαζομένων και των ασθενών.
Καλυβιώτου Μαρία
avgi.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου