14 Νοεμβρίου 2013

Αναζητώντας το πραγματικό νόημα της βίας


Το πάνελ της εκδήλωσης που διοργάνωσε η «ΓΝΩΜΗ» και οι εκδόσεις «ΕΠΙΚΕΝΤΡΟ» (από αριστερά) : Ο εκδότης Πέτρος Παπασαραντόπουλος, ο συγγραφέας Δημήτρης Ψυχογιός, ο εκδότης της «ΓΝΩΜΗΣ» Γιάννης Λασκαράκης και η δημοσιογράφος Μυρσίνη Λιοναράκη. Ένα βιβλίο-συμβολή σε μία επίκαιρη και μεγάλη συζήτηση που δεν έχει γίνει με ιδιαίτερο βάθος και ουσία μέχρι σήμερα, παρά το επίκαιρο του θέματός της, είναι το νέο πόνημα του Δημήτρη Ψυχογιού, με τίτλο «Η πολιτική βία στην ελληνική κοινωνία», το οποίο παρουσιάστηκε το απόγευμα της Δευτέρας στην Αλεξανδρούπολη, από την εφημερίδα «ΓΝΩΜΗ» και τις εκδόσεις «ΕΠΙΚΕΝΤΡΟ».  Ο Δημήτρης Ψυχογιός, στο βιβλίο του, περιγράφει τη «μακρά δεκαετία του ’70, που αρχίζει από το 1968 και είναι για την ηπειρωτική Δυτική Ευρώπη η δεκαετία του αριστερισμού, της εξτρεμιστικής αντικοινοβουλευτικής Αριστεράς, σε διαφορετικό βαθμό σε κάθε χώρα και με διαφορετικό τρόπο εμφάνισης. Ομως από τη δεκαετία του ’80 και μετά, ο βίαιος αντικοινοβουλευτισμός αρχίζει να περιθωριοποιείται, οι τρομοκρατικές πρακτικές σταδιακά εγκαταλείπονται...». Οχι όμως παντού στην Ευρώπη. Υπάρχει πάντα η «ελληνική εξαίρεση». Στη χώρα μας το τρομοκρατικό φαινόμενο επιζεί· ακόμη και σήμερα είναι ενεργές τρομοκρατικές ομάδες, ενώ, όπως παρατηρεί ο συγγραφέας, «η Ελλάδα ηρωοποιεί τη βία· επιμένει να εορτάζει το ξέσπασμά της και όχι το τέλος της· είναι η μόνη χώρα που εθνική της εορτή δεν είναι το τέλος του πολέμου αλλά η ημερομηνία εμπλοκής σ’ αυτόν».
Για το βιβλίο μίλησαν -εξ’ αποστάσεως- ο δημοσιογράφος και εκδότης Ηλίας Κανέλλης, ο οποίος δεν κατάφερε να παραστεί, την εισήγηση του οποίου δημοσιεύουμε σήμερα αυτούσια. Τις επόμενες ημέρες θα ακολουθήσουν οι εισηγήσεις των υπόλοιπων ομιλητών. Ο εκδότης Πέτρος Παπασαραντόπουλος αναφέρθηκε στο πραγματικό νόημα της βίας, το οποίο με αφορμή το βιβλίο πρέπει και μπορεί να επαναπροσδιοριστεί. Εκτίμησε δε, ότι στην Ελλάδα της κρίσης, έχουν αναπτυχθεί θεωρίες και πρακτικές που υποστηρίζουν ότι η κοινωνία έχει κάποιου είδους δικαίωμα στο να ασκεί βία. Το βιβλίο του Δ. Ψυχογιού αποδομεί τη σχέση της βίας με την οικονομική κρίση και τα μνημόνια, κατά τον κ. Παπασαραντόπουλο, σημειώνοντας πως σε άλλες χώρες με παρόμοια οικονομικά προβλήματα, δεν έχει παρατηρηθεί η λεγόμενη «αντιμνημονιακή βία», η οποία «έχει φωλιάσει στα μυαλά κάποιων μέσω είτε της εκπαίδευσης είτε της ρητορίας της αριστεράς και της δεξιάς».
Από την πλευρά της, η δημοσιογράφος Μυρσίνη Λιοναράκη, χαρακτήρισε το βιβλίο ως ένα πολυεργαλείο για δημοσιογράφους, ερευνητές και φαν του ορθού λόγου. Η ίδια περιέγραψε τη δύσκολη καθημερινότητά της στην Αθήνα, όπου κάθε μέρα που βγαίνει από το σπίτι της, δεν γνωρίζει αν θα πέσει και με ποιον απ’ όλους τους τρόπους, θύμα βίας. Μίλησε για ανασφάλεια των πολιτών και για τη λανθάνουσα άποψη ότι η οικονομική κρίση, η ανεργία και η ανέχεια, μπορούν να αποτελέσουν δικαιολογία για άσκηση οποιασδήποτε μορφής βίας, εναντίον οποιουδήποτε.
Τη συζήτηση συντόνισε ο εκδότης της «ΓΝΩΜΗΣ» Γιάννης Λασκαράκης, ο οποίος αναφέρθηκε στο γεγονός του καψίματος του αυτοκινήτου του από τους εθνικιστές,  στις παραμονές της  προγραμματισμένης συνάντησης Ελλήνων και Τούρκων δημοσιογράφων στη Κομοτηνή το 1999, στην έκρηξη βομβών στο τουρκικό Προξενείο και στις απειλές για τους οργανωτές, αλλά και στην κατάθεση στη Βουλή ερώτησης 25 «πατριωτών» βουλευτών από το ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ, οι οποίοι ζητούσαν να απαγορευτεί οι είσοδος των 100 διακεκριμένων δημοσιογράφων στην Ελλάδα, αν δε μας ζητήσουν πρώτα συγγνώμη για την εισβολή στην Κύπρο, τις γενοκτονίες ή για την …Άλωση της Πόλης.
Συνέκρινε αυτή την πράξη βίας με το κάψιμο του εργοταξίου στις Σκουριές στη Χαλκιδική και αναρωτήθηκε ποιος θα αξιολογήσει αυτές τις δύο περιπτώσεις βίας. Μία απάντηση υπάρχει, είπε, τη βία δεν την αξιολογούμε, την απορρίπτουμε.
Συμφώνησε απόλυτα με το συγγραφέα ότι στη ρίζα της πολιτικής βίας στην Ελλάδα βρίσκεται η εθνικιστική ανάγνωση της ιστορίας, του «ανίκητου, ανάδελφου, περίκλειστου από βάρβαρους εχθρούς και πάντα αδικημένου έθνους», που αρνείται ακόμη και τις διαπιστωμένες επιστημονικά αλήθειες που έρχονται σε αντίθεση με τους βολικούς μύθους, με τους οποίους  τα παιδιά μας γαλουχούνται εξ απαλών ονύχων.
Δεν είναι τυχαία η «διακομματική» αποδοκιμασία που υφίστανται ιστορικοί όπως η Λένα Διβάνη, ο Θάνος Βερέμης, η Μαρία Ρεπούση και άλλοι, όταν η άποψή τους αποκαθηλώνει βεβαιότητες ιστορικές που στηρίχθηκαν επάνω σε μύθους ή σκοπιμότητες.  Το ίδιο συνέβη και στην Κύπρο όπου η ιστορία της πολιτικής βίας είναι ένα μεγάλο κεφάλαιο με πολύ αίμα αθώων, ελληνοκύπριων και τουρκοκύπριων, που θα χρειαστεί άλλο ένα βιβλίο από τον συγγραφέα.
Στο τέλος της παρουσίασης, πολίτες κάθε ηλικίας και ιδεολογικής τοποθέτησης, εξέφρασαν προβληματισμούς και ερωτήματα, συμβάλλοντας σε έναν πλούσιο και σοβαρό διάλογο για το θέμα της βίας, κάθε μορφής.
Η «ΓΝΩΜΗ» θα παρουσιάσει αναλυτικά τις επόμενες μέρες τις εισηγήσεις όλων των ομιλητών.

ΗΛΙΑΣ  ΚΑΝΕλΛΗΣ: Η πολιτική βία στην καρδιά του ελληνικού εξαιρετισμού
Τα δύο τελευταία επεισόδια πολιτικής βίας, η δολοφονία του Παύλου Φύσσα από μέλος της Χρυσής Αυγής, με τρόπο που περιγράφηκε σαν εκτέλεση προδιαγεγραμμένου σχεδίου από μέλη μιας οργανωμένης εγκληματικής συμμορίας, και η δολοφονία του Γιώργου Φουντούλη και του Μανώλη Καπελώνη με τρόπο που μοιάζει να είναι έργο εκδικητών μιας Αριστεράς-στα-όπλα, είναι δυο μόνο επεισόδια σε έναν μακρύ κατάλογο θυμάτων, που δολοφονήθηκαν κυρίως επειδή οι δολοφόνοι τους διαφωνούσαν με τις πολιτικές απόψεις τους.
Το βιβλίο του Δημήτρη Ψυχογιού Η πολιτική βία στην ελληνική κοινωνία προσεγγίζει ιδεολογικά τη σχέση της βίας με την ελληνική κοινωνία και εκθέτει, μεταξύ άλλων παραμέτρων, το ζήτημα της πολιτικής βίας ως συστατικό της ελληνικής ιδιοπροσωπίας ή, αν θέλετε, του ελληνικού εξαιρετισμού. Ο Ψυχογιός, καταστατικά, από τον πρόλογο κιόλας του βιβλίου του, δηλώνει ότι «η βία εκδηλώνεται με αφορμή κοινωνικά-πολιτικά γεγονότα, έχει όμως πολιτισμικές ρίζες». Ο Ψυχογιός την εντοπίζει στον ιστορικό μύθο της συγκρότησης και της πορείας του ελληνικού έθνους-κράτους, της νεότερης Ελλάδας και την περιγράφει ως «την αγωνιστική ανάγνωση της ιστορίας που η Δεξιά αναδεικνύει ως 'πολεμική αρετή των Ελλήνων' και η Αριστερά ως 'αντιστασιακό ήθος του ελληνισμού'. "Είμαστε σε αγώνες που δικαιώνουν κάποιους που προηγήθηκαν, που και αυτοί δικαίωναν κάποιους προηγούμενους». Προσθέτει, βάζοντας στη σειρά τους άπειρους ανένδοτους αγώνες τους οποίους δίνουν διάφορες συλλογικότητες, το έθνος καταρχάς (για το Όνομα, την Υφαλοκρηπίδα, τις Γκρίζες Ζώνες) και κατά δεύτερον διάφορες κοινωνικές ομάδες, συνδικάτα, πόλεις, κοινότητες συμφερόντων τελοσπάντων, που είναι ανυποχώρητοι και δεν διαπραγματεύονται τις άδειες, την απελευθέρωση του ωραρίου, τον ΧΥΤΥ, τα σκουπίδια... Κάθε ομάδα, κάθε συνδικαλιστική ενότητα, κάθε πόλη, κάθε επαγγελματική κατηγορία, κάθε φοιτητική παράταξη έχουν λόγους να μη διαπραγματεύονται τίποτα κυρίως με το κράτος - με αποτέλεσμα να κερδίζει παντού η πολιτική της σύγκρουσης. Γεμάτη από την ίδια πολιτική είναι η καθημερινότητά μας, λέει ο Ψυχογιός, αφού η διαδήλωση, η κλιμάκωση κάθε διεκδίκησης στις κανονικές χώρες, η "ανώτερη μορφή πάλης", σε εμάς στην Ελλάδα είναι η καθημερινότητα - "αποδεκτή και ειρηνική διαμαρτυρία όσο και η διανομή προκηρύξεων".
Η αλήθεια είναι ότι και η εθνικοφροσύνη, και ο εθνικολαϊκισμός, οι δύο ιδεολογίες που βρέθηκαν απέναντι στη διάρκεια του εμφυλίου, έχουν πολύ λιγότερες ιδεολογικές αποκλίσεις απ' όσες θα φανταζόταν κανείς. Με διαφορές, υπάρχουν σημεία στα οποία οι δύο αυτές αναγνώσεις ταυτίζονται. Μιλώντας στη Λαμία, στις 22 Οκτωβρίου 1944, ο Άρης Βελουχιώτης μεταξύ άλλων είπε στο πλήθος που είχε συγκεντρωθεί εκεί:
«Κάποτε, η γωνιά αυτή της γης που πατάμε και λέγεται Ελλάδα ήτανε δοξασμένη κι ευτυχισμένη κι είχε έναν πολιτισμό, που επί δυόμισι χιλιάδες χρόνια συνεχίζει να παραμένει και να θαυμάζεται απ’ όλο τον κόσμο. […] Στην εποχή της σκλαβιάς πέρασε σκληρά, μαύρα χρόνια και πολλοί “έξυπνοι”, ανάμεσα στους οποίους και κάποιος Φαλμεράγιερ, ισχυρίστηκαν πως η ελληνική φυλή έσβησε κι ότι αυτή διασταυρώθηκε μ’ άλλες φυλές, που δεν έχουν τίποτα το κοινό με την αρχαία ελληνική φυλή. Μα ό,τι κι αν πούνε, αυτό δεν έχει καμιά αξία. Την ελληνικότητά μας την αποδείξαμε. Γεγονός είναι ότι  η χώρα μας ξεσηκώθηκε και ξαναγένηκε πάλι λεύτερη. Αυτό κανείς δεν το ’θελε. Ούτε οι ξένοι βασιλιάδες ούτε οι ντόπιοι κοτζαμπάσηδες. […] Με την επικράτηση της επανάστασης αμέσως οι δικοί μας κοτζαμπάσηδες επιβληθήκαν επάνω στη χώρα μας. Η αντίδραση, ντόπια και ξένη, για να ευνουχίσει τον λαϊκό χαραχτήρα του κινήματος και να επιβάλει νέα σκλαβιά, χρησιμοποίησε όλα τα μέσα. Και στο τέλος το πέτυχε. Η αρχή έγινε κολλώντας στο σβέρκο της πατρίδας μας τον Καποδίστρια. Ο Γιάννης Καποδίστριας από την ανασύσταση του ελληνικού κράτους άρχισε την καταστροφή της χώρας μας κι ένας άλλος, ο Γιάννης ο Μεταξάς, έβαλε σ’ αυτή το καπάκι […]
Η συνωμοσιολογική ανάγνωση της ιστορίας, αλλά και η απόλυτη βεβαιότητα ότι όλα όσα λέει ο Βελουχιώτης είναι η αλήθεια, κατ΄ αναλογίαν του λόγου της Αριστεράς που, κατά καιρούς, διεκδικεί την αξιωματική ισχύ της αλήθειας των αναλύσεών της, είναι στη βάση αυτού που ο Ψυχογιός περιγράφει ως πολιτισμικές ρίζες της βίας. Κι η παροιμιώδης φράση του εθνολαϊκού Βελουχιώτη, που αναπαρήχθη μια μέρα στη Βουλή από έναν βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ, «καλή αντάμωση στα γουναράδικα», ακόμα κι αν σήμαινε την ενδόμυχη αποδοχή της ήττας του, ταυτόχρονα παρέπεμπε σε μια λογική σύγκρουσης, στο τέλος της οποίας δεν υπάρχει ο συμβιβασμός αλλά ή η τελική επικράτηση ή ο μαρτυρικός θάνατος, η θυσία - έννοια χρηστική, που συνέβαλε στο να γεμίσει σελίδες με αγίους ο Συναξαριστής της Ορθοδοξίας ή να γεμίσει πρόσωπα/σύμβολα το εξτρεμιστικό Ισλάμ και ο ισλαμοφασισμός. Γι' αυτό η χρήση εκείνης της παροιμιώδους φράσης του Βελουχιώτη σήμερα ανακαλεί τον εμφύλιο, όχι ως ιστορική περίοδο - αντικείμενο μελέτης, αλλά ως μια εκκρεμότητα που ζητεί οριστική διευθέτηση.
Δεν είναι τυχαίο ότι, συχνά, εναρμονισμένες με ανάλογες επιλογές του αριστερισμού, οι αποφάσεις και οι πολιτικές κατευθύνσεις της Αριστεράς ανακαλούν συχνά τον εμφύλιο. Ξεχνούν ότι το επίπεδο ελευθερίας που απολαμβάνουμε (και απολαμβάνουν και οι ίδιοι) δεν οφείλεται στη μεταπολιτευτική περιφορά του εικονίσματος του Βελουχιώτη αλλά στο «βάθεμα και στο πλάτεμα της δημοκρατίας», σύμφωνα με τη φρασεολογία ενός άλλου αριστερού ηγέτη, του Λεωνίδα Κύρκου. Κοινοβούλιο, πλουραλισμός, πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα ήταν τα αιτήματα της μεταπολίτευσης και, σε μεγάλο βαθμό, κερδήθηκαν – και χάρη στο ευρωπαϊκό περιβάλλον που κι αυτό κερδήθηκε, διευρύνθηκαν.
Αυτά τα αιτήματα, δυστυχώς, δεν υιοθετήθηκαν από την Αριστερά – ή, για να είμαστε περισσότερο ακριβείς, υιοθετήθηκαν μόνο από ένα τμήμα της ανανεωτικής πτέρυγάς της. Κατά τα άλλα, η ιδεολογία (και η αισθητική) της ελληνικής Αριστεράς κινήθηκε στο πλαίσιο που, εύστοχα, ο Άκης Γαβριηλίδης ονομάζει «αθεράπευτη νεκροφιλία» (ένα επεισόδιό της, μάλιστα, περιγράφει ο Ψυχογιός στις πρώτες σελίδες του βιβλίου: τον τρόπο οικειοποίησης από την ελληνική κουλτούρα του εθνικολαϊκισμού του θανάτου που περιγράφεται στο Γελαστό Παιδί του Θεοδωράκη. Το έργο του Μρένταν Μπήαν, Ένας Όμηρος, μιλά για τη δολοφονία του Μάικλ Κόλινς, ηγετικού στελέχους του IRA, από διαφωνούντες της οργάνωσής του, στα ελληνικά όμως οι στίχοι "σκοτώσαν οι δικοί μας" μετατράπηκαν σε "σκοτώσαν οι εχθροί μας" (στο δίσκο) ή σε "σκοτώσαν οι φασίστες"...
Αν ψάχνεις μάρτυρες για να τους αναγορεύσεις σε ήρωες, όμως, χρειάζεσαι και ρήξεις, συγκρούσεις, πολέμους. Άλλωστε, τι άλλο είμαστε από «μια κοινότητα αίματος και θυσιών»; - σύμφωνα και με την εθνικόφρονα αντίληψη της ελληνικής ταυτότητας, αλλά και σύμφωνα με την αριστερή. Ο Άρης Βελουχιώτης πληροί όλες τις προϋποθέσεις του μάρτυρα. Πολέμησε για μια ιδεολογική φενάκη, αλλά ήταν ο ηττημένος – διπλά ηττημένος, μάλιστα, αποκηρυγμένος δηλαδή και από το κόμμα του, επέλεξε ο ίδιος τη θυσία. Η αναγόρευσή του στο απόλυτο σύμβολο του αγώνα για τον «λαό» οφείλεται όμως και στο ότι οι «άλλοι», αυτοί που νίκησαν, αντί να συμφιλιωθούν με τους ηττημένους, βάθυναν τη διαίρεση.
Είναι μια διαίρεση που, ενδεχομένως, δεν παραπέμπει σε έναν μεγάλης έκτασης πόλεμο, αλλά έχει πολλούς νεκρούς, περιττούς ως "μάρτυρες" για μια ευρωπαϊκή δημοκρατία, βασική διεκδίκηση της οποίας θα περίμενε κανείς να είναι η εναρμόνισή της με τους Ευρωπαίους εταίρους και την κανονικότητα της ζωής, που επενδύει στον καθημερινό πολιτισμό της ειρήνης κι όχι στον πόλεμο, ή έστω στις συμβολικές αναπαραστάσεις του. Μολονότι η βία, πολιτική και τρομοκρατική, επαναλαμβάνει ο Ψυχογιός, δεν έχει τα αίτιά της μόνο στην παρούσα κοινωνική κατάσταση, ότι θα χρειαστεί να ξαναδιαβάσουμε και, κυρίως, να ξαναγράψουμε το ιστορικό ποαρελθόν μας για να την ξεπεράσουμε οριστικά, παρ' όλα αυτά καταγράφει τους νεκρούς της πολιτικής βίας το πρόσφατο διάστημα.  Ήδη το 2010 - έτος που ακόμα δεν είχαν φανεί οι οδυνηρές συνέπειες της βίαιης προσαρμογής στη χώρα στις επιταγές του Μνημονίου - ο Ψυχογιός παρατηρεί ότι είχαμε 7 νεκρούςσε λιγότερους από μήνες. Ας θυμηθούμε μαζί του:
"Η αρχή έγινε με τον Λάμπρο Φούντα του Επαναστατικού Αγώνα στις αρχές Μαρτίου, που σκοτώθηκε σε ανταλλαγή πυροβολισμών με την Αστυνομία.  Ακολούθησε ο Χαμί Νατζάφι, δεκαπεντάχρονος μετανάστης από το Αφγανιστάν, που σκοτώθηκε στα τέλη Μαρτίου από αδέσποτη βόμβα. Οι Παρασκευή Ζούλια, Αγγελική Παπαθανασοπούλου και Επαμεινώνδας Τσάκαλης πέθαναν κατά τον εμπρησμό της Μαρφίν, στις αρχές Μαϊου. Ο Γιώργος Βασιλάκης, υπασπιστής του Μιχάλη Χρυσοχοϊδη, δολοφονήθηκε με επιστολή βόμβα στα τέλη Ιουνίου και στα μέσα Ιουλίου δολοφονήθηκε ο δημοσιογράφος Σωκράτης Γκιόλιας. Τον Ιούνιο του 2009 είχε δολοφονηθεί ο υπαρχιφύλακας της αντιτρομοκρατικής Νεκτάριος Σάββας. Τον Ιανουάριο της ίδιας χρονιάς, κατά τη διάρκεια των 'νέων Δεκεμβριανών' έγινε επίθεση με καλάσνικοφ εναντίον διμοιρίας των ΜΑΤ στο υπουργείο Πολιτισμού, στην οποία τραυματίστηκε βαριά ένας αστυνομικός και δυο άλλοι ελαφρύτερα..."
Η παραπάνω λίστα αποδεικνύει ότι τον κύκλο της βίας συμπληρώνουν πολλοί. Πρόσφατη είσοδος σε αυτόν, με σοβαρότερες αξιώσεις από το παρελθόν, όταν ο ρόλος της ήταν περιθωριακός, η ρατσιστική Χρυσή Αυγή. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον μάλιστα έχει ότι ένα από τα δημοφιλέστερα συνθήματα που διακινεί η συγκεκριμένη οργάνωση είναι το μπααθικής εμπνεύσεως ανδρεοπαπανδρεϊκό: η Ελλάδα στους Έλληνες. Το σύνθημα του πασοκικού κουλέρ λοκάλ τοποθετήθηκε από τους χρυσαυγίτες με άνεση πλάι στα δικά τους εικονίσματα, στον φύρερ που τους εμπνέει και στην ακράδαντη πίστη τους για την τιμή, την ανωτερότητα της φυλής και την καθαρότητα του αίματος, για το ελληνικό DNA, που ωστόσο έχουν επικαλεσθεί σχεδόν όλοι οι πολιτικοί αρχηγοί.
Τι περιέχει αυτό το ελληνικό DNA; Πρωτίστως, αίσθηση ανωτερότητας, περιφρόνηση ή μίσος για τον άλλο. Φαντασιώσεις ισχύος, που μας έκαναν να αγοράζουμε όπλα αντί να προσπαθούμε να βρούμε λύσεις με τα κράτη με τα οποία συνορεύουμε. Ανόητες περιχαρακώσεις στα όρια ενός χωρίς σημασία εθνοκεντρισμού, που στο όνομα δήθεν της ιδιαιτερότητας και της διαφοράς οδήγησε στην άρνηση οργάνωσης του ελληνικού κράτους στο πρότυπο των δυτικών εταίρων μας (από τη δημόσια διοίκηση έως το Πανεπιστήμιο, από το κτηματολόγιο μέχρι το ΕΣΥ).  Εθνικόφρονα αντιιμπεριαλισμό και αντιδυτικισμό – που θα μπορούσε να συμβολιστεί στο χαιρέκακα ομόθυμο «καλά να πάθουν», το σύνθημα με το οποίο η ελληνική κοινή γνώμη τοποθετήθηκε μετά το αποτρόπαιο γεγονός της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 και το οποίο επικύρωσε πανηγυρικά τη φαιοκόκκινη σύγκλιση του ελληνικού αναδελφισμού. Sui generis τοποθετήσεις στις διεθνείς σχέσεις, που μας έκαναν καταγέλαστους και περιφρονητέους στη διεθνή κοινότητα: η διαμάχη που εκκίνησε από τον Αντώνη Σαμαρά με τη χώρα που σήμερα την αποκαλούμε FYROM για το όνομα σε κανονικές συνθήκες θα θεωρούνταν μια ιδεοληπτική γραφικότητα· ενώ ακόμα και σήμερα πιστεύουμε ότι οι κακοί Δυτικοί βομβάρδισαν τη Σερβία επειδή είχαν τεράστια γεωστρατηγικά συμφέροντα κι όχι επειδή το καθεστώς Μιλόσεβιτς αποδείχθηκε μια τεράστια εθνικιστική μηχανή μίσους, τρόμου και προσπάθειας επιβολής της εθνικής καθαρότητας…
Μην έχουμε λοιπόν αυταπάτες. Η ελληνική ιδεολογία, η ιδεολογία που επισήμως διακινεί το ελληνικό κράτος, αναπαράγει η εκπαίδευση, σιγοντάρει η εκκλησία, δοξάζουν στην πλειονότητά τους τα ΜΜΕ, η ιδεολογία που μοιραία διακινείται στα καφενεία και στις λαϊκές αγορές, στην ακρότητά της οδηγεί και στη Χρυσή Αυγή. Το ερώτημα είναι πώς, από βίαιο κοινωνικό περιθώριο, η συγκεκριμένη οργάνωση αποκτά χαρακτηριστικά (πάντα βίαιου) κοινωνικού κινήματος.
Τη δυναμική που έχει σήμερα αποκτήσει η Χρυσή Αυγή τη διεκδίκησε στα μετερίζια της Αγανάκτησης και στον Άγιο Παντελεήμονα. Ο υποδόριος ρατσισμός απέναντι στον Άλλο εύκολα μετατράπηκε σε υποστήριξη της συγκροτημένης πολιτικά ομάδας που αντιμετώπισε δυναμικά τους χωρίς χαρτιά (και χωρίς ελπίδα) μετανάστες ως πρόβλημα. Και τον βίαιο αντικοινοβουλευτισμό, που εκφράστηκε με συνθήματα για κρεμάλες και Γουδιά, με αντισυγκεντρώσεις και γιαουρτώματα, δεν τον καρπώθηκε ως διαμαρτυρία μόνο η Αριστερά.
Το βιβλίο του Δημήτρη Ψυχογιού για την πολιτική βία είναι πολύτιμο, για πολλούς ακόμα λόγους. Κυρίως, όμως, είναι πολύτιμο διότι περιέχει την πρώτη (απ' όσο ξέρω) πλήρη ιδεολογική ανάγνωση των αιτίων που η βία είναι τόσο βαθιά στην ελληνική κοινωνία και σε τόσο  ιδεολογικά διαφορετικά μεταξύ τους τμήματά της. Το μείζον πρόβλημα της χώρας, λέει αυτή η ανάγνωση, είναι ότι ακόμα, σήμερα, σε όλα σχεδόν τα κόμματα, κυριαρχεί η μίζερη αντίληψη του συνθήματος «η Ελλάδα ανήκει στους Έλληνες». Κι ότι οι πραγματικά εξωστρεφείς πολιτικοί της μεταπολίτευσης, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, ο Γεώργιος Ράλλης, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, ο Λεωνίδας Κύρκος,  ο Κώστας Σημίτης θεωρούνται αποσυνάγωγοι – μαζί με τα πολιτικά διακυβεύματα της πολιτικής τους, τον εκσυγχρονισμό και τον ευρωπαϊκό δρόμο.
Από αυτά τα διακυβεύματα θα χρειαστεί να αρχίσουμε - κι απ' την αρχή.
Τετάρτη, 13 Νοέμβριος 2013.
Συντάχθηκε απο τον/την News-Admin
ΓΝΩΜΗ - http://www.gnomionline.gr/

Δεν υπάρχουν σχόλια: