28 Νοεμβρίου 2015

Returne to the roots: To Καταναλωτικό Κίνημα μπροστά στην Κλιματική Αλλαγή


«Να αγαπάς την ευθύνη.
Να λες: Εγώ μονάχος μου έχω χρέος να
σώσω τη γης.
Άμα δεν σωθεί εγώ θα φταίω».

Νίκος Καζαντζάκης, «Ασκητική»

Ο πλανήτης οδηγείται, από την αλόγιστη εκμετάλλευση των πλουτοπαραγωγικών του πηγών και από την άρνηση των μεγάλων οικονομικών συμφερόντων να περιορίσουν τις εκπομπές ρυπογόνων αερίων, σε μεγάλες ανατροπές της οικολογικής ισορροπίας, όπως επίμονα έχουν προειδοποιήσει οι επιστήμονες. Η σύγχρονη κοινωνία ξεπέρασε τα όριά της και έφτασε σε σημείο η κατανάλωση να είναι αυτοσκοπός και όχι εξυπηρέτηση βασικών αναγκών, έγινε υπερκατανάλωση.
Η υπερπαραγωγή – υπερκατανάλωση είχε μακροπρόθεσμα θλιβερές συνέπειες για τον άνθρωπο και το περιβάλλον. Υπερκατανάλωση σημαίνει περισσότερα εργοστάσια άρα περισσότερα αέρια του θερμοκηπίου.
Για να μπορέσουμε να πετύχουμε την ταχύτατη και τεράστια παραγωγή προϊόντων αποσπούμε από τη φύση περισσότερα αγαθά από ότι χρειαζόμαστε είτε που επιτρέπεται να πάρουμε.
Η κατάσταση σήμερα
Η παρατηρούμενη υπερκατανάλωση αγαθών, συνυπάρχει με την πείνα και την φτώχεια και οδηγεί σε
  • όλο και μεγαλύτερη σπάταλη των πόρων της Γης,
  • διαρκώς αυξανόμενη παραγωγή αποβλήτων,
  • ακραία καιρικά φαινόμενα και
  • προβλήματα υγείας και επιβίωσης με πρώτα θύματα τους φτωχούς.
Ο άνθρωπος σκοτώνει το περιβάλλον, αλλά δεν έχει καταφέρει ακόμα να συνειδητοποιήσει ότι έτσι σκοτώνει τον ίδιο του τον εαυτό.
Συμπερασματικά, η πηγή του προβλήματος εντοπίζεται σε τέσσερις βασικούς άξονες που έχουν άμεση σχέση με τον τρόπο διαβίωσης μας και τις καταναλωτικές μας συνήθειες:
1. Υπερπαραγωγή – υπερκατανάλωση
2. Αξιοποίηση ρυπογόνων πηγών ενέργειας
3. Χρήση μηχανών μετακίνησης με ρυπογόνες λειτουργίες
4. Διατροφική διαχείριση με κατασπατάληση των φυσικών πηγών της τροφής και, εν συνεχεία, κατά συνέπεια,  μετάβαση της διατροφής στην βιομηχανική παραγωγή που ξεκινάει από την μεταλλαγή και καταλήγει στην εξυπαρχής κατασκευή της με χημικές-μηχανικές μεθόδους.

Παραδείγματα
Τα δάση που απορροφούν το διοξείδιο εξαφανίζονται, τα νερά μολύνονται και χρειαζόμαστε εργοστάσια να τα καθαρίσουμε, η ατμόσφαιρα δηλητηριάζεται και η ξηρά μετατρέπεται σε σκουπιδότοπο και χρειαζόμαστε εργοστάσια είτε για την καύση τους είτε για να τα κάνουμε κομπόστα.
Η καύση υδρογονανθράκων, δηλαδή πετρελαιοειδών ή φυσικού αερίου, ή κάθε είδους γαιάνθρακα (λιγνίτη, ανθρακίτη κ.α.) παράγει νέφος το οποίο βλάπτει την ανθρώπινη υγεία και δημιουργεί το φαινόμενο του θερμοκηπίου.
Η καύση υδρογονανθράκων και οργανικών ουσιών που παράγει διοξείδιο, κυρίως πραγματοποιείται σε τρείς πηγές: την βιομηχανία, το αυτοκίνητο και τα κτήρια (κατοικίας και εργασίας για θέρμανση και κλιματισμό).
Επίσης, αν ευοδωθούν οι πιέσεις συγκεκριμένων εταιρειών, τότε θα έχομε και μια πρόσθετη πηγή παραγωγής ρύπων, τις εγκαταστάσεις καύσης απορριμμάτων, οι οποίες εκτός των κλασικών ρύπων (μονοξείδιο και διοξείδιο του άνθρακα κ.α.) θα παράγουν και μεγάλες ποσότητες διοξινών από την καύση των πλαστικών PVC που υπάρχουν στα απορρίμματα.
Οι διοξίνες είναι ιδιαίτερα καρκινογόνες και έχουν σωρευτικές ιδιότητες δηλαδή παραμένουν στον οργανισμό και δεν αποβάλλονται ενώ προστίθενται οι νέες.
Αποτελεί πλέον κοινή παραδοχή πως δεν φτάνουν οι τεχνολογικές, οικονομίες και πολιτικές αναδιαρθρώσεις για να αντιμετωπίσουμε τα προβλήματα της οικονομικής κρίσης, της παγκόσμιας φτώχειας και του κινδύνου μιας οικολογικής καταστροφής. Απαιτείται παράλληλα μια οργανωμένη προσπάθεια για τον μετασχηματισμό της κοινωνίας. Να μπορέσουμε να πετύχουμε τον επαναπροσανατολισμό μας από τον καταναλωτισμό… στην αειφορία.
Επιτακτική ανάγκη η αλλαγή μοντέλου
Τα ψέματα τελείωσαν. Κανείς δεν μπορεί πια να κερδίζει βασανίζοντας τον πλανήτη Γη. Όλοι μαζί οφείλουμε να τον περιθάλψουμε και να θεραπεύσουμε τις άπειρες πληγές που ανοίξαμε επί χρόνια στο «σώμα» του… καθοδηγούμενοι από τους κερδοσκόπους και την απληστία μας. Ο ήλιος, το νερό, το χώμα, ο αέρας, τα ζώα, είναι… σύμμαχοι και όχι εχθροί μας. Ας πάψουμε να τα πολεμάμε.
Η έξοδος από το αδιέξοδο αυτό είναι γνωστή από τα παλιά χρόνια, αλλά δύσκολα εφαρμόζεται. Ο προσανατολισμός της ανάπτυξης πρέπει να αλλάξει έγκαιρα, να γίνουν επενδύσεις για την ικανοποίηση συλλογικών αναγκών, να μειωθεί η ανισότητα που υπάρχει ανάμεσα στις εισοδηματικές τάξεις, να αναγνωριστεί η αξία της χειρωνακτικής εργασίας και να παράγονται αγαθά πιο απλά και μεγαλύτερης διάρκειας.
Το βασικότερο απ’ όλα και το πρωταρχικό στοιχείο είναι να αλλάξει η υπάρχουσα καταναλωτική νοοτροπία. Οι άνθρωποι πρέπει να περιοριστούν στις πραγματικές τους ανάγκες και να μην χρησιμοποιούν την παραγωγή σαν μέσο δύναμης, προβολής ή κέρδους.
Η αυταπάτη της «προόδου»
«Ανόητη κοινωνία και άφρονη οικονομία οδηγούν τον πλανήτη στο χείλος της καταστροφής… Η επιβίωση της Γης εξαρτάται, περισσότερο από ποτέ, από ένα τρόπο σκέψης παντελώς νέο, καινοτόμο»,  έγραψε ο Κιρκπάτρικ Σέιλ.
Πράγματι, για 41 χρόνια παράχθηκε ένας κολοσσιαίος αριθμός νόμων, δημιουργήθηκαν ειδικά γραφεία, συντάχθηκαν κωδικοί και τέθηκαν σε εφαρμογή απαγορεύσεις, συγκροτήθηκαν χιλιάδες περιβαλλοντικές ομάδες και λόμπυ σε όλο τον κόσμο, απαγγέλθηκαν κατηγορίες και καταδίκες και ξοδεύτηκαν εκατοντάδες εκατομμύρια για την μελέτη διεξόδων και «θεραπειών».
…Παρά ταύτα, παραμένει το γεγονός ότι η πλειοψηφία των περιπτώσεων κακοποίησης του περιβάλλοντος είναι εκτός ελέγχου και ότι το καθόλα αρνητικό μας αποτύπωμα στην Γη, αντί να μειωθεί, αυξάνεται γεωμετρικά!
«Το περιβαλλοντικό μας αποτύπωμα είναι ήδη εκτός βιωσιμότητας για τον πλανήτη» έγραφε πρόσφατα ο βιολόγος Χάρβαρντ Ουίλσον. «Αυξάνεται διαρκώς και συνεχώς ενώ η Γη έχει χάσει προ πολλού την ικανότητα ανάκτησης». Δεν είναι τυχαίο μάλιστα ότι τα φυσικά οικοσυστήματα μειώθηκαν κατά 30% τα τελευταία 30 χρόνια.
Η αναποτελεσματικότητα της ατομικής δράσης
Γιατί η συντριπτική πλειοψηφία των κυβερνήσεων του κόσμου υιοθετούν πολιτικά και οικονομικά συστήματα που συνιστούν αιτία παρόμοιων καταστροφών και συμβάλλουν στην διατήρηση τους ακόμα και όταν οι σοβαρότατες επιπτώσεις τους είναι τόσο έκδηλες; Γιατί θεωρούμε ότι η απάντηση μας στην οικολογική κρίση απαιτεί, πρώτα και κατά κύριο λόγο, μία μεταλλαγή των ατομικών στυλ ζωής - ανακύκλωση, φωτοβολταϊκά, υβριδικά οχήματα, κομπόστ, βιολογικά τρόφιμα, διπλά θερμομονωτικά πάνελς;
Εάν θέλουμε να κατανοήσουμε τις βαθύτερες αιτίες του προβλήματος θα πρέπει να θέσουμε ένα ερώτημα: γιατί σχεδόν όλοι φαίνεται να προτιμούν να συμβιώσουν με την απειλή της ολικής καταστροφής, αντί να προσπαθήσουν να αλλάξουν ένα κόσμο στον οποίο η υπερκατανάλωση συνιστά αρετή; Η υπερπαραγωγή κοινωνικο-οικονομικών αναγκών και κάθε τι το «παραπάνω» - οχήματα και χημικά προϊόντα, διδακτορικά, μαθήματα γκολφ ή κέντρα ανακύκλωσης - είναι αναμφισβήτητα καλοδεχούμενα.
Η απάντηση είναι ότι, στην πράξη η συντριπτική πλειοψηφία δεν διανοείται την εγκατάλειψη ενός οικονομικού συστήματος -βιομηχανικού καπιταλισμού- που αποδίδει υλική ευμάρεια, μακροζωία και μία πλειάδα επιπρόσθετων όπως η διασκέδαση, τα φάρμακα, το σπορ ή η τηλεόραση.
Οι λίγοι που θα επιθυμούσαν την εγκατάλειψη του είναι ουσιαστικά ανήμποροι, αγνοημένοι, καθησυχασμένοι, φοβισμένοι ή και καταπιεσμένοι από το κυρίαρχο σύστημα, την εξουσία και το «στάτους κβο».
Το βασικό πρόβλημα έγκειται στο ότι ο βιομηχανικός καπιταλισμός αναπτύσσεται γύρω από δύο αρχές που τίθενται στον αντίποδα εκείνων της οικολογικής υπευθυνότητας:
Οικονομία…
Πρόσφατα αναλογιζόμουν πόσο ανόητη είναι η διδασκαλία των οικονομικών στα περισσότερα πανεπιστήμια καθόσον αγνοεί μία από τις σπουδαιότερες διαστάσεις τους: την οικολογία, ή τα φυσικά συστήματα από τα οποία, σε τελευταία ανάλυση, εξαρτάται όλη η οικονομική ζωή του πλανήτη.
Δεν είναι τυχαίο ότι κάθε οικονομολόγος είναι σε θέση να ανακοινώσει το κέρδος από την πώληση μιας «άλφα» ποσότητας δημητριακών δίχως, όμως, να μπορεί να υπολογίσει την ποσότητα του εδάφους που διαβρώθηκε η δηλητηριάστηκε για την καλλιέργεια, τις ζημιές που υπέστη το οικοσύστημα της περιοχής, τις επιπτώσεις των χημικών λιπασμάτων που χρησιμοποιήθηκαν για τα υπόγεια νερά ή το τεράστιο περιβαλλοντικό κόστος της μαζικής παραγωγής χημικών λιπασμάτων, ζιζανιοκτόνων και γεωργικών μηχανημάτων υψηλής τεχνολογίας.
Σε κάθε περίπτωση, το πρόβλημα εστιάζεται στον μονόδρομο της «ανάπτυξης», στο καταναλωτικό μοντέλο και στην αλόγιστη εκμετάλλευση των πόρων. Δεν πρόκειται για σφάλματα του καπιταλισμού. Αυτό ξέρει να κάνει και αυτό και μόνο αυτό τον τροφοδοτεί και τον ζωογονεί. Πολύ εύγλωττα το περιέγραψε ο περιβαλλοντολόγος Τζ. Σίμπρικ: «Εάν σκοπός της ανθρώπινης δραστηριότητας σε αυτό τον πλανήτη είναι η καταστροφή του δεν υπάρχει καλύτερη επινόηση εργαλείου από την οικονομία της αγοράς».
Με απλά λόγια, το περιβαλλοντικό κίνημα δεν θα μπορέσει ποτέ να φθάσει τους στόχους του έως ότου θα ταυτίζεται με την καπιταλιστική κοινωνία. Απλά, θα ενοχλεί αλλά και η ενόχληση θα μετασχηματίζεται γρήγορα σε σχετικά υποφερτή. Να γιατί ένας παραδοσιακός, ακτιβιστής, ο Τζ. Λούτσενμπέργκερ, είχε δηλώσει: «Στο περιβαλλοντικό κίνημα οι νίκες είναι πάντα εφήμερες ενώ οι ήττες τετελεσμένες… Αυτό το οποίο μπορείς να σώσεις σήμερα μπορεί να καταστραφεί κάλλιστα αύριο».

Αλλαγή μοντέλου; Ναι. Αλλά ποιό....
Ο Εντγκάρ Μορέν αναρωτιόταν: «Ο καπιταλισμός είναι ανίκανος να επιλύσει το πρόβλημα του ελέγχου της ανάπτυξης και, γενικότερα, της οικολογικής κρίσης; Πιστεύω ότι η απάντηση εξαρτάται από την γωνία εστίασης του οικολογικού ζητήματος… Εάν το οικολογικό ζήτημα θεωρηθεί αποκλειστικά από οικονομικής και τεχνολογικής σκοπιάς, τότε ο καπιταλισμός είναι σε θέση να συνδράμει μέσω μιας σημαντικής τεχνολογικής προσπάθειας. Φυσικά, η όλη προσπάθεια θα θέσει όρια και περιορισμούς που θα μπορέσει, κάλλιστα, να ανταπεξέλθει χάριν μιας οργανωτικής αναδιάρθρωσης... Από αυτή την άποψη η οικολογία θα μπορούσε να του προσδώσει μια νέα ώθηση έτσι όπως συνέβη πάντα με τις οικονομικές κρίσεις, θανατηφόρες επί της αρχής αλλά διεγερτικές ως προς τις συνέπειες. Θα μπορούσε να αναπτυχθεί, κατ’ ακολουθία, ένας οικολογικός καπιταλισμός που θα μπορούσε να παράγει το «μη μολύνον», το «υγιές» και το «ανακυκλωμένο»…».
Παρόλο που η οπτική της «green economy» φαντάζει απλή όσο και ορθολογική υποκρύπτει περισσότερες από μια δυσκολίες. Ποιά θα μπορούσε να ήταν η «σωστή τιμή» των αγαθών που διατίθενται δωρεάν από την φύση, τα οποία δεν είναι ανανεώσιμα και δεν λογαριάζονται, στην πλειοψηφία τους, στο πλαίσιο των οικονομικών διαδικασιών;
Πριν από πολλά χρόνια, ένας εξαιρετικός φυσιοδίφης, ο  Άλντο Λέοπολντ, υπενθύμιζε ότι «η πλειοψηφία των μελών της κοινότητας της Γης δεν έχει οικονομική αξία. Τα άγρια λουλούδια και τα στρουθιόμορφα είναι ένα παράδειγμα. Από τους είκοσι δύο χιλιάδες τύπους ιθαγενών ζώων και φυτών του Ουισκόνσιν μόνο το 5% είναι κατά κάποιο τρόπο οικονομικά εκμεταλλεύσιμο. Και όμως, αυτές οι δημιουργίες είναι σημαντικό κομμάτι της βιοτικής κοινότητας. Δεδομένου δε ότι η σταθερότητα της τελευταίας εξαρτάται από την ακεραιότητα τους, αυτές έχουν κάθε δικαίωμα να εξακολουθούν να υπάρχουν».
Οι επισημάνσεις του Λέοπολντ καλούν να αναρωτηθούμε αν αρχές όπως η «όποιος μολύνει πληρώνει» - αντί του απλούστερου «απαγορεύεται η μόλυνση» - συνιστούν πραγματική απόκλιση.
Όπως αναλύει η Βαντάνα Σίβα στο τελευταίο της βιβλίο, το πρωτόκολλο του Κιότο - το μεγαλύτερο εγχείρημα προγραμματικής ενσωμάτωσης του περιβάλλοντος στην οικονομία της αγοράς που επιχειρήθηκε ποτέ – θεμελιώνεται ακριβώς στο νομικά κατοχυρωμένο δικαίωμα μόλυνσης σε μία ομάδα προεπιλεγμένων εταιρειών και επιχειρήσεων και στην άδεια εμπορίου των σχετικών αδειών εν είδη «πίστωσης».
Η αποτυχία των πολύπλοκων διαδικασιών σχετικά με τον άνθρακα αποδεικνύει ότι το παραγωγικό σύστημα και τα κρατικά συμφέροντα είναι εξαιρετικά επιδέξια στην χειραγώγηση των κανόνων της αγοράς προς ίδιον όφελος με αποτέλεσμα την υπερσυγκέντρωση της οικονομικής εξουσίας, την εξωτερίκευση του κόστους και την βαριά εκμετάλλευση των ασθενέστερων οικονομιών.
Από την πλευρά του ο Νίκολας Στερν - πρώην επικεφαλής της Παγκόσμιας Τράπεζας - είχε υπολογίσει το χρηματικό κόστος της αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής, συμπεραίνοντας ότι θα ήταν πολύ πιο οικονομικά συμφέρουσα η αντιμετώπιση των αιτιών της παρά η προσπάθεια μετριασμού του φαινόμενου και προσαρμογής μας στις επιπτώσεις του.
Αν θέλουμε να θεραπευτούμε από την κρίση πρέπει να ανατρέψουμε το αναπτυξιακό παράδειγμα.
«Φοβάμαι ότι η γιγάντωση της πράσινης βιομηχανίας θα προσφέρει ελάχιστα εάν δεν εξαλείψει το ταμπού του υπερ-πολλαπλασιασμού των εμπορευμάτων», έγραψε ο κοινωνιολόγος περιβάλλοντος Τζόρτζιο Όστι, ο οποίος στάθηκε παλαιότερα αρκετά κριτικός απέναντι στους υποστηρικτές της αποανάπτυξης. «Το βασικό πρόβλημα έγκειται στην απόλυτη μείωση της παραγωγής και στην παραγωγή εμπορευμάτων με ισχυρή αξία χρήσης».
Κατά συνέπεια, δεν αρκεί ο εξορθολογισμός της κατανάλωσης. Η έξοδος από την κρίση απαιτεί ένα ριζικό ηθικο-κοινωνικό αναπροσανατολισμό, μια μεταλλαγή νοοτροπίας, μια νέα οικονομική θεωρία διαμετρικά αντίθετη εκείνης της συσσώρευσης και της κτήσης και ένα σύστημα κοινωνικών σχέσεων θεμελιωμένο στην αμοιβαιότητα και στην αλληλεξάρτηση παράλληλα με τον επαναπροσδιορισμό των στόχων της «γιγαντιαίας παραγωγικότητας που η τεχνοεπιστήμη αποδίδει στην ανθρώπινη εργασία».
Εν κατακλείδι, όσο η κουλτούρα της κοινωνικής συγκρότησης και της οικονομικής λογικής αντιτίθενται στην βιολογική μας ύπαρξη διαμορφώνοντας ιδεολογικές συγκρουσιακές επιλογές στη σχέση «Φύση-Άνθρωπος»
Τόσο ο μικρόνοος εγωισμός μας θα στερεί από τα παιδιά μας το δικαίωμα να ζήσουν όπως εμείς.
…Κι όμως: «Αυτόν τον κόσμο τον καλό, σ’ εμάς τον παραδώσανε κι άλλοι τον καρτεράνε»!
* Ο Κώστας Διάκος είναι Οικολόγος, Νομικός Περιβάλλοντος, μέλος του ΠΣ των Οικολόγων Πράσινων και αντιπρόεδρος της Πανελλήνιας Ένωσης Καταναλωτών Βιολογικών Προϊόντων «ΒΙΟΖΩ».

left.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια: