22 Δεκεμβρίου 2020

Οι παλιές εποχές, αν και δεν είναι τόσο μακρινές μάλλον όσο νομίζουμε, κι η γιορτινή τελετουργία, δεν προσφέρονται για εξιδανίκευση.

Καλημέρα
Στην πατρίδα της τρυφερής μου ηλικίας οι μπακλαβάδες και τα σιρόπια, τα κατεξοχήν θρακιώτικα γλυκά του δωδεκαήμερου, όπως κι οι πίτες, περίσσευαν, οι μάνες πάντα είχαν τον τρόπο τους, αλλά δεν ξεπερνούσαν το μέτρο, ίσα που έφταναν για να νοστιμίσουν μια ζωή που στην ουσία του βίου της παρέμενε μετρημένη. Οι παλιές εποχές, αν και δεν είναι τόσο μακρινές μάλλον όσο νομίζουμε, κι η γιορτινή τελετουργία, δεν προσφέρονται για εξιδανίκευση. Κι όχι μόνο γιατί η νοσταλγία, αυτό το ολοκληρωτικό συναίσθημα, όπως το αποκαλεί ο Ταρκόφσκι, έχει έναν μοναδικό τρόπο να εκτρέπει και να ωραιοποιεί, να διαστρέφει την ουσία του πραγματικού κόσμου. Η καταφυγή στην παιδική πατρίδα, όχι ως αναζήτηση και προβληματισμό, αλλά ως αποφυγή του σημερινού, εξισώνεται με μιαν εντύπωση που κατά βάθος είναι ψευδής, αφού το τωρινό είναι έτσι κι αλλιώς παιδί του παρελθόντος. Οι άνθρωποι τότε, όπως ανέκαθεν, κοσμούσαν με κάθε ευκαιρία, ευπρέπιζαν με τον τρόπο τους, όπως μπορούσαν τον χωροχρόνο, παρέμεναν όμως δέσμιοι μιας εποχής που έτρεμε ακόμη τον φόβο της θείας οργής και την εξουσία, τα οποία έτσι κι αλλιώς ταυτίζονταν, έπεφταν στα γόνατα για μια βίζα, που θα τους έφερνε στον παράδεισο που επαγγέλονταν η χώρα των ηττημένων, παραδιδόμενοι εξ ανάγκης σε μια γλώσσα που πρωτύτερα προτιμούσαν να σκοτωθούν παρά να την ακούνε, κόντρα στο «ουαί τοις ηττημένοις», που είχε δυο μέτρα και δυο σταθμά, άλλα για εκείνους και άλλα γι’ αυτούς, τα παιδιά μιας γενιάς του δοσίματος που γέρασαν πρόωρα από την αδυναμία του τόπου να διαχειριστεί την λευτεριά του και να τα ενώσει, τόσο ανώριμη ήταν η εποχή, λες και δεν έφτανε το αίμα των νεκρών, ήθελε και το αίμα των ζωντανών, όσων είχαν απομείνει από εκείνους που για να γλυτώσουν από τον καθημερινό εφιάλτη είχαν προσφύγει ικέτες, στερώντας από τις κοινότητες και τις μικρές πόλεις την ευφυΐα και την καπατσοσύνη τους, στον Πειραιά και το Αιγάλεω και τα άλλα άσυλα, για να κρύψουν την αγωνία για την επιβίωσή τους και τις ενοχές για το θράσος τους να ονειρεύονται έναν καλύτερο κόσμο. Το παρελθόν κι οι άνθρωποί του είχαν την αντιφατικότητα που συναντάμε και σήμερα, με άλλους όρους φυσικά. Δεν είναι μάλλον η παράδοση εκείνο που, με αφέλεια ίσως ή νοσταλγία, προσφεύγουμε, ως ανάγκη ή ασφάλεια για να απαλύνουμε τα αδιέξοδά μας. Είναι δεξαμενή για την άντληση ποικίλων πραγμάτων, αναμφίβολα, όμως η άνευ όρων και ορίων αποδοχή του, η έλλειψη βλέμματος που να το ζυγιάζει, η απουσία διαλόγου και δημοκρατικής εκκοινώνισης, είναι που το μεταβάλουν σε φολκλόρ. Ιδίως όταν η αναφορά εκκινεί από μια κοινωνία κατακερματισμένη, που σχοινοβατεί για την επιβίωση, στριμωγμένη και με τα μάτια κλειστά. Η παράδοση δεν έχει πεθάνει, είναι ζωντανή κι ανακατεύεται καθημερινά στην γάστρα και σ’ ένα κομμάτι της περιπλανιέται στη μνήμη, κι ίσως και να εμφιλοχώρησε σε κάποια γονίδια, σαν την μητρική γλώσσα, που πιο πολύ την σωματοποιούμε παρά την διανοούμαστε. Η παράδοση είναι ζωντανή και μας περιμένει, για να επιλέξουμε συνειδητά, ποιοι είμαστε και τι θέλουμε να γίνουμε, και για να την απελευθερώσουμε κιόλας, γιατί εκπλήρωσε τον ιστορικό της ρόλο και πρέπει, όπως κι αυτοί που την γέννησαν, να πεθάνει για ν’ αναστηθεί, ως αγάπη και υπέρβαση, αυτήν την φορά των περιορισμών της. Επιλέγοντας και ξεπερνώντας. Σαν τους αρχαίους τεχνίτες κάθε γενιάς που, για τον Καζαντζάκη, συνέχιζαν τις παραδόσεις ξεπερνώντας τες. Αυτή η επιλογή ίσως είναι κι η αφετηρία μας πορείας για να ωριμάσουμε, να βρούμε τον χαμένο μισό εαυτό μας, που οι συμποσιαζόμενοι εδώ και δυόμιση χιλιάδες χρόνια μας θέλουν να τον κυνηγάμε για να ολοκληρωθούμε, αλλά εμείς το τερματίσαμε για να κυνηγήσουμε τον Άλλον. Από τότε που σταματήσαμε άλλωστε να βλέπουμε τον χρόνο ως παιδί, όπως ο Ηράκλειτος, και να είμαστε κατά προέκταση «αιώνιοι παίδες», όπως μας ήθελε ο Πλάτων, άρχισαν τα πράγματα να στενεύουν, ευτυχώς όχι πολύν καιρό, αφού στον ιστορικό χρόνο 100 χρόνια είναι μια ασημαντότητα. Η γιορτή δεν αναπαλαιώνεται και δεν ξαναγίνεται ακόμη κι όταν αναβιώνει, όπως και δεν μπαίνει σε βιτρίνες, δεν αγοράζεται και δεν μπορεί να καταναλωθεί. Γιατί γιορτή, δεν είναι να έχουμε αλλά να είμαστε, δηλαδή σχέση. Αυτή μας λείπει ίσως, κι αυτή είναι ενδεχομένως κατά βάθος η πηγή της ‘κρίσης’. Της κοινωνικής, αυτού του τελευταίου δεκαετούς πολέμου που βιώνουμε, αναμετρούμενοι με τους εαυτούς μας, κυρίως, και της αδυναμίας μας να τον ξεπεράσουμε. Αυτού του βαράθρου, της ρωγμής, που μπορεί να μας αποτελειώσει αλλά και να μας κάνει να υψωθούμε. Είναι ζήτημα επιλογής. Κι εδώ μάλλον, με όρους αυτογνωσίας, αξίζει να τιμήσουμε τις παραδόσεις μας, εκείνες της ανυπακοής και της ανταρσίας, με τις οποίες αδιάλειπτα από την εποχή του μύθου της Προμηθεϊκής αγάπης και θυσίας για τον άνθρωπο, σμιλέψαμε τον χρόνο και τον κόσμο. Καλά Χριστούγεννα

Δεν υπάρχουν σχόλια: