Η ελληνική κτηνοτροφία βρίσκεται σε οριακό σημείο επιβίωσης, σύμφωνα με μελέτη του ΚΕΠΕ, η οποία επισημαίνει ότι υπάρχει έντονη ανάγκη για εφαρμογή πρακτικών που συμβάλλουν στη μείωση του κόστους, ενώ απαιτείται αύξηση της αυτάρκειας της χώρας στα ελλειμματικά προϊόντα.
Επίσης, το ΚΕΠΕ προτείνει τη μείωση της γραφειοκρατίας ώστε να διευκολυνθεί η σύσταση ομάδων και οργανώσεων παραγωγών γάλακτος και κρέατος, ενώ παράλληλα θα πρέπει να αναπροσανατολιστεί η παραγωγή σε πιστοποιημένα ζωικά προϊόντα, και τέλος να οργανωθεί το σύστημα εμπορίας και προβολής των ζωικών προϊόντων.
Οπως αναφέρει η ερευνήτρια του ΚΕΠΕ Ιωάννα Ρεζίτη, την τελευταία τριετία(!!) παρατηρείται φθίνουσα πορεία του κτηνοτροφικού κλάδου λόγω μείωσης της κτηνοτροφικής παραγωγής, του ζωικού κεφαλαίου και του εργατικού δυναμικού. Η χώρα μας είναι ελλειμματική στα κυριότερα κτηνοτροφικά προϊόντα όπως αγελαδινό γάλα, βόειο και χοίρειο κρέας, με αποτέλεσμα οι εισαγωγές σε γάλα και κρέας να βαρύνουν το εμπορικό ισοζύγιο και να φτάνουν περίπου στα 2 δισ. ευρώ. Η αθρόα εισαγωγή ζωικών προϊόντων οφείλεται στο ότι τα ζωικά προϊόντα δεν παράγονται ανταγωνιστικά στην Ελλάδα λόγω του υψηλού κόστους παραγωγής. Οι κτηνοτρόφοι πρέπει να λάβουν υπόψη τους τη δυνατότητα αναδιάρθρωσης της εκμετάλλευσης και τη μεγάλη σημασία της ορθολογιστικής οργάνωσης της εκμετάλλευσης.
Τα περιθώρια ανάπτυξης της κτηνοτροφίας είναι αρκετά μεγάλα, με την προϋπόθεση βέβαια ότι πρέπει να εφαρμοστούν τεχνικοοικονομικές αναλύσεις των κτηνοτροφικών εκμεταλλεύσεων, ώστε να επισημανθεί αφενός μεν η βιωσιμότητά τους ή μη, και αφετέρου οι προϋποθέσεις κάτω υπό τις οποίες μπορούν να καταστούν ανταγωνιστικές. Παράλληλα, η πολιτική του ΥΠΑΑΤ πρέπει πρώτα να βασισθεί στην αναγνώριση της κτηνοτροφίας ως βασικού οικονομικού κλάδου με κύριο στόχο την αύξηση της συμμετοχής της στο συνολικό αγροτικό προϊόν, πράγμα το οποίο θα βελτιώσει την αυτάρκεια της χώρας σε ζωικά προϊόντα και το εμπορικό ισοζύγιο στον αγροτικό τομέα.
Η μείωση του κόστους παραγωγής και η σταδιακή απεξάρτηση της κτηνοτροφίας από τη σόγια πρέπει να είναι κύριος στόχος για την ανάπτυξη του κλάδου.
Η μελλοντική βιωσιμότητα των μικρών-μεσαίων κτηνοτροφικών εκμεταλλεύσεων εξαρτάται από την ενίσχυσή τους με προγράμματα γεωργικών εφαρμογών, ώστε ο κτηνοτρόφος να προσαρμόσει την παραγωγή σύμφωνα με τα σύγχρονα καταναλωτικά και διατροφικά πρότυπα (market – oriented farming). Αυτό αποτελεί μια ευκαιρία για τα ελληνικά βιολογικά προϊόντα να αναδείξουν την υψηλή ποιότητα και την υπεροχή τους. Στη χώρα μας οι προϋποθέσεις για την παραγωγή τέτοιων προϊόντων είναι ευνοϊκές. Δεν αρκεί τα προϊόντα να είναι ποιοτικά, πρέπει να είναι και πιστοποιημένα. H πιστοποίηση ποιότητας είναι αναγκαία συνθήκη για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας των ζωικών προϊόντων. Η μη καθετοποίηση της παραγωγής, κυρίως στις αιγοπροβατοτροφικές εκμεταλλεύσεις, οδηγεί στην απώλεια εισοδήματος και στην εξάρτηση της διάθεσης της παραγωγής από τους εμπόρους. Με την καθετοποίηση της κτηνοτροφικής μονάδας ως προς την παραγωγή, η κτηνοτροφική δραστηριότητα εισέρχεται στην τροχιά της επιχειρηματικότητας, ενσωματώνοντας έτσι τις οικονομικές δραστηριότητες του δευτερογενούς (μεταποίηση-τυποποίηση) και τριτογενούς τομέα (πώληση).
Πληροφορίες από Καθημερινή
Επίσης, το ΚΕΠΕ προτείνει τη μείωση της γραφειοκρατίας ώστε να διευκολυνθεί η σύσταση ομάδων και οργανώσεων παραγωγών γάλακτος και κρέατος, ενώ παράλληλα θα πρέπει να αναπροσανατολιστεί η παραγωγή σε πιστοποιημένα ζωικά προϊόντα, και τέλος να οργανωθεί το σύστημα εμπορίας και προβολής των ζωικών προϊόντων.
Οπως αναφέρει η ερευνήτρια του ΚΕΠΕ Ιωάννα Ρεζίτη, την τελευταία τριετία(!!) παρατηρείται φθίνουσα πορεία του κτηνοτροφικού κλάδου λόγω μείωσης της κτηνοτροφικής παραγωγής, του ζωικού κεφαλαίου και του εργατικού δυναμικού. Η χώρα μας είναι ελλειμματική στα κυριότερα κτηνοτροφικά προϊόντα όπως αγελαδινό γάλα, βόειο και χοίρειο κρέας, με αποτέλεσμα οι εισαγωγές σε γάλα και κρέας να βαρύνουν το εμπορικό ισοζύγιο και να φτάνουν περίπου στα 2 δισ. ευρώ. Η αθρόα εισαγωγή ζωικών προϊόντων οφείλεται στο ότι τα ζωικά προϊόντα δεν παράγονται ανταγωνιστικά στην Ελλάδα λόγω του υψηλού κόστους παραγωγής. Οι κτηνοτρόφοι πρέπει να λάβουν υπόψη τους τη δυνατότητα αναδιάρθρωσης της εκμετάλλευσης και τη μεγάλη σημασία της ορθολογιστικής οργάνωσης της εκμετάλλευσης.
Τα περιθώρια ανάπτυξης της κτηνοτροφίας είναι αρκετά μεγάλα, με την προϋπόθεση βέβαια ότι πρέπει να εφαρμοστούν τεχνικοοικονομικές αναλύσεις των κτηνοτροφικών εκμεταλλεύσεων, ώστε να επισημανθεί αφενός μεν η βιωσιμότητά τους ή μη, και αφετέρου οι προϋποθέσεις κάτω υπό τις οποίες μπορούν να καταστούν ανταγωνιστικές. Παράλληλα, η πολιτική του ΥΠΑΑΤ πρέπει πρώτα να βασισθεί στην αναγνώριση της κτηνοτροφίας ως βασικού οικονομικού κλάδου με κύριο στόχο την αύξηση της συμμετοχής της στο συνολικό αγροτικό προϊόν, πράγμα το οποίο θα βελτιώσει την αυτάρκεια της χώρας σε ζωικά προϊόντα και το εμπορικό ισοζύγιο στον αγροτικό τομέα.
Η μείωση του κόστους παραγωγής και η σταδιακή απεξάρτηση της κτηνοτροφίας από τη σόγια πρέπει να είναι κύριος στόχος για την ανάπτυξη του κλάδου.
Η μελλοντική βιωσιμότητα των μικρών-μεσαίων κτηνοτροφικών εκμεταλλεύσεων εξαρτάται από την ενίσχυσή τους με προγράμματα γεωργικών εφαρμογών, ώστε ο κτηνοτρόφος να προσαρμόσει την παραγωγή σύμφωνα με τα σύγχρονα καταναλωτικά και διατροφικά πρότυπα (market – oriented farming). Αυτό αποτελεί μια ευκαιρία για τα ελληνικά βιολογικά προϊόντα να αναδείξουν την υψηλή ποιότητα και την υπεροχή τους. Στη χώρα μας οι προϋποθέσεις για την παραγωγή τέτοιων προϊόντων είναι ευνοϊκές. Δεν αρκεί τα προϊόντα να είναι ποιοτικά, πρέπει να είναι και πιστοποιημένα. H πιστοποίηση ποιότητας είναι αναγκαία συνθήκη για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας των ζωικών προϊόντων. Η μη καθετοποίηση της παραγωγής, κυρίως στις αιγοπροβατοτροφικές εκμεταλλεύσεις, οδηγεί στην απώλεια εισοδήματος και στην εξάρτηση της διάθεσης της παραγωγής από τους εμπόρους. Με την καθετοποίηση της κτηνοτροφικής μονάδας ως προς την παραγωγή, η κτηνοτροφική δραστηριότητα εισέρχεται στην τροχιά της επιχειρηματικότητας, ενσωματώνοντας έτσι τις οικονομικές δραστηριότητες του δευτερογενούς (μεταποίηση-τυποποίηση) και τριτογενούς τομέα (πώληση).
Πληροφορίες από Καθημερινή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου