Οι τρεις λέξεις του τίτλου είναι τρεις όροι για την ερωτοτροπία, την εκδήλωση της ερωτικής συμπάθειας, όπως γινόταν σε κάπως παλιότερες εποχές, όπου την πρωτοβουλία για την εκδήλωση την είχε αποκλειστικά ή σχεδόν ο άντρας. Και οι τρεις όροι τα έχουν τα χρονάκια τους, αλλά ο πρώτος, το φλερτ, χρησιμοποιείται πολύ και σήμερα, ενώ οι άλλοι δυο έχουν πια παλιώσει.
Περισσότερο βέβαια έχει παλιώσει η εργολαβία, η οποία τον 19ο αιώνα σήμαινε τόσο το φλερτάρισμα όσο και την ερωτική σχέση. Από τα τρία μεγάλα λεξικά μας, μόνο το ΛΚΝ αναφέρει ακόμα τη σημασία «ερωτική σχέση», σημειώνοντας ότι είναι «παρωχημένη» ενώ και στο λήμμα εργολάβος παραθέτει, επίσης ως ‘παρωχημένη’, τη σημασία «εραστής».
Για παράδειγμα, στην Μετανάστι του Παπαδιαμάντη, διαβάζουμε:
-Και είναι πολύ ωραία προς τούτοις, και εις αυτήν την ηλικίαν αι νέαι είναι επικίνδυνοι.
-Λοιπόν θα είπης;
-Και τας πολιορκούν πολλοί εργολάβοι.
Να σημειωθεί και ο λαϊκότερος τύπος «αργολαβία». Πάλι από τον Παπαδιαμάντη και το διήγημα «Απόλαυσις στη γειτονιά» με καταγραφή κουτσομπολιού:
Εκείνη εκοίταζε πολλούς· είχε αργολάβους. Έκανε αργολαβίες με το μεροκάματο.
Εργολάβοι βέβαια είναι και τα γλυκά, και η σχέση ανάμεσα στους εργολάβους-εραστές και τους εργολάβους-γλυκά μάς είχε απασχολήσει παλιότερα στο ιστολόγιο (δείτε εδώ τα σχόλια από 204 και μετά) αλλά και στη Λεξιλογία. Θα προσπεράσω το ακανθώδες ερώτημα, αν το γλύκισμα «εργολάβοι» είναι αυτό που λέγεται και «μακαρόν», διότι δεν ξέρω την απάντηση. Πάντως, δεν ισχυει αυτό που έχει γραφτεί, ότι το γλύκισμα πήρε την ονομασία του επειδή προσφερόταν ως τρατάρισμα όταν υπογράφονταν τα συμβολαια της αντιπαροχής στη δεκαετία του ’60 ανάμεσα στους ιδιοκτήτες και τον εργολάβο, διότι γλύκισμα με την ονομασία αυτή υπήρχε από τον 19ο αιώνα στην Αθήνα.
Στη «Συναγωγή νέων λέξεων», το 1900, ο Στέφανος Κουμανούδης καταγράφει τη λέξη «εργολάβος» με ερωτική σημασία ήδη σε κείμενο του 1867, σημειώνοντας ότι η νέα αυτή σημασία έχει ηλικία μερικές δεκαετίες, ενώ εδώ και μερικές δεκαετίες έχουν επίσης ονομαστεί «εργολάβοι» κάποια γλυκίσματα.
Γιατί ονομάστηκε «εργολαβία» η ερωτική πολιορκία, το φλερτάρισμα, και «εργολάβος» ο επίδοξος εραστής ή ο εραστής; Ο Κουμανούδης παραθέτει εξήγηση που δόθηκε το 1889 στο Δελτίον της Εστίας, ότι γύρω στο 1855 κάποιοι νεαροί κομψευόμενοι συχνοπερνούσαν κάτω από τα παραθύρια μιας κοπέλας και, όταν τους ζήτησαν το λόγο, απάντησαν ότι έχουν πάρει εργολαβία τον δρόμο -κι επειδή έγινε επεισόδιο, και δίκη, η σημασία αυτή της λέξης στέριωσε. Ο ίδιος ο Κουμανούδης, χωρίς να απορρίπτει την εξήγηση, σημειώνει ότι δεν έχει ακούσει τέτοιο επεισόδιο, παρόλο που κατοικεί μισόν αιώνα στην Αθήνα.
Να μη σταθούμε στο συγκεκριμένο επεισόδιο, δεν το έχουμε ανάγκη για να γεννηθεί η φράση, μας αρκεί η γενική εικόνα. Ο εργολάβος που έχει αναλάβει μια δουλειά, περνάει καθημερινά από τον τόπο των εργασιών για να τις ελέγχει. Έτσι, ο νέος που αγαπούσε μια κόρη και περνούσε καθημερινά από το σπίτι της, κάτι που γινόταν βέβαια αντιληπτό και στους γείτονες, είναι πολύ λογικό να ονομάστηκε ειρωνικά ‘εργολάβος’ από τη γειτονιά και να έλεγαν στο πέρασμά του ότι «έχει εργολαβία».
Γιατί το γλύκισμα ονομάστηκε έτσι, δεν το ξέρω. Να τα πρόσφεραν οι ‘εργολάβοι’ (εραστές) όταν επιτέλους προχωρούσαν σε επίσκεψη στο σπίτι της Δουλτσινέας τους; Δεν το βρίσκω πιθανό. Σημειώνω πάντως ότι και οι δυο σημασίες (εργολάβοι-εραστές και εργολάβοι-γλυκά) παρουσιάζονται περίπου την ίδια εποχή, αν πιστέψουμε τον Κουμανούδη.
Πάμε τώρα στο κόρτε, λέξη η οποία ολοφάνερα είναι δάνειο. Είναι δάνειο από τα ιταλικά, όπου fare la corte σημαίνει ‘ερωτοτροπώ, φλερτάρω’ ίδια όπως και η γαλλική faire la cour.
Στα ιταλικά corte είναι η αυλή -αλλά και η Αυλή, και παρόμοια το cour στα γαλλικά. Κι επειδή στις αυλές των παλατιών οι αυλικοί συνομιλούσαν με λόγια ευγενικά και με πολλές περικοκλάδες, η έκφραση far la corte, από την αρχική σημασία «μιλάω όπως οι αυλικοί, μιλάω ευγενικά» πήρε τελικά τη σημασία «φλερτάρω» και πέρασε έτσι και στα ελληνικά.
Να πούμε εδώ σε παρένθεση ότι η σύνδεση ανάμεσα στις αυλές των ευγενών και στους καλούς τρόπους υπάρχει σε πολλές γλώσσες. Στα γερμανικά, Hof είναι η αυλή και höflich σημαίνει «ευγενικά», ενω από εκεί (μέσω των μεσαιωνικών hofesch, hübesch) προέρχεται και το hübsch = όμορφος. Αλλά και στα αγγλικά court (η αυλή) ως ρήμα σημαίνει ‘ερωτοτροπώ’ και courteous είναι ο ευγενικός.
Στα ελληνικά είπαμε κόρτε, κορτάρω το ρήμα και κορτάκιας αυτός που κορτάρει συχνά και πολύ, που φλερτάρει συνεχώς, με τη μία και με την άλλη. Η χροιά είναι σαφώς αρνητική, όπως και στις περισσότερες λέξεις που έχουν το επίθημα -άκιας.
Στον Υμνούμενο, το διάσημο επιθεωρησιακό νούμερο του Π. Κυριακού που το έχουμε παρουσιάσει κι εδώ, κορτάκηδες θεωρούνται οι Σμυρνιοί. Οι μάγκες, πάλι, δεν θα είχαν σε μεγάλη εκτίμηση τους κομψευόμενους και παρφουμαρισμένους κορτάκηδες -οι «Πέντε μάγκες» του Γιοβάν Τσαούς, όταν παραπονιούνται στον τεκετζή που τους έδωσε να φουμάρουν νοθευμένο πράμα, του λένε «εσύ νόμισες πως έχεις τίποτα κορτάκηδες».
Αν έχει εμφανίσεις η λέξη «κόρτε» στο ρεμπέτικο τραγούδι δεν ξέρω, αρμοδιότερος γι’ αυτό το θέμα είναι, αν μη τι άλλο λόγω… χρηστωνύμου, ο φίλος μας ο Κόρτο!
Οι μάγκες, είπαμε, δεν είχαν σε μεγάλη εκτίμηση τους κορτάκηδες, αλλά ένας Γιάννης Μάγκας (μάλλον ψευδώνυμο) έβγαζε το Κόρτε. Κόρτε ονομαζόταν ένα «τολμηρό» περιοδικό που έβγαινε στις αρχές του 20ού αιώνα, που δημοσίευε γελοιογραφίες με ημίγυμνες καλλονές, πονηρά ανέκδοτα, ερωτικά διηγηματάκια κτλ. Ιδού ένα εξώφυλλο του 1904:
Την ίδια όμως περίοδο εκδιδόταν κι άλλο ένα περιοδικό, στο ίδιο σχήμα και με την ίδια ακριβώς ύλη, το Φλερτ, κι έτσι περνάμε στην τρίτη λέξη μας.
Το φλερτ είναι δάνειο από τα αγγλικά, flirt. Παλιότερα είχα διαβάσει ότι η αγγλική λέξη προέρχεται από το παλιό γαλλικό ρήμα fleureter (πετάω από λουλούδι σε λουλούδι / λέω γλυκόλογα). Κατά τους ετυμολόγους, το flirt, που είχε αρχική σημασία ‘μορφάζω, κάνω απότομες κινήσεις’ μπορεί να είναι εκφραστική λέξη ηχομιμητικής αρχής, αλλά στη διαμόρφωση της σημασίας ‘ερωτοτροπώ’ μπορεί πράγματι να έπαιξε ρόλο η γαλλική λέξη.
Κλείνοντας σημειώνω και την έκφραση «κάνω τον έρωτα», η οποία σε κείμενα του 19ου αιώνα και παλιότερα σήμαινε, ακριβώς, ερωτοτροπώ -το ίδιο όπως και το ιταλικό fare all’amore. Βέβαια, ο Σεφέρης και ο Θεοτοκάς, και άλλοι της ίδιας γενιάς, έγραφαν «κάνω τον έρωτα» εννοώντας τη σεξουαλική πράξη, αυτό που λέγαμε στη δική μου εποχή «κάνω έρωτα», αλλά παλιότερα δεν ήταν έτσι.
Για παράδειγμα, η Λιαλιώ, η Νοσταλγός του Παπαδιαμάντη, λέει «Αν ήθελα να κάμω τον έρωτα, το σιγουρότερο θα ήτο να μένω σιμά στον μπαρμπα-Μοναχάκη» -προφανώς εννοεί «να φλερτάρω».
Ακόμα πιο καθαρά, στον Υπάλληλο του Χουρμούζη, υπάρχει ο διάλογος:
— Την αλήθεια πες μας, σα φίλος· πόσος καιρός είναι οπού κάμετε τον έρωτα.
— Σχεδόν σχεδόν δύο χρόνια· από τον καιρό όμως οπού αρχίσαμε την αλληλογραφία είναι χρόνος.
Κάνουν τον έρωτα (δηλαδή θα άλλαζαν ματιές στο σεργιάνι) δυο χρόνια, αλλά μόνο ένα χρόνο άρχισαν και να αλληλογραφούν. Αν και στις μέρες μας η διαδικασία έχει επιταχυνθεί πολύ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου