Κοίταξα πίσω στην πρύμη μας το Ντακάρ. Θολούρα, σκόνη, οχλοβοή, μούχλα…Η μυρουδιά της σαπίλας έφτανε ως τη γέφυρα…
Τι ζητάω μέσα εκεί…χίλιες φορές το πέλαγος....
Στο μυαλό μου γυρνούσαν ακόμα οι εικόνες απ΄τον γάμο…ο Πιέρ…η Μαρί-ε-Ρόζ…ο Κλέων με το σμόκιν..
-Μια μεγάλη καλάδα θα βάλω εκεί στην τραγάνα*(σκληρός βυθός) και θα σαλπάρω το πρωί...κοιμηθείτε όλοι. Να το ξέρεις…αύριο θάναι δύσκολη μέρα θα δουλέψουμε στα ρέζικα*(ξέρες)…είπα τον Φάνη…
-Να σου κάνω κάτι να φας;
-Όχι δεν θέλω τίποτα…μόνο κάτι να πιω..
Μούφερε τον μαστραπά γεμάτο μ΄ένα κρασί άσπρο απ΄την Ελλάδα…Παριανό… τάστειλε ο καπταν Κυριαζής μ΄έναν μαύρο…δώδεκα μπουκάλια σε ένα κουτί από ψάρια…
Καλάραμε πάνω στον “πάγκο”…εκατόν είκοσι οργιές…Αριστερά μας…άπατα…χίλιες οργιές και βάλε…Κοίταξα το πέλαγος γύρα γύρα στο σκοτάδι. Ψυχή πουθενά σ΄όλο τον Ατλαντικό….
-Μοναχοβάπορο θα είμαστε πάλι απόψε…είπα...
Παρέα το ραδιοτηλέφωνο που…βράζανε ολη την νύχτα τα Ελληνικά βαπόρια. Λέγανε…λέγανε για τα παιδιά τους, λέγανε για τα ψάρια…έλεγε ο καπταν Βαγγέλης ότι ίσως σήμερα-αύριο γεννάει η κόρη του κι αυτός είναι καλαρισμένος*(ψάρευε) στον ωκεανό…Κουβέντες πίκρας…
-Να ξεμπαρκάρεις καπταν Βαγγέλη…να πας να δεις το εγγόνι σου…
-Ναι…ναι θα ξεμπαρκάρω καπταν Μιχάλη…Τον άλλον μήνα...τον άλλον μήνα θα ξεμπαρκάρω…
Το “Ντέλια” και το “Αργώ” δίνανε ραντεβού στο Φρι Τάουν να πάρουνε πετρέλαια…Γέλαγε ο καπταν Στέφος και έλεγε στο “Ankor” να ανταμώσουν σ΄εκείνο το μπάρ με τις καλές πουτάνες…Το σουξέ του “Ankor” ήταν η Ραφαέλλα μια πουτάνα πορτουγέζα…νάνος…με το σκιστό φορεματάκι της και το μπουτάκι απ έξω…
Ένας γλάρος όλη την νύχτα πίσω στα απόνερα, μια στις μπάντες μια στην πλώρη. Σαν να ήθελε να μου δείχνει την ρότα μου μέσα στο σκοτάδι. Τον παρακολουθώ…κάθισε δυο φορές στο δεξί καπόνι…χτυπούσε με την γκάγκα του την μπαστέκα*.(τροχαλία)
-Τι τον κοιτάς…φώναξε ο Φάνης. Ψόφιος απ την πείνα είναι…εσένα περιμένει να σαλπάρεις για να φάει…
Θάταν τρείς το ξημέρωμα…άκουσα στο ραδιοτηλέφωνο την φωνή του καπταν Κλέων…Είχα ένα ραδιοτηλέφωνο μόνο για το κανάλι της Gold Fisher…για να τον ακούω που μιλούσε με τους καπεταναίους του και τους μηχανικούς του…στα Γαλλικά και στα Ισπανικά. Δεν καταλάβαινα σχεδόν τίποτα. Ύστερα τον ρωτούσα…Τι τους είπες καπταν Κλέων;…Περίμενε περίμενε…θα στα πω όλα…
-Εεε…Βόρειε απ΄τα πέλαγα…μ΄ακούς;
-Έλα καπταν Κλέων σ΄ακούω…
-Καλησπέρα…καλημέρα…πως τα πάει το καπετανάκι μου..αντέχεις;
-Καλημέρα καλημέρα…χα χα…αντέχω ακόμα αν και μας πέθανε η "θάλασσα" εδώ και τρεις μέρες…καπταν Κλέων τέτοια ώρα στο γραφείο; Πότε κοιμάσαι;
-Χα χα…πώς να κοιμηθώ… ογδόντα βαπόρια έχω στο πέλαγος…Μαθαίνω ότι πάλι δουλεύεις μακριά απ τα βαπόρια...ρε δεν ακούς ποτέ αυτά που λέω;
-Τα ακούω καπταν Κλέων τα΄ακούω αλλά καλάραμε εδώ ανοιχτά στο Νιανίγκ και παίρνουμε καλά ψάρια…
-Μωρέ το ξέρω που είσαι…το ξέρω. Το πρωί στέλνω δυο δικά μου βαπόρια να καλάρουν*(να ψαρέψουν) πίσω σου. Στο είπα χίλιες φορές…ποτέ δεν μ΄ακους…ποτέ μόνος στο ωκεανό…Τέλος πάντων πότε γυρνάς;
-Την Παρασκευή…
-Οκ…καλή δουλειά και να προσέχεις…κι όπως σου είπα…κοντά στα βαπόρια…
-Οκ καπταν Κλέων…θα προσέχω…καλημέρα….
Την Παρασκευή το βράδυ πέσαμε δίπλα να δέσουμε.
Ούτε που κατάλαβα πως πέρασε μια βδομάδα…όλες οι μέρες…ίδιες. Τιγκάρανε τα ψυγεία ψάρια. Ψάρια πρώτα όλα…δεν είχαμε χώρο για δευτερότριτα…Τα δευτερότριτα στην θάλασσα…τα τρώγανε οι σκύλοι*(καρχαρίες) και οι γλάροι…
Απ τα σκοτάδια του λιμανιού ξεπρόβαλε η κάντιλακ του Κλέων. Το αραπάκι ο Σέσε ο οδηγός του βγήκε βιαστικός…ανήσυχος. Μου έκανε νεύμα να κατέβω.
-Τι τρέχει ρε Σέσε;
Έβγαλε ένα χαρτί απ την τσέπη του και το διάβασε στα Ελληνικά…
-Πατρόν* (αφεντικό) είπε έρτεις σπίτι μαζί τώρα…
-Δεν μπορώ ρε…πες του είμαι πολύ κουρασμένος…”μποκού φατιγιέ ρε…κομπρί;” κατάλαβες;
-Ουί…σε πάω εγκώ σπίτι μαζί τώρα…τουτ σουίτ*(αμέσως)…
Θα μάθεις Ελληνικά του είχε πει ο καπταν Κλέων…αλλιώς θα σ΄απολύσω…κι ο Σέσε ο δόλιος προσπαθούσε…
Στο δρόμο για το σπίτι ο Σέσε μούσκασε τον λόγο…
-Καπταν Κλέων…ήπιε “μαύρο”…μαύρο Λιμπάν*…κλαίει…τέλει πας σπίτι…. (χασίσι που το καλλιεργούν Λιβανέζοι στην Σενεγάλη και στο Μάλι βαθιά μέσα στην ζούγκλα.Τριάντα χιλιάδες Λιβανέζοι στο Ντακάρ…εμπόροι κόκας και νταβατζίδες. Όλα τα μπαρ και οι πουτάνες στα χέρια τους)
-Τι ; Ήπιε μαύρο; Γιατί;
-Ντεν ξέρει πατρόν*(αφεντικό)…κλαίει…τέλει εσένα…
Μπήκα στο σπίτι του αλαφιασμένος. Το σαλόνι…ένας μεγάλος χώρος που στο κέντρο δέσποζε μια ξυλόγλυπτη πιρόγα δυο τρία μέτρα με οκτώ κωπηλάτες από μαύρο μπάομπαμπ*(έβενος). Θάταν και τρακόσια κιλά…λογάριαζα. Το μπάομπαμπ σαν ξύλο δεν επιπλέει …πάει στον πάτο σαν μάρμαρο…Στους τοίχους άλλα ξυλόγλυπτα με γαζέλες ελέφαντες και λιοντάρια.Φωτογραφίες παντού…διάσπαρτες… ο Κλέων νέος με βαπόρια μαύρους και ψάρια…Όλα τα έπιπλα ξυλόγλυπτα…έργα τέχνης απ το Καζαμάνς και το Κάπο Βέρντε…
Ο καπταν Κλέων στον καναπέ ξαπλωμένος στο πλάι..δίπλα του ένα εξάγωνο τραπεζάκι σκαλιστό με φιλντισένια στολίσματα…κι επάνω του ένας λουλάς που κάπνιζε…Ο λουλάς σκαλιστός από ελεφαντόδοντο στολισμένος με χάντρες και δαχτυλίδια από χρυσό…Φορούσε μια γαλάζια μπούμπου* Τουαρέγκ (κελεμπία της παράξενης “γαλάζιας” φυλής της Σαχάρας) με χρυσαφιά κεντήματα. Τα μάτια του ήταν κλειστά…
Μισάνοιξε τα μάτια του…
-Κάτσε εδώ κοντά μου…κάτσε δίπλα μου…ψιθύρισε…
-Καπταν Κλέων μ΄όλο μου το σεβασμό…αλλά αυτό γιατί το πίνεις…θα σε σκοτώσει…
Μιλούσε αργά….η φωνή του ίσα που έβγαινε…
-Σαράντα χρόνια το πίνω…Το μαύρο*(χασίσι) δεν σκότωσε κανέναν…τα άσπρα*(κόκα-ηρωίνη ) σκοτώνουν τους νέους..Μόνο που το “μαύρο” κάνει την χαρά δυο φορές χαρά…όμως την λύπη...δέκα φορές λύπη…Εσύ όμως μην το πιείς ποτέ…δεν έχεις λόγο…
-Εσύ τι λόγο έχεις καπταν Κλέων;
-Έχω…Έχω τριάντα χρόνια έχω εδώ στο Ντακάρ και στην πατρίδα δεν έχω πάει ποτέ…ντρέπομαι που το λέω…Έκανα πολλά λεφτά όμως οικογένεια δεν έκανα ποτέ…ήταν όλες πουτάνες…Μια πουτάνα θάχα δίπλα μου στην ζωή μου γιατί αυτό μου άξιζε…όμως ξέφυγα…Μόνο την Μαρί Ροζ έχω την κόρη μου…που κι αυτή δεν έρχεται να με δει…έχει δουλειές λέει…κι εσένα που μ εκνευρίζεις με τις μαλακίες σου…δεν έχω κανέναν άλλον…
-Έχεις καπταν Κλέων…έχεις εκατόν σαράντα πληρώματα που πίνουν νερό στο όνομά σου κι όλους τους μαύρους που σε λατρεύουν…
-Ναι…ναι το ξέρω...όμως παιδιά μου έχω μόνο την Μαρί Ρόζ και σένα…
Βούρκωσα..μούρθαν δάκρυα ήθελα να τον αγκαλιάσω να τον σφίξω..όμως ο καπταν Κλέων ήταν άντρας σέρτης…απρόσιτος…άντρας βαρύς, δύσκολος δεν σήκωνε κάτι τέτοια…
Τράβηξε μια ρουφιξιά κι έκλεισε τα μάτια του. Μέσα στο παραλήρημά του είπε κάτι…δεν κατάλαβα…Μετά τον έπιασε ένας βήχας για ώρα πολύ…
-Απ τα κωλοτσίγαρα είναι…μουρμούρισε…
Έβηξε..είπε κάτι βρισιές στ αράπικα…καθάρισε την φωνή του και με ρώτησε βραχνά…
-Στην πατρίδα πότε πας;
-Τον άλλον μήνα καπταν Κλέων…αν δεν στραβώσει κάτι…
-Έχω ένα γράμμα κλειστό…να της πας…Να της το δώσεις στα χέρια της…
-Ποια καπταν Κλέων;
-Θα σου πω…θα σου πω όταν θάρθει η ώρα…Τόγραψα πριν τρείς μέρες πριν τρείς μήνες…τρία χρόνια…δεν θυμάμαι..Να της το πας στα χέρια της…Δεν θυμάμαι το πρόσωπό της…το χάνω…ήταν όμορφη. Ίσως είναι όμορφη ακόμα…Ακούς ρε αυτά που λέω;
-Τ΄ακούω καπταν Κλέων…τα ακούω…θα της το δώσω στα χέρια της…
Ίσως ήταν ο λόγος που δεν γύρισε ποτέ στην πατρίδα…σκεφτόμουν. Δεν τόλμησα ποτέ να τον ρωτήσω…Μου είχε ξαναπεί κι άλλη φορά γι αυτό το γράμμα…αλλά ως εκεί….”Θα σου πω…θα σου πω όταν θάρθει η ώρα”…έλεγε…
Έκλεισε τα μάτια του και χάθηκε για πολύ ώρα.Έβαλα ένα πιοτό να πιω και κάθισα πιο κοντά να τον ακούω…Δεν ήθελα να βλέπω αυτόν τον λεβεντόγερο μαστουρωμένο…με τα πόδια μαζεμένα μέσα στην κελεμπία του…
Άρχισε πάλι το παραλήρημα…με τα μάτια κλειστά..
-Βλέπεις το άσπρο βαπόρι στην μπάντα μας; Εκατό μέτρα βαπόρι και βάλε…Που βρέθηκε τόσο σίδερο να πλέκει στον ωκεανό…Κινέζος είναι...Κινέζοι ψαράδες...σιγά...πόσοι είναι διακόσοι πεντακόσιοι χίλιοι…δεν μπορώ να τους μετρήσω…χωριάτες είναι απ τα ρυζοχώραφα που τους κάνανε ψαράδες…Το βλέπεις ρε;
-Το βλέπω καπταν Κλέων το βλέπω…
-Ψαράδες είμαστε εμείς οι Έλληνες…το λένε όλοι σ΄όλο τον Ατλαντικό…Ούτε οι Γάλλοι ούτε οι Σπανιόλοι…εμείς οι Έλληνες…
-Καπταν Κλέων…θαρρώ τα παραλές…
-Τα παραλέω; Είσαι καινούργιος στον Ατλαντικό…έχεις πολλά να μάθεις…θα δεις…Να το ξέρεις…τρίζει ο Ατλαντικός όταν ψαρεύουν οι Έλληνες καπεταναίοι…Εγώ το ξέρω…κρατώ μπουλέτα*(λογαριασμό) απ τα ψάρια…απ όλα τα βαπόρια…ξέρω τι λέω…Πες μου τώρα για την πατρίδα…πες μου για τον Ματζάρη τον καπταν Καρδαμήλα τον Αρμουτίδη…πες μου για τους φίλους μου…τι κάνουν;
-Καλά είνα καπταν Κλέων…είναι καλά…Τους λέω για σένα και καμαρώνουν…Τους λέω ότι είσαι αρχιμηχανικός σε εκατόν σαράντα βαπόρια εδώ στο Ντακάρ…τους λέω ότι η πιο μεγάλη Γαλλική εταιρία έχει αρχιμηχανικό Έλληνα και κλαίνε…ξέρεις καπταν Κλέων οι γέροι συγκινούνται εύκολα…
Αυτό ήταν..άρχισε να κλαίει…αμέσως γύρισε αλλού και σκούπισε τα μάτια του κρυφά να μην τον δω…Για ώρα πολύ τίποτα…κοίταζε απ το τζάμι τους γλάρους και το πέλαγος…
-Ξέρεις…πριν σαράντα χρόνια έκανα μηχανικός στα καίκια τους…
-Τα ξέρω όλα καπταν Κλέων…τα ξέρω όλα...
Ύστερα έκλεισε τα μάτια του…χάθηκε σ΄ένα ύπνο βαθύ…
Ήρθε ο Σέσε πατώντας στις μύτες…
-Σε πάω σπίτι πατρόν*(αφεντικό);
-Όχι δεν τον αφήνω απόψε…θα κοιμηθώ εδώ. Στρώσε μου μέσα…
Απ το βιβλίο "Πέλαγα και πεσκάδες" www.pelagakaipeskades.gr tel 25510 26592
*** Ο Δημήτρης Σιμσιρίκης είναι Αλεξανδρουπολίτης, γνωστός έμπορος και πρώην ναυτικός για πολλά χρόνια σε ψαράδικα. Γνωρίζει καλά τη ζωή στη θάλασσα, την κουλτούρα της και τους εργάτες ναυτικούς σ' αυτήν. Οι ιστορίες του ατέλειωτες και δοσμένες με έναν τρόπο μοναδικό και γλαφυρό είτε τον διαβάζεις είτε τον ακούς! Αγάπησε με πάθος την θάλασσα, την όμορφη οικογένειά του και τους φίλους του και είναι λάτρης της Σαμοθράκης. Θεωρώ τυχερό τον εαυτόν μου που μπορώ πότε πότε να κουβεντιάζω ΖΩΝΤΑΝΑ μαζί του! Πρόσφατα κυκλοφόρησε ένα βιβλίο του που έχει συγκεντρωμένα τα περισσότερα από όσα έγραψε και αξίζει κανείς να το έχει στην αγκαλιά του όταν θέλει να "συν-ταξιδέψει" μαζί του!
Σπιτάλας Βασίλης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου