Βρεθήκαμε στο Ηρώδειο για τα 50 χρόνια της Μαρίας Φαραντούρη. Καθισμένοι πλάι-πλάι παλιοί σύντροφοι όπως ο Κουτσούμπας, ο Κουβέλης, ο Τσίπρας και η αφεντιά μου. «Είμαστε εδώ τέσσερις γενιές αριστερών», τους είπα. «Εμείς προσπαθήσαμε ξανά και ξανά να χτυπήσουμε την πόρτα της εξουσίας. Δεν τα καταφέραμε. Τώρα τη χτυπά ο νεότερος...». «Και;», ρώτησε κάποιος από το πηγαδάκι που είχε σχηματιστεί γύρω μας. «Άκου φίλε», του είπα, «μπορεί όλοι εσείς να σκέφτεστε (και με το δίκιο σας) ένα σωρό πράγματα για μας, όμως η ελληνική Αριστερά είναι ένα ποτάμι. Το ίδιο. Βρεθήκαμε μπροστά σε βράχους. Χωριστήκαμε σε διχάλες. Εν πάση περιπτώσει. Τώρα την πόρτα χτυπά ο νεότερος...». «Και τι να ψηφίσουμε;» μπήκε κάποιος στο ψητό. «Τσίπρα», του λέω, «τι άλλο;». Ο Κουτσούμπας χαμογέλασε αμήχανα. «Και ΚΚΕ βέβαια...». Κάποια κυρία με κοίταξε επιτιμητικά. «Το ΚΚΕ είναι ο βράχος μας», της είπα. Αυτή είναι η ολοκληρωμένη μου απάντηση. Δηλαδή και Τσίπρα και ΚΚΕ.
Ο ενημερωμένος λαός, που όπως έδειξαν οι μεγάλες διαδηλώσεις του 2011 και του 2012, άρχισε να κατανοεί τη δύναμή του και να ανιχνεύει την ευθύνη του για την αναγκαία ριζοσπαστική αλλαγή. Φτάνει να καταφέρει να ενωθεί γύρω από έναν κοινό στόχο και μια ενιαία αντιστασιακή ηγεσία. Αυτή ήταν κατά την άποψή μου η ώρα της Αριστεράς. Δυστυχώς, αυτά είναι λόγια που λέγονται στην ανάλαφρη ατμόσφαιρα του διαλείμματος μιας συναυλίας. Πίσω όμως κρύβεται η ωμή πραγματικότητα και η προσωπική μου τραγωδία. Που μεγαλώνει όσο λιγοστεύει το λαδάκι στο καντήλι μου. Και μιας και η «Αυγούλα» μου έκανε την τιμή να με αναφέρει αδράχνοντας την ευκαιρία, για να προβάλει ένα προεκλογικό σύνθημα, θα πρέπει νομίζω να μου δώσει την ευκαιρία να ξεδιπλώσω ολοκληρωμένα τη σκέψη μου σχετικά με τις πολιτικές εξελίξεις και τον ρόλο της Αριστεράς.