28 Σεπτεμβρίου 2015

Για όποιον θυμάται τον Μπιντέ, αλλά και γι΄αυτούς που δεν τον ξέρουν.


Ο Μπιντές, που ήτανε το παρατσούκλι του στο Λιμάνι, διακαώς προσπάθησα να μάθω πως του το κολλήσανε. Έμαθα λοιπόν ότι η γυναίκα του η Διαμάντω είχε βάλει μπιντέ στο αποχωρητήριο που ήτανε στην αυλή, και το ‘λεγε και το ξανάλεγε στην γειτονιά. -Μπιντέ καλέ συ. Βάλαμε μπιντέ στον καμπινέ μας καλέ, άσπρος άσπρος σαν την κοιλιά της σουπιάς......και κοίταζε τις γειτόνισσες σαν νάταν μυρμήγκια. Το’ λεγε και ο Νικόλας στο λιμάνι. Και τον βγάλανε Μπιντέ. Ο Μπιντές λοιπόν, χρόνια ναύτης στις μηχανότρατες, άλλοτε μπαρκαρισμένος και άλλοτε ξέμπαρκος, πενήντα χρόνια στα καΐκια, δεν έμαθε ποτέ ούτε μια καντιλιά* (ναυτικός κόμπος), ούτε μια γάσσα να κάνει, ούτε έμαθε ποτέ από που βγαίνει ο ήλιος. Μόνο φτυάριζε γομάρια*(σκουπίδια της τράτας) στην κουβέρτα, ντάνιαζε ψάρια, έπλενε το καΐκι με την μάνικα, κατέβαζε τα τελάρα στο αμπάρι, και ποτέ δεν γκρίνιαζε για το που πάνε, πόσο θα δουλέψουν, γιατί ποτέ δεν ήξερε ούτε ρωτούσε τίποτα. Το σπίτι του κι ο κόσμος όλος ήτανε η μηχανότρατα και ο καπετάνιος του, ήταν πάντα ο Θεός του. Δηλαδή ήτανε τόσο στόκος, που με αυτόν πλήρωμα και μάλιστα στον Ατλαντικό είναι βέβαιος ο πνιγμός. Μοιράσαμε τις βάρδιες στο τιμόνι, ανά εξάωρο δύο άτομα. Είχαμε μπροστά μας 5500 μίλια τραβερσάδα*(χωρίς λιμάνι). Τριάντα μέρες πέλαγος. Ο Μπιντές καθότανε στον αλουέ η στην κουζίνα και μας έφερνε κανένα κονιάκ , γιατί ούτε καφέ ήξερε να κάνει. Για μαγείρεμα ούτε λόγος. Είχε πάντα το μπουκάλι το κονιάκ δίπλα του, και μέρα- νύχτα, το ίδιο τραγούδι. -Αν πεθάνω στο καράβι, ρίξτε με μες το γιαλό, να με φάνε τα μαύρα ψάρια και το αλμυρό νερό. Πολύ σοβαρά το σκεπτόμουνα να τον ρίξω στο γιαλό πριν πεθάνει. Δύο τρείς φορές τη μέρα ανέβαινε ο Μπιντές στην γέφυρα, δεν έμπαινε μέσα, του είχε πει ο Διαμαντής ότι μπαίνουν μόνο οι αξιωματικοί, γιατί αυτός ήτανε ναύτης. Ερχότανε στο πρυμνιό παράθυρο και μου ’λεγε. - Καπετάνιε παλκάρι μου, άμα περάσουμε από την Αμερική, είπε η Διαμάντω να μη ξεχάσουμε να πάρουμε ένα ρολόι για τον γαμπρό μας τον αξωματικό. Τι αξωματικός δηλαδή, ένας λοχίας ήτανε που μπαινόβγαινε στο σπίτι του και γαμούσε την κόρη του και ο Μπιντές ήτανε όλο καμάρι. Ασε τις ψαρούκλες που τηγάνιζε η Διαμάντω, τις παγωμένες Μαλαματίνες, και τις ντοματοσαλάτες με το λάδι το Μακρινό.-Το λιόκαφτο το χταπόδι για τον γαμπρό μας καλέ…- φώναζε η Διαμάντω για να τα ακούει η γειτόνισσα στην διπλανή αυλή και έξυνε την κοιλάρα της κάτω από την ποδιά. -Καλά – καλά, του λεγα. Μόνο να με θυμίζεις μη περάσουμε την Αμερική και δεν τη δω, και ξεχάσουμε το ρολόι. Και που πας από την Διαμάντω. Η Διαμάντω ένα και ογδόντα μπόι, κιλά εκατόν είκοσι, κάτι χέρια σα κουπιά, του’ παιρνε όλο το μισθό. Ευτυχώς στις ατέλειωτες ώρες της βάρδιας, ο Διαμαντής δεν ησύχαζε. Όλη τη μέρα και τη νύχτα τα είχε με τον Μπιντέ.Δεν έβλεπε τη μούρη του που ήτανε σα σμπρίλος* (σκυλόψαρο). Τον είχε στη πρύμη και τούλεγε –τούλεγε, και ο Μπιντές τον κοίταζε με μάτια τετράγωνα, όλος έκπληξη. Είχα μεγάλη περιέργεια να ακούσω τι λέγανε. Έμαθα λοιπόν. Του έλεγε του Μπιντέ ότι οι αράπηδες στην Αφρική, στο πέλαγος, έρχονται δίπλα στα βαπόρια με τις πιρόγες, σκαρφαλώνουν επάνω, και πνίγουν τους ανθρώπους. Γι αυτό να προσέχουμε, να περνάμε μακριά από τους κάβους. Έτσι λοιπόν αρμενίζαμε και περνάγαμε από καμιά στεριά 30-40 μίλια μακριά, ερχότανε ο Μπιντές πίσω από την γέφυρα στο παράθυρο και μουρμούριζε. - Καπετάνιε παλκάρι μου….. αλάργα* απ τους κάβους, αλάργα…….(μακριά) - Γιατί ρε Μπιντέ αλάργα απ’ τους κάβους; - Ε …ξέεερω εγώ … ξέεερω. Και τα κωλόπαιδα στην πρύμη, που τον είχανε στείλει, κρυβότανε πίσω από το βίντσι. Κι όταν περνάγαμε πάλι από κανένα κάβο, στέλνανε πάλι τον Μπιντέ να ρωτήσει. -Καπετάνιε παλικάρι μου, μήπως είναι η Αμερική ο κάβος. -Όχι ρε Μπιντέ, δεν είναι η Αμερική ο κάβος. -Ε τότε, αλάργα παλκάρι μου, αλάργα….. -Καλά καλά…. θα κάνω αλάργα. Πήγαινε τώρα στον Διαμαντή να τον ρωτήσεις τι καιρό θα κάνει αύριο. Κατέβαινε την σκάλα με δυό σάλτα, παρ΄όλη την σούρα του. -Διαμαντή, είπε ο καπτάνιος να δείς τι καιρό θα κάνει αύριο. Ο Διαμαντής άνοιγε τα πόδια του, έπιανε τ΄αρχίδια του τα έξυνε, σκεφτόταν λίγο, κοίταζε τον ουρανό γυρνούσε το κεφάλι του μια δεξιά μια αριστερά και τούλεγε. - Παρανότι πες τον….

Takis Simsirikis
Τάκης Σιμσιρίκης

Δεν υπάρχουν σχόλια: