Υφεσιακές παρενέργειες θα φέρει τυχόν υιοθέτηση των προτάσεων των θεσμών για έκτακτα μέτρα εάν παρατηρηθούν δημοσιονομικές αποκλίσεις ώς το 2018, στην περίπτωση κατά την οποία δεν συντρέξουν τρεις προϋποθέσεις (κατά προτίμηση σε συνδυασμό):

* Πρώτον, να αποφασιστεί ρύθμιση του χρέους.

* Δεύτερον, να αντιμετωπιστεί καίρια και αποτελεσματικά η φοροδιαφυγή.

* Τρίτον, να επανεπιβεβαιωθεί για μία εισέτι φορά η πολλάκις αποδειχθείσα αναξιοπιστία του ΔΝΤ αναφορικά με τις προβλέψεις του, προβλέψεις επί των οποίων βασίζεται άλλωστε και το σενάριο των πρόσθετων μέτρων.

Με τη δημοσιοποίηση την περασμένη Πέμπτη από τη Eurostat των οικονομικών μεγεθών της Ελλάδας, όπως επιβάλλει η Διαδικασία Υπερβολικού Ελλείμματος του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, κατέστη σαφές για ακόμη μία φορά ότι το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο απέτυχε οικτρά στις προβλέψεις του για την ελληνική οικονομία. Μάλιστα, η ανακοίνωση της Eurostat, η οποία "αδειάζει" το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, ήρθε λίγα μόλις 24ωρα αφότου η γενική διευθύντρια του ΔΝΤ παραδέχθηκε ένα διπλό λάθος του Ταμείου σε ό,τι έχει να κάνει με την Ελλάδα.

Αφενός, η Κρ. Λαγκάρντ αναγνώρισε ένα λάθος που έχει να κάνει με τους δημοσιονομικούς πολλαπλασιαστές με τους οποίους υποτιμήθηκε η υφεσιακή επίπτωση ορισμένων μέτρων που πρότεινε το ταμείο. Αφετέρου, όπως είπε στο Bloomberg, "υπερεκτιμήσαμε τη δυνατότητα της Ελλάδας να αποδεχτεί και να αναλάβει την ιδιοκτησία των μέτρων που χρειάζονταν, γιατί κινηθήκαμε από τη μία κυβέρνηση στην άλλη και στην άλλη και πάντα λεγόταν "δεν είναι πραγματικά το πρόγραμμά μας, δεν ήταν πραγματικά οι μεταρρυθμίσεις μας, δεν είναι στην πραγματικότητα τα μέτρα μας. Επιβλήθηκαν από την τρόικα, βάζοντας όλα τα μέλη στο ίδιο τσουβάλι". Έτσι, πιστεύω ότι αυτό υπερεκτιμήθηκε».

Η εμπειρία έξι χρόνων εποπτείας δείχνει ότι το ΔΝΤ αποτελεί αναξιόπιστο θεσμό. Παρά όμως αυτή του την αναξιοπιστία, κατόρθωσε, "παίζοντας εντός έδρας" στην Ουάσιγκτον και την εαρινή σύνοδο του Ταμείου και της Παγκόσμιας Τράπεζας, να περάσει την άποψή του στους Ευρωπαίους πως υπάρχει ισχυρή πιθανότητα να απαιτηθούν μέτρα ως πρόσθετα, πέραν των συμφωνηθέντων, τα λεγόμενα «μέτρα έκτακτης ανάγκης», όπως συνέστησε την προηγούμενη Παρασκευή το «Ουάσιγκτον κλαμπ» (εκπρόσωποι της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, του ESM, του προέδρου του Eurogroup Γ. Ντάισελμπλουμ, των υπουργών Οικονομικών Γαλλίας και Γερμανίας και του επικεφαλής του ΕuroWorking Group Τ. Βίζερ) στην περίπτωση κατά την οποία δεν επιτευχθούν οι στόχοι.

Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι δεν θα υπογραφούν στη συμφωνία της πρώτης αξιολόγησης πρόσθετα μέτρα, όμως θα υπάρξει «οψιόν» λήψης τους αν δεν επιτευχθούν οι στόχοι. Στην περίπτωση αυτή όμως, η ζημιά θα έχει γίνει. Η Αθήνα θα βρεθεί στριμωγμένη, καθώς με την παραμικρή απόκλιση στους εισπρακτικούς στόχους ή στις δαπάνες θα σέρνεται για άλλα δυόμιση χρόνια η «μετρολογία». Κάτι που θα αποθαρρύνει τους πάντες, από τους απλούς φορολογούμενους πολίτες που θα νιώθουν συνεχώς την απειλή νέων φόρων και τους συνταξιούχους που θα απειλούνται με περικοπές, μέχρι τους επενδυτές.

Οι επιχειρήσεις, για παράδειγμα, δεν θα είναι καθόλου εξασφαλισμένες ότι οι φορολογικοί συντελεστές δεν θα αυξηθούν λόγω της ρήτρας των νέων μέτρων, με αποτέλεσμα να παραμένουν διστακτικές για την πραγματοποίηση νέων επενδύσεων, καθώς τα λογιστήριά τους δεν θα μπορούν να υπολογίσουν το φορολογικό κόστος.

Οι συνταξιούχοι και οι φορολογούμενοι θα παραμένουν καχύποπτοι και, εξαιτίας των φόβων για περικοπές συντάξεων ή νέους φόρους, θα μειώσουν τη ροπή προς κατανάλωση, με αποτέλεσμα να ενισχυθεί η ύφεση.

Αλλά και άμεσα -και όχι μόνο έμμεσα- τα μέτρα τα οποία λίγο πολύ έχει "φωτογραφήσει" το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο ότι θα επιβάλει, από απολύσεις στο Δημόσιο μέχρι περικοπές κύριων συντάξεων, θα είναι μέτρα ευθέως υφεσιακά.

Σημειώνεται ότι το όλο θέμα προέκυψε στην Ουάσιγκτον κατά τη διάρκεια της εαρινής συνόδου του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας, με την επικράτηση των θέσεων του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου έναντι των Ευρωπαίων. Τυπικά, η Αθήνα θα υπογράψει, για να κλείσει η αξιολόγηση, μέτρα ύψους 5,4 δισ. ευρώ, ουσιαστικά όμως η «οψιόν» των «μέτρων ανάγκης» θα ανεβάζει τον πήχη μεταξύ 8,1 δισ. ευρώ και 9 δισ. ευρώ, με τα πρόσθετα 2,7 με 3,6 δισ. ευρώ να βαφτίζονται ως «προαιρετικά».

Και για να παραμείνουν «προαιρετικά», θα πρέπει να συμβούν δύο τινά: Είτε να μην υπάρξουν αστοχίες στους προϋπολογισμούς του 2016, του 2017 και του 2018, κάτι που θεωρείται εξαιρετικά δύσκολο χωρίς πρόσθετα μέτρα ή αποτελεσματικές παρεμβάσεις, όπως λ.χ. στο μέτωπο της φοροδιαφυγής, είτε να υπάρξει σημαντική ελάφρυνση του χρέους, όπως έχουν αρχίσει πλέον να προτείνουν ανοικτά ακόμη και γερμανικά think tanks και MME.

avgi.gr