Τώρα πια, όλα αυτά τα χρόνια, ήτανε Καπετανέοι πάνω στη γέφυρα, ιδιοκτήτες με δικά τους βαπόρια, αλλά γέροι πια, και ίσως κουρασμένοι.
Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιές αλλάζανε ευχές στα πέλαγα. Ανάβανε φωτοβολίδες, τις σκάζανε στον ουρανό, για να γιορτάσουν. Βάζανε φωτιά τον Ατλαντικό. Στιγμές αφόρητες, δύσκολες, πικρές. Παραμονή Πρωτοχρονιάς στη κάψα του ωκεανού. Αναμνήσεις, που δεν θέλω να θυμάμαι, και δεν θέλω να τις γράψω σ΄αυτό το χαρτί.
-Χρόνια Πολλά Καπετάνιε. Καλή Χρονιά. Σούφερα να φας.
-Πέταξέ τα στους γλάρους, δεν θέλω τίποτα. Μη με κοιτάς. Άκουσες, πέταξέ τα.
Όλα αυτά, πέρασαν απ΄το μυαλό του σε μια “προπελιά”. (μια στροφή)
Τα μάτια του βούρκωσαν. Βγήκε στον αέρα, για να στεγνώσουν. Ο Ράφατ, ο αράπης που ήτανε βάρδια στο τιμόνι, ντράπηκε, έκανε πως δεν τον είδε. Έκανε πως κοίταζε τον μπούσουλα.
Ο Καπτάν Κυριαζής, χωρίς να το θέλει, γύρναγε τα μάτια του κάθε τόσο στην Τραμουντάνα (στον βορειά), μπας και ξεχωρίσει στην άχνα του ορίζοντα, την σκιά του “Σάντα Μαρία”. Μα ο φίλος του ο Καπτάν-Φώτης ήταν σαράντα μίλια μακριά. Ήταν πολύ κοντά, και πολύ μακριά. Έπιασε το μικρόφωνο. Η ανάσα του, σαν να έβγαινε απ΄τον πάτο της θάλασσας. Mε την ανάποδη του χεριού του, σκούπισε τα μάτια του, η φωνή του βγήκε βραχνή.
-Σάντα-Μαρία, Σάντα-Μαρία, είμαι το Σπύρος Κ, με ακούτε;
-Έλα Σπύρος Κ, το Σάντα-Μαρία, σ’ άκούω καθαρά, καλησπέρα Καπτάν-Κυριαζή.
Οι δυό Γερόλυκοι μίλησαν στο ραδιοτηλέφωνο. Είπαν, ότι είχαν κι οι δυό την ίδια επιθυμία , να ανταμώσουν πάλι στο επόμενο μπάρκο. Να κάνουνε γύρα, πάλι μαζί τα μπάρ της αραπιάς, να μπλέξουν σε καυγάδες, να κλάψουν, να γελάσουν, να πιούνε να μεθύσουν, να βρούν τον πάτο. Θα υπήρχε όμως άλλο μπάρκο, η μήπως αυτό ήταν το τελευταίο.
Πάντα όταν χωρίζανε και βγαίνανε στο πέλαγος, ο Καπτάν -Φώτης του έδινε τη ίδια ευχή. - Καπετάνιε ο θεός μαζί σου.
Τώρα περίμενε πάλι να ακούσει την ίδια ευχή. -Ο θεός μαζί σου.
Την φιλία τους ήταν μια σφιχτή “ματισιά” που την είχε πλέξει η αλμύρα του Ωκεανού.
(ματισιά είναι το ένωμα δύο σχοινιών, που δεν λύνεται ποτέ)
Οι δυο Καπετανέοι, τα είπανε στο τηλέφωνο. Γύρισαν όμως τα μάτια τους αλλού, για να μη τους δουν οι ναύτες, που κλαίγανε.
Κλαίγανε γιατί ανταμώνανε όλα αυτά τα χρόνια μόνο στον Ωκεανό, ο Καπτάν-Φώτης ζούσε στην Ισπανία στη Μάλαγα, και το Πόρτο-Χέλι ήταν μακριά.
-Κυριαζή, τι θα γίνει…πως θα ανταμώνουμε όταν γεράσουμε και ξεμπαρκάρουμε;
-Θα ανταμώνουμε Καπτάν-Φώτη, θα ανταμώνουμε. Θάρχεσαι στο Πόρτο-Χέλι. Θα σούχω δωμάτιο κι απ΄το παράθυρο θα βλέπεις το πέλαγος, και τους γλάρους που βουτάνε και τρώνε αθερίνα. Με το βαρκάκι μου την “Αργυρώ” θα καλέρνουμε τον “μπαντερμά” (δίχτυ) και θα “στιγκάρουμε σαμπανιά” (θα πιάνουμε αφρόψαρα). Ντοματοσαλάτα με λάδι απ΄τις ελιές μου, και ρετσίνα απ΄το Κορωπί. Εσύ θα καπτανεύεις την “Αργυρώ”, κι εγώ θα είμαι πλήρωμα. Μ΄ άκουσες Καπτάν-Φώτη ;
-Έλα Καπτάν-Κυριαζή, σε άκουσα, σε άκουσα καλά.. Σαμπανιά στο τηγάνι, και ρετσίνα απ΄το Κορωπί. Πρώτα ο Θεός. Ναι, ναι, θα καπετανεύω την “Αργυρώ”. Τέτοια μου λες και με κάνεις και βουρκώνω. Δεν θα σου λέω όμως την πρώτη “καλημέρα” πριν σκάσει ο ήλιος το πρωί στον Λεβάντε. Πως θα ζήσω Κυριαζή στη στεριά….ούτε να περπατάω ξέρω…ούτε σώβρακα να αγοράσω ξέρω….
Τάκης Σιμσιρίκης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου